Holmes μαζί με τη γυναίκα του και ένα άλλο φιλικό τους ζευγάρι και αυτό από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με την ευκαιρία των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 1896. Κατά την παραμονή τους στη χώρα μας δεν αρκέσθηκαν μόνο να παρακολουθήσουν τις αθλητικές εκδηλώσεις των Αγώνων, αλλά επιδόθηκαν και σε ταξίδια στην ελληνική ενδοχώρα, η οποία έφθανε τότε μέχρι τη Μελούνα. Το τρίτο κεφάλαιο του τόμου αυτού έχει τον τίτλο The Wonders of Thessaly και σ’ αυτό περιγράφεται το ταξίδι τους στη Θεσσαλία. Αρχίζει από τον Βόλο όπου έφθασαν με το πλοίο, συνεχίζεται σιδηροδρομικώς προς τη Λάρισα, παρακάμπτεται προς τα Τέμπη και καταλήγει στα Μετέωρα με άμαξες. Καταλαμβάνει 112 από τις 336 σελίδες του τόμου και περιέχει πληθώρα φωτογραφιών (101 συνολικά), οι οποίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον, γιατί γνωρίζουμε ότι φωτογραφικές απόψεις της Θεσσαλίας από τα τέλη του 19ου αιώνα υπάρχουν σήμερα ελάχιστες.
Στις φωτογραφίες που έχουν δημοσιευθεί στο βιβλίο του Burton Holmes υπάρχει και μία η οποία απεικονίζει την άμαξα των περιηγητών στην οδό Αλεξάνδρας[1], έξω από το ξενοδοχείο «Το Στέμμα». Το ενδιαφέρον όμως της φωτογραφίας εντοπίζεται κυρίως στα κτίρια τα οποία βρίσκονται πίσω από την άμαξα και τα πρόσωπα που έχουν συγκεντρωθεί και έχουν καταλάβει το οδόστρωμα. Το οικοδόμημα στη μέση της φωτογραφίας με τον τρούλο πίσω του είναι ο καλούμενος τεκές του Κουρά εφέντη ή αλλιώς Κουρά χανέ. Πρόσφατα εντοπίστηκε στα Γ.Α.Κ. Λάρισας, στο αρχείο του συμβολαιογράφου Ανδρέα Ροδόπουλου το «Ψήφισμα της εν Λαρίσση επί των Βακουφίων Επιτροπής περί εκποιήσεως του υπό το όνομα Κουρουχανέ γνωστού οικοδομήματος»[2], το οποίο έχει ως εξής:
«Εν Λαρίσση σήμερον την δεκάτην εβδόμην Φεβρουαρίου του χιλιοστού εννεακοσιοστού τετάρτου έτους, η εν Λαρίσση επί της διαχειρήσεως των Βακουφικών κτημάτων επιτροπή υπό την κατά τον νόμον προεδρείαν του Μουφτή Λαρίσης Χασάν Χατζημέτου συνελθούσα εν ολομελεία και ομοφώνως αποδεξαμένη την πρότασιν του προέδρου αυτής, αποδέχεται και ψηφίζει τα εξής:
Επειδή προ καιρού ο Διευθυντής του ενταύθα Υποκαταστήματος της Εθνικής Τραπέζης κ. Γεώργ. Δεσύπρης εξέφρασε την επιθυμίαν να αγοράση διά λογαριασμόν της Εθνικής Τραπέζης το ενταύθα και απέναντι της πλατείας του Μελάθρου της Θέμιδος κείμενον βακουφικόν οικοδόμημα και οικόπεδον, το γνωστόν υπό το όνομα Κουραχανέ και αποτελούμενον εκ χιλίων εκατόν περίπου τετραγωνικών μέτρων, επί τω σκοπώ να οικοδομηθεί εκείσε κατάστημα της Εθνικής Τραπέζης, λαβόντες υπ' όψιν την πρότασιν ταύτην του κ. Διευθυντού της Τραπέζης, επανειλημμένως εν συμβουλίω συνεζητήσαμεν αυτήν. Το οικοδόμημα τούτο κείμενον εις την κεντρικωτέραν θέσιν της πόλεώς μας, εγγύς της αγοράς και ήδη έχον μεγάλην σχετικώς αξίαν, είναι βέβαιον ότι μετά τινα χρόνον θα έχη μεγαλυτέραν τοιαύτην.
