Κείμενο: Αχιλλέας Τραγούδας
Φωτογραφία: Θάνος Ευθυμιόπουλος
Στη δεκαετία του 1980, το λαρισαϊκό ποδόσφαιρο, έγραψε τις λαμπρότερες σελίδες του. Με κορυφαία εκπρόσωπό του την Α.Ε.Λ., κατάφερε να κερδίσει ένα Πρωτάθλημα (το 1988), ένα Κύπελλο (το 1985), να φτάσει σε άλλους δύο τελικούς (το 1982 και το 1984) και να τερματίσει στη δεύτερη θέση, το 1983, στο Πρωτάθλημα Ελλάδας. Παράλληλα, με την επανάκαμψή της στην μεγάλη κατηγορία, στη δεκαετία του 2000, κατόρθωσε να κατακτήσει ένα ακόμα τρόππαιο, αυτό του Κυπέλλου Ελλάδας, το 2007, κερδίζοντας τον Παναθηναϊκό με 2-1.
Παράλληλα, οι επιδόσεις της αυτές της επέτρεψαν να πάρει μέρος σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις (Πρωταθλητριών, Κυπελλούχων, ΟΥΕΦΑ και Βαλκανικό Κύπελλο) με σημαντικότερη επίτευξή της τη συμμετοχή της στους «8» του Κυπέλλου Κυπελλούχων, το 1984. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
1982: Ο πρώτος τελικός Κυπέλλου
Το 1982 αποτελεί για το τοπικό ποδόσφαιρο χρονιά - ορόσημο και για την Α.Ε.Λ., απαρχή μιας λαμπρής πορείας.
Συμμετέχοντας στο πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής από την περίοδο 1978-’79, η λαρισινή ομάδα αποτελούσε ένα συμπαθητικό σύνολο, που, ωστόσο, τερμάτιζε κάθε χρονιά στη μέση του βαθμολογικού πίνακα. Το ίδιο συνέβη και εκείνη τη χρονιά. Τερμάτισε στην 10η θέση, αλλά τα αίτια αυτής της μέτριας επίδοσης ήταν καθοριστικά: Πρώτον, παραχωρώντας τνο Χαραλαμπίδη στον Άρη, δεν κατόρθωσε να καλύψει το κενό του, με αποτέλεσμα, η επιθετική αδυναμία της Α.Ε.Λ. να είναι φανερή. Δεύτερον, προέκυψε «πρόβλημα» με το γήπεδο Αλκαζάρ, καθώς εκείνη τη χρονιά πραγματοποιούνταν έργα υποδομής και έτσι αναγκάστηκε να δώσει αρκετά παιχνίδια στα Τρίκαλα. Και τρίτον (και εξαιτίας των δύο αυτών παραγόντων), χάνοντας την επαφή της με την κορυφή, αντιμετώπιζε το πρωτάθλημα μάλλον αδιάφορα.
Δεν συνέβαινε, όμως, το ίδιο στη διοργάνωση του Κυπέλλου Ελλάδας. Αποκλείοντας κατά σειρά τον Ολυμπιακό Βόλου, την Ξάνθη, τον Εθνικό, το Διαγόρα και την Κόρινθο, η λαρισινή ομάδα βρέθηκε αντιμέτωπη στον τελικό με τον Παναθηναϊκό.
Ο αγώνας αυτός έγινε στις 19 Ιουνίου 1982, στο γήπεδο της Ν. Φιλαδέλφειας, μπροστά σε 20.000 φιλάθλους και διαιτητή τον Βασάρα.
Η ομάδα της Λάρισας εμφανίστηκε αρκετά δυναμική και από τα πρώτα λεπτά δημιούργησε καλές ευκαιρίες για γκολ, όπως στο 8’ με τον Παραφέστα, στο αμέσως επόμενο λεπτό με τον Βαλαώρα, στο 20’ με τον ίδιο παίκτη, στο 31’ με τον Γκόλαντα και στο 38’ με το Μαλουμίδη. Βέβαια, η μεγαλύτερη ευκαιρία για γκολ, που θα μπορούσε να αλλάξει και την εξέλιξη του αγώνα, δημιουργήθηκε στο 27’ όταν ο Γκαλίτσιος έστειλε την μπάλα στο δοκάρι.
Το δεύτερο ημίχρονο δεν ξεκίνησε καλά και για την Α.Ε.Λ., Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, θα μπορούσε να ξεκινήσει καλύτερα, αν ο Βασάρας καταλόγιζε καθαρό πέναλτι που έγινε στο Βαλαώρα, μόλις στο 47’. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δε συνέβη και δύο λεπτά αργότερα ο Χαραλαμπίδης σε μια αντεπίθεση του Παναθηναϊκού, σημείωσε το μοναδικό τέρμα του αγώνα.
