έζησε την ίδια περίπου εποχή στη Λάρισα και αυτοαποκαλούνταν «Καθηγητής Γαλλικών». Ήταν ένας από τους γραφικότερους τύπους της πόλης και είχε απασχολήσει με τα κατορθώματά του την κοινωνία της πόλης για πολλά χρόνια.
Ο Ζαμπακώ είχε το κύριο όνομα Ζουλιέ, αλλά συμπληρωματικά πρόσθετε και ένα ακόμα όνομα, το Αλφρέντ. Τα διπλά μικρά ονόματα την εποχή εκείνη έδιναν βαρύτητα στην ευγενή, αλλά πολύ αμφίβολη Γαλατική καταγωγή του. Κανείς δεν ήξερε όλο αυτό το μεγάλο διάστημα που έμεινε στη Λάρισα, ούτε μπόρεσε να μάθει την πραγματική καταγωγή του. Ο ίδιος στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις και συστάσεις ισχυριζόταν ότι ήταν Γάλλος, Προβηγκιανής [1] καταγωγής. Άτομα όμως που ερεύνησαν το παρελθόν του έλεγαν ότι ήταν Κωνσταντινουπολίτης, φραγκοσυριανής καταγωγής, δηλαδή Λεβαντίνος [2], παρ’ όλο που ο Ζαμπακώ κολακευόταν να προβάλλεται ως γνήσιος Γάλλος και φρόντιζε να συμπεριφέρεται σαν Παριζιάνος. Γι’ αυτό και στο επώνυμό του πρόσθεσε το «ντε», που είναι δηλωτικό ευγενούς καταγωγής. Πριν κάνει την εμφάνισή του στη Λάρισα είχε βρεθεί στο Ναύπλιο ως μέλος Ιταλικού θιάσου ποικιλιών και στην υψηλή κοινωνία του εμφανιζόταν ως Γάλλος ευγενής, που δυσχερείς περιστάσεις τον ανάγκασαν να μετέχει του θιάσου. Όσο βρισκόταν στο Ναύπλιο μαθεύτηκε από τους Ιταλούς του θιάσου ότι ο Ζουλιέ ντε Ζαμπακώ δεν ήταν παρά ο Ιούλιος Ζαμπάκας, του οποίου οι μακρινοί του πρόγονοι κρατούσαν από τους Φράγκους της Κύπρου. Μερικοί εξ αυτών μετοίκησαν στη νήσο Σύρο όπου δημιούργησαν παροικία Φραγκολεβαντίνων και εν συνεχεία βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, αιώνιοι περιπλανώμενοι πολυτεχνίτες. Δεν είναι γνωστό ποιες άλλες περιπέτειες μπορεί να είχε έως την ημέρα που έφθασε στην πόλη μας.
Στη Λάρισα βρέθηκε το 1913 ως μέλος Ιταλικού τσίρκου που ήρθε και έδωσε μια σειρά παραστάσεων. Τον περιγράφουν ότι σωματικά είχε μέτριο ανάστημα, κοντό λαιμό, μύτη γαμψή, εξογκωμένα τα μήλα του προσώπου και στόμα σχετικά μεγάλο, στοιχεία ιδανικά για να υποδυθεί τον κλόουν, χωρίς να χρειάζεται να μακιγιαριστεί. Κατά την παρουσία του εδώ ανακάλυψε ότι «το κλίμα τον σήκωνε». Φρόντισε προς τούτο να κάνει γνωριμίες με Έλληνες και Τούρκους κατοίκους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν πλούσιοι τσιφλικάδες. Και τα παιδιά τους ένιωθαν ευχαρίστηση να κάνουν παρέα μαζί του. Διέβλεπε ότι η παρουσία του στη Λάρισα θα του έδινε τη δυνατότητα να υποδυθεί κάτι καλύτερο. Για τον λόγο αυτόν αποφάσισε να εγκαταλείψει το τσίρκο και να παραμείνει στην πόλη μας. Μιλούσε άλλωστε άριστα την τουρκική, όπως και τη γαλλική και την ελληνική γλώσσα. Είχε δε και το χάρισμα του γοητευτικού συνομιλητή. Χαιρόσουν να τον ακούς να μιλάει και να αφηγείται εύθυμες ιστορίες και ανέκδοτα. Ήταν πραγματικά ένας ευχάριστος τύπος. Τα προσόντα του αυτά εκτιμήθηκαν από τους Τούρκους μπέηδες, οι οποίοι και του έκαναν την πρόταση να αναλάβει τη διδασκαλία της Γαλλικής στο Σχολείο τους. Το Τουρκικό Σχολείο λειτουργούσε έως το 1922 που έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών, στην οδό Αχιλλέως (Παναγούλη σήμερα), στον χώρο που καλύπτει σήμερα η πολυκατοικία που βρίσκεται δίπλα από το ξενοδοχείο «Άδωνις». Για τον Ζαμπακώ η πρόταση αυτή ήταν όχι μόνον δελεαστική για οικονομικούς λόγους, αλλά και μια βασική αιτία για να τερματίσει τον πλάνητα βίο του. Δέχθηκε με χαρά, και επί δέκα χρόνια ήταν ο επίσημος καθηγητής της γαλλικής γλώσσας στην «Εκόλ Οτομάν», όπως συνήθιζε να αποκαλεί το Τουρκικό Σχολείο.
