Λόγω θέσεως και αρχιτεκτονικής δομής, αλλά και λόγω μεγέθους υπήρξε ένα από τα επιβλητικότερα κτίρια της Λάρισας κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Στη δημοσιευόμενη φωτογραφία στέγαζε τα παλαιά Δικαστήρια, ήταν ένα διώροφο κτίριο με υπόγειο, το οποίο βρισκόταν κτισμένο επάνω στην Κεντρική πλατεία και το οποίο καταστράφηκε το 1905 από εμπρησμό. Αν και η διάρκεια ζωής του κτιρίου αυτού ήταν σύντομη (1874-1905), η ιστορία του είναι πολύ ενδιαφέρουσα, όπως αρκετά ενδιαφέρουσα ήταν και η εξωτερική του μορφή, γιατί αποτέλεσε το πρώτο σπουδαίο νεοκλασικό δείγμα αρχιτεκτονικής σε δημόσιο κτίσμα στη Λάρισα.
Το 1874, με προτροπή του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ, κτίσθηκε από τους Οθωμανούς στη βορειοδυτική γωνία της πλατείας, ακριβώς απέναντι από τον τεκέ του Κουρά εφέντη (Κουραχανέ) [1] ένα μεγαλοπρεπέστατο κτίριο με προορισμό να στεγάσει τις οθωμανικές διοικητικές υπηρεσίες της πόλης. Το περιεχόμενο μιας μαρμάρινης επιγραφής εντοιχισμένης στο υπέρθυρο της κεντρικής εισόδου διευκρίνιζε με οθωμανική γραφή ότι: «Ο σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ επιθυμών να ευεργετήσει την Λάρισαν διέταξε τον διοικητήν αυτής Τζαβήτ Πασάν να προβή εις την ανέγερσιν του ευπρεπούς τούτου νέου μεγάρου προς στολισμόν της πόλεως, με τας ευχάς εις τον Θεόν όπως διαφυλάττη τούτο από παντός κακού…έτος 1291» [2]. Το έτος 1291 είναι έτος Εγίρας, δηλ. οθωμανικής χρονολόγησης και αντιστοιχεί στο χριστιανικό 1874.
Αρχιτέκτονας του τουρκικού αυτού κτιρίου ήταν ο ελληνικής καταγωγής από τη Ζάκυνθο Στυλιανός Βουκαδόρος, ο οποίος ζούσε την περίοδο εκείνη στη Λάρισα. Να σημειώσουμε ότι ο ίδιος εκπόνησε και τα σχέδια του ελληνικού Γυμνασίου, το οποίο είχε αρχίσει να οικοδομείται το 1873 και βρισκόταν στη νότια πλευρά της πλατείας, εκεί όπου υψώνεται σήμερα το Δικαστικό Μέγαρο.
Εκτός από την κλασική αυτή φωτογραφία που βρίσκεται στο δημοσιευόμενο επιστολικό δελτάριο, το κτίριο έχει αποτυπωθεί και πιο πριν, κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897 από Έλληνες και ξένους ανταποκριτές. Είχαν βρεθεί στη Λάρισα για να καλύψουν τις εχθροπραξίες και δημοσίευσαν εικόνες του σε εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία σε πολλές χώρες.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και μετά την κατασκευή του, το μεγάλο αυτό κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως έδρα του Τούρκου στρατιωτικού διοικητή (πασά) της Θεσσαλίας και του επιτελείου του, με τις συνακόλουθες υπηρεσίες, μέχρι την ημέρα που εγκατέλειψαν την πόλη. Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Λάρισας το 1881 το κτίριο περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο. Στο ισόγειο στεγάσθηκαν αρχικά δύο λόχοι πεζικού του ελληνικού απελευθερωτικού στρατεύματος, που ήταν υπό τις διαταγές του υποστρατήγου Σκαρλάτου Σούτσου. Στις υπόλοιπες αίθουσες στεγάσθηκαν προσωρινά και άλλες υπηρεσίες, όπως το στρατιωτικό ταχυδρομείο, η Στρατολογία. Η στρατιωτική χρήση του κτιρίου διήρκησε μέχρι το 1892. Τη χρονολογία αυτήν το μεγάλο αυτό κτίριο, αφού συντηρήθηκε, αποδόθηκε για χρήση στις υπηρεσίες της Δικαιοσύνης και σ’ αυτό μεταστεγάσθηκαν οι περισσότερες δικαστικές αρχές της Λάρισας και στο υπόγειο το Δημόσιο Ταμείο. Για τους παλιούς Λαρισαίους το κτίριο αυτό ήταν γνωστό ως Δικαστήρια.