Επειδή όμως δεν ελάβομεν υπ' όψιν μόνον την ωφέλειαν της Κοινότητος ημών, αλλά περί πολλού ποιούμεθα και τον εξωραϊσμόν της πόλεως και αναλογισθέντες ότι διά της ανεγέρσεως κατά το μέρος εκείνο του καταστήματος της Τραπέζης και τα πέριξ θέλουσιν εξωραϊσθή και συνεπώς και τα εγγύς αυτού Βακουφικά κτήματα θέλουσιν υπερτιμηθή και ουδόλως αποβλέποντες εις την σημερινήν τιμήν
διά ταύτα
ομοφώνως και παμψηφεί απεφασίσαμεν και ψηφίζομεν ίνα πωληθή το οικόπεδον του ανωτέρου οικοδομήματος κατ' εξαίρεσιν εις την Εθνικήν Τράπεζαν αντί ολικού ποσού είκοσι χιλιάδων δραχμών, αφού προηγουμένως η επιτροπή λάβη άπαν το υλικόν, λίθους, την ξυλείαν, κ.λπ., της οικοδομής».
Ακολουθούν οι υπογραφές του προέδρου και των μελών της επιτροπής επί των Βακουφίων, του Μουφτή της Λάρισας Χασάν Χατζημέτο και του συμβολαιογράφου Ανδρέα Ροδόπουλου.
Η Εθνική Τράπεζα ήταν από τις πρώτες που ίδρυσαν υποκατάστημα στη Λάρισα αμέσως μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881. Για τη στέγασή της δεν υπήρχαν την εποχή εκείνη κατάλληλα κτίσματα στην πόλη μας για να αναπτυχθούν μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ως πλέον κατάλληλο κτίριο θεωρήθηκε αρχικά η κατοικία του ιατρού Αχιλλέα Λογιωτάτου. Βρισκόταν στην οδό Μ. Αλεξάνδρου, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο «Άνεσις» και ήταν κατασκευή των τελευταίων χρόνων της Τουρκοκρατίας. Ήταν μεγάλο και είχε δύο ορόφους με πολλά δωμάτια και υπόγειο. Μετά την αποχώρηση των Τούρκων από τη Θεσσαλία την άνοιξη του 1898, διευθυντής του υποκαταστήματος τοποθετήθηκε ο Γεώργιος Δεσύπρης[3]. Ο τελευταίος διείδε την ανεπάρκεια του υπάρχοντος υποκαταστήματος και προχώρησε στην αναζήτηση κατάλληλου οικοπέδου για την ανέγερση ιδιωτικού κτιρίου της Τράπεζας. Μεταξύ άλλων, επισήμανε την περιοχή του τεκέ του Κουρά Εφέντη (Κουραχανέ) και την πρότασή του κοινοποίησε στην Επιτροπή Διαχειρίσεως Βακουφίων. Αυτή «επανειλημμένως εν συμβουλίω συνεζήτησεν» την επιθυμία του Γ. Δεσύπρη και τελικά απεφάνθη να πωληθεί αντί 20.000 δραχμών, ποσό σημαντικό για την εποχή εκείνη. Μετά την αγορά του οικοδομήματος του Κουραχανέ, η τράπεζα κατεδάφισε όλα τα κτίσματα και στη θέση αυτήν ανήγειρε το νέο της κτίριο νεοκλασικού ρυθμού, αληθινό στολίδι για την πλατεία της Θέμιδος. Μηχανικός του νέου κτιρίου ήταν ο Αθηναίος αρχιτέκτονας Μπαλάνος. Η εφημερίδα «Μικρά» αναγγέλλει στις 17 Ιουνίου 1907 ότι το κτίριο εγκαινιάσθηκε τον Ιούνιο του ιδίου έτους και συμπληρώνει: «Από της παρελθούσης εβδομάδος το ενταύθα Υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης εγκατεστάθη εις το όπισθεν των πυρποληθέντων Δικαστηρίων[4] λαμπρόν μέγαρον, το οποίον ιδίαις δαπάναις η Τράπεζα ωκοδόμησεν».