Από τη στιγμή αυτήν ο Ζαμπακώ φρόντιζε να είναι πάντα άψογα ντυμένος. Συνήθως φορούσε σκούρα κουστούμια με σκληρά λευκά κολάρα και αντί για παλτό είχε μια μακριά τσόχινη μπλε μπέρτα. Στο κεφάλι του φορούσε μαύρη πλατύγυρη ρεπούμπλικα και στο χέρι κρατούσε μπαστουνάκι με ασημένια λαβή. Είχε πάντα στη συμπεριφορά του καλούς τρόπους, ιδιαίτερα στις κυρίες προς τις οποίες φερόταν ιπποτικά με βαθύτατες υποκλίσεις και τρυφερά χειροφιλήματα.
Η προβολή από τον ίδιο της ευγενούς γαλλικής καταγωγής τού έδινε τη δυνατότητα να αυξάνει το κύρος του ως καθηγητή, αλλά και να κάνει γνωριμίες με ανθρώπους που είχαν εξέχουσα θέση στη Λαρισαϊκή κοινωνία. Και χάρις στις γνωριμίες του αυτές πέτυχε, μετά την αναχώρηση των Τούρκων και την κατάργηση του Τουρκικού Σχολείου, να αποκτήσει τη συμπάθεια πολλών ευκατάστατων οικογενειών, οι οποίες του εμπιστεύθηκαν τα παιδιά τους να τα διδάξει την πολύ διαδεδομένη την εποχή εκείνη γλώσσα της Μασσαλιώτιδας. Κοντά στους νέους ακολούθησαν να παίρνουν μαθήματα γαλλικής και μεγάλης ηλικίας άτομα, καθώς η γνώση και η χρήση της στις κοινωνικές συναναστροφές ανέβαζε το προσωπικό γόητρό τους. Συνήθως σε όποιον επιθυμούσε την εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας παρέδιδε τα μαθήματα κατ’ οίκον και έφθασε στο σημείο το καθημερινό ωράριό του να είναι πλήρες. Χάρη στον Ζαμπακώ πολλοί παλιοί Λαρισαίοι έμαθαν να χρησιμοποιούν πολύ καλά τη γαλλική γλώσσα και στις εμπορικές συναλλαγές τους.
Ο δημοσιογράφος Κώστας Περραιβός τον γνώρισε από κοντά, συνδέθηκε μαζί του φιλικά και γράφει γι’ αυτόν: «Κάποια στιγμή γίναμε φίλοι με τον Ζαμπακώ, έστω και αν δεν έγινα ποτέ μαθητής του. Και το μετάνιωσα, γιατί όταν βρέθηκα έξω από τον ελληνικό χώρο, θυμήθηκα πολλές φορές τον Ζαμπακώ. Στα ταξίδια μου στην Ευρώπη αναγκαζόμουν να χρησιμοποιώ την Ιταλική που δεν μιλιέται από πολύν κόσμο, στην ανάγκη δε και τα λίγα Γαλλικά. Ποτέ δεν μου απεκάλυψε ότι δεν ήταν Γάλλος. Άλλωστε και το γαλλικό διαβατήριο του εξασφάλιζε παραμονή ως αλλοδαπού. Τη μεσοβέζικη ελληνική καταγωγή του την έμαθα μετά τον θάνατό του από στενότατο φίλο του, με τον οποίο δεν είχε μυστικά. Προσποιούμουν ότι πίστευα το παραμύθι της ευγενούς καταγωγής και αυτό τον κολάκευε πολύ» [3].