Με την αλλαγή αυτήν η επιγραφή στο υπέρθυρο του κάτω ορόφου άλλαξε πλέον και τώρα ανέγραφε «Θέμιδος Μέλαθρον»[2]. Από την παρουσία στους χώρους της πλατείας του Δικαστικού Μεγάρου έλαβε η πλατεία την επωνυμία πλατεία Δικαστηρίων ή πλατεία Θέμιδος. Η τελευταία ήταν αυτή που τελικά επικράτησε.
Κατασκευαστικά το Διοικητήριο ήταν ένα εντυπωσιακό διώροφο κτίριο με υπόγειο, κτισμένο σε σχήμα χαμηλού Π. Ήταν εξ ολοκλήρου οικοδομημένο από πέτρα και η πρόσοψή του είχε προσανατολισμό ανατολικό [3]. Στην εξωτερική μορφή του κυριαρχούσαν σε έντονο βαθμό τα νεοκλασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία και φαίνεται ότι ο αρχιτέκτονας Στυλιανός Βουκαδόρος ακολούθησε την αισθητική των μεγάλων κτιρίων της ελληνικής πρωτεύουσας, με κάποιο μέτρο βέβαια. Στο κέντρο της πρόσοψης στον κάτω όροφο κυριαρχούσε ευρύ προστώο με τέσσερες τετράγωνους κίονες (πεσσούς), οι οποίοι συγκρατούσαν τον κιγκλιδόφρακτο εξώστη του πρώτου ορόφου. Οι τοίχοι και στους δύο ορόφους περιμετρικά ήταν συμμετρικά διάτρητοι από παράθυρα, η στέγη ήταν απλή, χαμηλή, με ξύλινο σκελετό, επικαλυμμένη με κεραμίδια και κατά διαστήματα ήταν τοποθετημένα περίτεχνα ακροκέραμα. Στο κέντρο της πρόσοψης ψηλά, στο ύψος της στέγης, υπήρχε ευρύ χαμηλό τριγωνικό αέτωμα, το οποίο προσέδιδε στο κτίριο ύψος, ομορφιά και συμμετρία [4]. Το εσωτερικό αποτελούνταν από πολλά και ισομεγέθη δωμάτια, κατανεμημένα και από τις δύο πλευρές κατά σειρά στους μακρόστενους διαδρόμους.
Το επιβλητικό αυτό κτίριο το περιέγραψαν με θαυμασμό όλοι σχεδόν οι επισκέπτες της Λάρισας, Έλληνες και ξένοι, οι οποίοι βρέθηκαν στα εδάφη της Θεσσαλίας αμέσως μετά την ενσωμάτωση με την Ελλάδα το 1881, με σκοπό να γνωρίσουν από κοντά τη νέα ελληνική επαρχία [5].
Όμως παρά τις ευχές που εξέφραζε ο Τούρκος σουλτάνος στην επιγραφή του κτιρίου για την αποφυγή παντός κακού, τη νύχτα της 14ης Ιανουαρίου του 1905, το επιβλητικό αυτό μέγαρο των Δικαστηρίων καταστράφηκε έπειτα από πυρκαγιά που ξέσπασε από άγνωστη αιτία, χωρίς τελικά να αποκαλυφθούν οι δράστες. Στην κοινωνία όμως της πόλης όλη εκείνη την περίοδο επικρατούσε η φήμη ότι κάποιος υπόδικος από τα Τρίκαλα πυρπόλησε το ευάλωτο, έτσι κι αλλιώς, κτίριο για να εξαφανίσει τα στοιχεία της αναμφισβήτητης καταδίκης του.
Το 1908 οι αποτεφρωμένοι τοίχοι του μεγάρου ισοπεδώθηκαν και ο χώρος αποδόθηκε στον Δήμο για να διευρύνει την πλατεία Θέμιδος, ώστε να γίνει τελικά η πανελληνίως περιλάλητη για το εύρος της Κεντρική πλατεία (πλατεία Μιχαήλ Σάπκα) της Λάρισας.
[1]. Στη θέση αυτή το 1907 κατασκευάστηκε το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας.
[2]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα. Από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος (1926) σελ. 21.
[3]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η Λάρισα στα χαρακτικά των Ευρωπαίων περιηγητών, 16ος-19ος αι. Λάρισα (2006) σελ. 139-141.
[4]. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα στην Τουρκοκρατία (1423-1881), τόμ. Β’, Κατερίνη (2007) σελ. 521-524.
[5]. Αναφέρουμε μερικούς όπως ο Βολιώτης γιατρός Νικόλαος Γεωργιάδης (1880), ο στρατιωτικός Ι. Κοκκίδης (1880), ο Σπυρίδων Παγανέλης, (1881), ο γερμανός Bernard Ornstein (1881), ο Μιχ. Γρηγορόπουλος (1882), ο μοναχός Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης (1892) και πολλοί άλλοι.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com