Η Α.Ε.Λ., προσπάθησε να αντιδράσει και έφτασε πάλι κοντά στο γκολ με τον Μαλουμίδη στο 61’ και στο 74’.
Στο μεταξύ, στο 72’ του αγώνα ο Βασάρας καταλογίζει πέναλτι σε... ανύπαρκτη ανατροπή του Γαλάτου (κάτι που σήμερα, σύμφωνα με τους κανονισμούς, θα επέσειε την ποινή της αποβολής). Αναλαμβάνει να το εκτελέσει ο Χαραλαμπίδης, που όμως στέλνει την μπάλα άουτ. Κι ενώ για δεύτερη φορά θα μπορούσε να αλλάξει η εξέλιξη του παιχνιδιού, με τον καταλογισμό πέναλτι σε ανατροπή του Μαλουμίδη στο 76’ ο Βασάρας δεν σημειώνει την παραμικρή παράβαση κι έτσι η Α.Ε.Λ. αναγκάζεται σε ήττα από τον Παναθηναϊκό με 1-0.
Βέβαια, η ομάδα της Λάρισας μπορεί να έχασε εκείνη τη χρονιά το Κύπελλο, έστειλε όμως το μήνυμα ότι πλέον οι ομάδες του κέντρου πρέπει να την αντιμετωπίσουν ως ισχυρή δύναμη του ποδοσφαίρου. Κάτι που απέδειξε τη χρονιά που ακολούθησε.
Για την ιστορία, να αναφέρουμε τις συνθέσεις των δύο ομάδων:
Α.Ε.Λ.: Πλίτσης, Παραφέστας, Πατσιαβούρας, Γκαλίτσιος, Αργυρούλης, Δράμαλης (82’ Βουτυρίτσας), Μαλουμίδης, Γκόλαντας, Κουτάς (82’ Μητσιμπόνας), Ανδρεούδης, Βαλαώρας.
ΠΑΟ: Κωνσταντίνου, Κυράτσας, Σημαιοφορίδης, Κόβης, Καυγής, Λιβαθηνός, Νικολάε, Κουρόπουλος (78’ Κατσιάκος), Χαραλαμπίδης (88’ Αναστασιάδης), Ντόκεν, Γαλάκος.
1983: Η έκπληξη του Πρωταθλήματος
Στην περίοδο 1982-’83 η Α.Ε.Λ. με την απόδοσή της και το στιλ παιχνιδιού που καθιέρωσε, όχι μόνο αποτέλεσε την έκπληξη του πρωταθλήματος, τερματίζοντας στη δεύτερη θέση του βαθμολογικού πίνακα, αλλά και επιβλήθηκε στο χώρο ως μεγάλη και δυνατή ομάδα.
Σ’ αυτό συνετέλεσαν αρκετοί παράγοντες αλλά και οι αλλαγές που έγιναν σε όλα τα επίπεδα. Τη χρονιά εκείνη προέκυψε νέα διοίκηση με ικανούς συμβούλους, οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο και τα επόμενα χρόνια. Πρόεδρος αναδείχθηκε ο Αδ. Τσιάχας, αντιπρόεδρος ο Κ. Σαμαράς, γ.γ. ο Γ. Λόκας, δ. σύμβουλος ο Β. Τσιάρας, ταμίας ο Λ. Λαμπέρης, έφοροι οι Χρ. Λεβέντης - Λ. Μήλιος, έφορος υλικού ο Β. Γάτσιος, σύμβουλοι οι Ν. Οικονόμο και Κ. Παπακώστας και ειδικός γραμματέας ο Π. Καραβαριώτης.
Επίσης, προσελήφθη ως προπονητής ο Γιάτσεκ Γκμοχ, ο οποίος την εποχή εκείνη θεωρούνταν η ανανεωτική και μοντέρνα άποψη στο χώρο.
Ο νέος προπονητής είχε διατελέσει βοηθός προπονητή της Εθνικής Πολωνίας στο Μουντιάλ του 1974, πρώτος προπονητής της ίδιας ομάδας το 1978 και προπονητής στις ομάδες Σταρτ Κρίστιανσεν, Γιάννινα και Απόλλωνα Αθηνών. Ο Γκμοχ, εφαρμόζοντας νέα συστήματα και παρά τα πρώτα ατυχή αποτελέσματα, κατόρθωσε στη συνέχεια να «δέσει» την ομάδα και οι παίκτες του να αποδώσουν εκπληκτικό ποδόσφαιρο. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι η Λάρισα εκείνης της χρονιάς χαρακτηριζόταν «μικρό Αμβούργο». Έχοντας δύο εκπληκτικούς τερματοφύλακες, τον Πλίτση και τον Μιχαήλ, ο Γκμοχ τοποθέτησε ως αμυντικό δίδυμο τους Μητσιμπόνα - Γκαλίτσιο, πλάγιους αμυντικούς τους Παραφέστα και Κολομητρούση (και στη συνέχεια τους Αγορογιάννη - Παραφέστα), αμυντικό χαφ τον Βουτυρίτσα, σέντερ φορ τον Ζιώγα και επιθετικούς τους Κμίετσικ, Βαλαώρα, Μαλουμίδη και Ανδρεούδη.