Κάποια στιγμή γνωρίστηκε με τον Ιούλιο Βιανέλλι. Δεν έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση για την προσωπικότητά του και τον θεωρούσε «ξιπασμένο μακαρονά». Ωστόσο όταν τύχαινε να συναντηθούν αντάλλαζαν θερμότατο ασπασμό και εγκάρδιες φιλοφρονήσεις, ο ένας στη γλώσσα του άλλου, καθώς στις κοινωνικές του εκδηλώσεις ήταν πάντοτε αβρός και ευγενής.
Η διαγωγή και η δραστηριότητά του κατά την περίοδο της καθόδου των γαλλικών στρατευμάτων από τη Μακεδονία και της κατάληψης της Λάρισας το 1917, αναφέρεται ότι υπήρξε κάπως ύποπτη. Τα τέσσερα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει από την άφιξή του στη Λάρισα με το τσίρκο (1913), είχε την ευκαιρία να γνωρίσει πρόσωπα και καταστάσεις στην πόλη μας. Η χώρα τότε κατατρυχόταν από τα φοβερά πάθη του εθνικού διχασμού. Ο Ζαμπακώ λέγεται ότι προθυμοποιήθηκε να προσφέρει τις «καλές του υπηρεσίες» στη Γαλλική Διοίκηση. Η δήθεν γαλλική καταγωγή τού άνοιξε διάπλατα τις πόρτες και όπως νόμιζε, είχε καταστεί άνθρωπος της καταστάσεως. Ακριβώς τον ίδιο ρόλο είχε παίξει και ο Ιούλιος Βιανέλλι κατά τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής στη Λάρισα.
Όταν ο Ζουλιέν ντε Ζαμπακώ κάποια στιγμή έπεσε θύμα σοβαρού δυστυχήματος χρειάστηκε να χειρουργηθεί και τελικά να του ακρωτηριάσουν το ένα του πόδι. Το γεγονός τον καταρράκωσε, έχασε τη σπιρτάδα του πνεύματος και τους εξεζητημένους τρόπους του. Επί πλέον είχε μεγαλώσει και το γεγονός αυτό τον κατέβαλλε ακόμα περισσότερο και όταν βγήκε από το Νοσοκομείο στηριζόμενος στις πατερίτσες, έβλεπε κανείς τη σκιά του παλαιού ενθουσιώδους εαυτού του. Είχε χάσει εντελώς το κέφι του, διατηρούσε όμως την ευγενέστατη συμπεριφορά απέναντι σε γνωστούς και φίλους. Το κακό ήταν ότι σε αυτήν την κατάσταση που βρισκόταν δεν μπορούσε να βρει μαθητές για να παραδίδει μαθήματα Γαλλικών και από την παλαιά άψογη αμφίεσή του δεν έμειναν παρά μόνον η μπέρτα του κατεστραμμένη από την πολυχρησία και το σκούρο κουστούμι του λιωμένο. Όμως διατηρούσε την αξιοπρέπειά του και η υπερηφάνειά του δεν του επέτρεπε να ζητήσει από κανέναν βοήθεια. Παλιοί μαθητές του τον φρόντιζαν με διακριτικότητα, χωρίς να τον θίξουν και του πρόσφεραν κάποια βοήθεια.
Κατά το διάστημα αυτό γέρος και ανάπηρος ο άλλοτε ευγενής ιππότης, δέχθηκε τη στοργική φιλοξενία που του πρόσφερε ο Λεωνίδας Μπέρτολης. Στο κατάστημά του στη γωνία των οδών Ασκληπιού και Κούμα διαμόρφωσε στο πατάρι μια γωνιά όπου πέρασε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Το 1942, χρόνος σκλαβιάς, μεγάλης πείνας και κρύου, ο Ζουλιέ ντε Ζαμπακώ πέθανε στο Δημοτικό Νοσοκομείο. Η Λάρισα έχανε έναν γραφικότατο τύπο.
--------------
[1]. Η Προβηγκία αποτελεί επαρχία της Γαλλίας, η οποία βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της γαλλικής επικράτειας και έχει πρωτεύουσα τη Μασσαλία.
[2]. Λεβαντίνοι ή Φραγκολεβαντίνοι ονομάζονταν οι δυτικοί (κυρίως Γάλλοι και Ιταλοί) που είχαν μεταναστεύσει και ζούσαν μόνιμα στην Οθωμανική αυτοκρατορία για λόγους οικονομικούς και εμπορικούς.
[3]. Ολύμπιος (Περραιβός Κώστας). Παλιοί Λαρισινοί τύποι. Ζουλιέ ντε Ζαμπακώ, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 23ης Σεπτεμβρίου 1968.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)