Στη συνέχεια θα κάνουμε μια σύντομη περιγραφή των κτιρίων τα οποία υπάρχουν στο πίσω μέρος της φωτογραφίας. Θα ξεκινήσουμε από αριστερά. Διακρίνεται ένα τμήμα και συγκεκριμένα η βορειοδυτική γωνία από το «Θέμιδος Μέλαθρον», δηλαδή το Δικαστικό Μέγαρο της Λάρισας, το οποίο στεγαζόταν το 1896 στο πρώην τουρκικό Διοικητήριο, το οποίο βρισκόταν μέσα στην Κεντρική πλατεία, στη βορειοδυτική γωνία της. Μεσολαβεί η οδός Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) και αμέσως μετά διακρίνεται διώροφο παλιό τουρκικό κτίσμα με σαχνισί, και πίσω του ένα τρουλωτό κτίσμα. Ψηλός τοίχος κυκλώνει, όπως φαίνεται, τα δύο κτίσματα. Στη θέση αυτή βρισκόταν επί Τουρκοκρατίας ο τεκές του Κουρά Εφέντη ο οποίος διατηρήθηκε και μετά την απελευθέρωση της Λάρισας γιατί οι Έλληνες δεν θέλησαν να θίξουν το μουσουλμανικό συναίσθημά τους και επέτρεψαν στους Τούρκους να διατηρήσουν και τα τζαμιά και τους τεκέδες τους. Όσο όμως αυτοί αραίωναν αριθμητικά, τα τεμένη εγκαταλείπονταν και έμεναν κλειστά. Τελικά ο τεκές αυτός ήταν που αγοράσθηκε από την Εθνική Τράπεζα.
Στο βάθος διακρίνεται ένα άλλο διώροφο κτίσμα το οποίο ήταν η κατοικία του δικηγόρου Γεωργίου Τέτση. Το όνομά του το συναντά κανείς τακτικά στην τοπική ζωή της Λάρισας αμέσως μετά την απελευθέρωση άλλοτε ως δημοτικό σύμβουλο, άλλοτε πάλι ως πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Λαρίσης. Γύρω στα 1884 ο Γεώργιος Τέτσης αγόρασε την κατοικία αυτήν από κάποιον Τούρκο μπέη που μετακόμισε στην Τουρκία, για να στεγάσει την πολυμελή οικογένειά του. Η κατοικία αυτή βρισκόταν απέναντι από το σημερινό κτίριο της Τράπεζας Ελλάδος, εκεί ακριβώς που βρίσκεται το ελεύθερο οικόπεδο που χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων. Αργότερα το οίκημα αυτό χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει προσωρινά το Α’ Γυμνάσιο Λαρίσης. Από την οικογένεια του Γεωργίου Τέτση γνωστές έμειναν στην ιστορία της πόλης δύο κόρες του, η Αγγελική, η οποία εργάστηκε ως δασκάλα οικοκυρικών στο Αρσάκειο της Λάρισας και η Ελένη, η γνωστή επαναστάτρια (La Rebelle), η οποία παντρεύτηκε τον γαιοκτήμονα Κωνσταντίνο Καρακίτη.
--------------
[1]. Το 1891 απεβίωσε σε ηλικία 21 ετών η πριγκίπισσα Αλεξάνδρα της Ελλάδος, σύζυγος του Παύλου Αλεξάνδροβιτς, Μεγάλου Δούκα της Ρωσίας. Την ίδια χρονιά δόθηκε το όνομά της στην κεντρική αυτήν οδό της Λάρισας.
[2]. Στο σημείο αυτό θέλω να ευχαριστήσω τη Φανή Καραγιάννη για τη βοήθειά της στην απόκτηση αντιγράφου του εν λόγω ψηφίσματος.
[3]. Ήταν μια πολυσχιδής προσωπικότητα που δραστηριοποιήθηκε σε πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής της Λάρισας (Πρόεδρος του αδελφάτου του Δημοτικού Νοσοκομείου, μέλος του Μουσικού Γυμναστικού Συλλόγου, μέλος οργανωτικής επιτροπής Ιππικών Αγώνων, κ.λπ.). Έμεινε στη Λάρισα μέχρι τον θάνατό του το 1912. Μία από τις κόρες του, η Μαρία Δεσύπρη (Αθήνα 1892-Αθήνα 1976) τελείωσε το 1909 το Αρσάκειο της Λάρισας και το 1923 παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο Σβώλο, καθηγητή Πανεπιστημίου και πολιτικό. Η ίδια εξελέγη μεταπολεμικά δύο φορές βουλευτής με την ΕΔΑ, το 1958 και το 1961. Από τον καιρό που ήταν ακόμη νέα και ζούσε στη Λάρισα, πρωτοστατούσε στο τοπικό φεμινιστικό κίνημα μαζί με άλλες πρωτοπόρες γυναίκες (Παπασταύρου Αμαλία, Ελένη Τέτση (Rebelle), Κική Πιπινοπούλου, Μαρία Πίπιζα, και άλλες).
[4]. Τη νύχτα της 14ης Ιανουαρίου του 1905, το επιβλητικό αυτό μέγαρο των Δικαστηρίων (Θέμιδος Μέλαθρον) καταστράφηκε έπειτα από πυρκαϊά που ξέσπασε από άγνωστη αιτία, χωρίς τελικά να αποκαλυφθούν οι δράστες.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)