Με αυτήν την ομάδα και παρά τα αρχικά άτυχα αποτελέσματα, η Α.Ε.Λ. άφησε άφωνους τους Έλληνες φιλάθλους, καθώς στη συνέχεια προωθήθηκε στις πρώτες θέσεις του βαθμολογικού πίνακα με 10 νίκες στη σειρά. Κι ενώ όλοι θεωρούσαν βέβαια τη συμμετοχή της στο κύπελλο ΟΥΕΦΑ, μερικά ατυχή αποτελέσματα την απομάκρυναν από την ευρωπαϊκή προοπτική. Ωστόσο, ένα σερί 8 νικών την έφερναν και πάλι ψηλά, μάλλον ακόμη ψηλότερα, στη 2η θέση. Να σημειώσουμε ότι η Α.Ε.Λ. θα μπορούσε να βγει και πρωταθλήτρια, αν μετά την ιστορική νίκη επί του Ολυμπιακού με 1-0 μέσα στο Καραϊσκάκη, δεν έχανε από τον Παναθηναϊκό με 2-1 και τα Γιάννινα με 1-0. Έτσι, τερμάτισε πίσω από την ΑΕΚ και παράλληλα εξασφάλισε τη συμμετοχή της σ’ ευρωπαϊκό κύπελλο.
1984: Η Α.Ε.Λ. στο δεύτερο τελικό του κυπέλλου Ελλάδας
Η περίοδος 1983-’84 δεν ήταν η καλύτερη χρονιά για την Α.Ε.Λ. στο πρωτάθλημα και το κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Στην ευρωπαϊκή διοργάνωση αποκλείστηκε - άδικα - από την ουγγρική Χόνβερτ, ενώ στο πρωτάθλημα ξεκίνησε άσχημα, αλλά, όταν συνήλθε, τερμάτισε στην 6η θέση.
Αντίθετα, στο Κύπελλο Ελλάδας, η πορεία της ήταν εντυπωσιακή. Αποκλείοντας ισχυρές ομάδες, όπως τον Ηρακλή και την ΑΕΚ (αλλά και άλλες ισχυρές ομάδες), έφτασε στον τελικό, όπου με αντίπαλο τον Παναθηναϊκό έχασε δίκαια αυτή τη φορά με 2-0. Ωστόσο, πήρε μέρος για δεύτερη χρονιά σε ευρωπαϊκή διοργάνωση (στο Κύπελλο Κυπελλούχων) καθώς εκείνη τη χρονιά ο Παναθηναϊκός είχε αναδειχθεί και πρωταθλητής. Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι η Α.Ε.Λ. ήταν η πρώτη επαρχιακή ομάδα που συμμετείχε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά σε ευρωπαϊκή διοργάνωση.
Σε ό,τι αφορά στον τελικό, να σημειώσουμε ότι έγινε στις 6 Ιουνίου στο ΟΑΚΑ, μπροστά σε 74.000 θεατές και με διαιτητή το Γερμανάκο.
Η Α.Ε.Λ. δεν έπαιξε καλό ποδόσφαιρο, στερήθηκε των υπηρεσιών του Βαλαώρα και εμφανίστηκε κουρασμένη, μετά το καθοριστικό ματς που έδωσε τρεις ημέρες πριν με τον Ηρακλή.
Τα γκολ πέτυχαν ο Δημόπουλος στο 18’ και ο Αντωνίου στο 39’, ενώ ο διαιτητής (που αυτή τη φορά στάθηκε στο... πλευρό της Α.Ε.Λ.), δεν έδωσε πέναλτι υπέρ του Παναθηναϊκού στο 17’ και του ακύρωσε γκολ στο 41’. Η καλύτερη στιγμή της Α.Ε.Λ. στον αγώνα ήταν στο 66’ όταν ο Κμίετσικ έστειλε την μπάλα στο δοκάρι, μετά από χτύπημα φάουλ.
Η Α.Ε.Λ. έπαιξε με τους: Πλίτση, Παραφέστα, Πατσιαβούρα, Γκαλίτσιο, Μητσιμπόνα, Βουτυρίτσα, Κυριλλίδη (46’ Τσιώλη), Κμίετσικ (73’ Γκαμπέτα), Ζιώγα, Ανδρεούδη και Μαλουμίδη.
Ενώ με τον Παναθηναϊκό αγωνίστηκαν οι: Λαφτσής, Ταράσης, Καρούλιας, Κυράστας, Καψής, Παπαβασιλείου, Μαυρίδης, Αντωνίου, Χαραλαμπίδης (82’ Γεροθόδωρος, Ρότσα, Δημόπουλος (88’ Τασσόπουλος).
1985: Η Α.Ε.Λ. Κυπελλούχος Ελλάδας
Η περίοδος 1984-’85 υπήρξε επιτυχημένη για την Α.Ε.Λ.
Μπορεί στο πρωτάθλημα να είχε μια αδιάφορη πορεία (κυρίως εξαιτίας των ευρωπαϊκών της υποχρεώσεων) και να τερμάτισε την 6η θέση, ωστόσο στο Κύπελλο Κυπελλούχων Ελλάδας τα πήγε εξαιρετικά.
Στην ευρωπαϊκή διοργάνωση, αποκλείοντας την ουγγρική Σιόφοκ και την ελβετική Σερβέτ, έφτασε ως τα προημιτελικά (όπου αποκλείστηκε από τη Δυναμό Μόσχας), ενώ στο Κύπελλο Ελλάδας έφτασε στον τελικό, όπου κέρδισε τον πρωταθλητή της χρονιάς ΠΑΟΚ με το ευρύ σκορ 4-1 και στέφθηκε Κυπελλούχος.
Για να φτάσει στον τελικό, η Α.Ε.Λ. απέκλεισε διαδοχικά τον Παναιγιάλειο, την Καλαμαρια, τη Νεάπολη Πειραιώς, το Μακεδονικό, την Κόρινθο και το Λεβαδειακό.
Ο τελικός έγινε στις 22 Ιουνίου στο ΟΑΚΑ, με διαιτητή πάλι το Γερμανάκο, ενώ το ματς παρακολούθησαν 25.000 θεατές.
Οι δύο ομάδες ξεκίνησαν επιφυλακτικά και διερευνητικά το παιχνίδι, ωστόσο, όταν από το 19’ ο ΠΑΟΚ έμεινε με 10 παίκτες, μετά την αποβολή του Βασιλάκου, για εκτός φάσης χτύπημα επί του Άνταμτσικ, η Α.Ε.Λ. πήρε την πρωτοβουλία των κινήσεων και παίζοντας εκπληκτικό ποδόσφαιρο με περίτεχνους συνδυασμούς των παικτών της, πίεσε ασφυκτικά την ομάδα της Θεσσαλονίκης.
Το πρώτο γκολ σημειώθηκε στο 39’ από το Ζιώγα, μετά από εκπληκτική επέλαση και πάσα ακριβείας του Ανταμτσικ, ενώ στις αρχές του β’ ημιχρόνου (47’), με περίτεχνο πλασέ του Κμίετσικ, η Α.Ε.Λ. διπλασίασε τα τέρματά της.
Ο ΠΑΟΚ αντέδρασε το 55’ με γκολ του Σκαρτάδου, όμως ο Ζιώγας στο 73’ και ο Βαλαώρας στο 75’ έσβησαν κάθε ελπίδα στον ΠΑΟΚ ο οποίος κινδύνευσε να φύγει με 5 γκολ στο παθητικό της, αν ο Ανταμτσικ στο 79’ δεν έχανε μεγάλη ευκαιρία.
Η κατάκτηση του Κυπέλλου πανηγυρίστηκε δεόντως από τους Λαρισαίους, όταν με τη λήξη του ματς βγήκαν στους δρόμους. Την δε επόμενη μέρα, χιλιάδες φίλοι της ομάδας υποδέχθηκαν τους παίκτες στην είσοδο της Λάρισας, με χαρακτηριστικότερη σκηνή εκείνη της επίδειξης του κυπέλλου πάνω σ’ ένα αμαξάκι εποχής.
Οι συνθέσεις των δύο ομάδων ήταν οι εξής:
Α.Ε.Λ.: Πλίτσης, Παραφέστας, Κολομητρούσης, Γκαλίτσιος, Μητσιμπόνας, Βουτυρίτσας, Ζιώγας, Κμίετσικ, Ανταμτσικ, Ανδρεούδης (87’ Τσιώλης), Βαλαώρας.
ΠΑΟΚ: Στεργιούδης, Τσουρέλας, Αλαβάντας, Γιούρισιτς, Μπανιώτης (19’ Καρασαββίδης), Σκαρτάδος, Αλεξανδρίδης, Βασιλάκος, Σίγγας, Πάπριτσα, Κωστίκος (62’ Δαμανάκης).
1988: Η Α.Ε.Λ. Πρωταθλήτρια
Τρία χρόνια μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας, η Α.ΕΛ. κάνει την ποδοσφαιρική υπέρβασή της. Κατακτά και το Πρωτάθλημα.
Η περίοδος 1987 - ’88 ήταν, σαφώς, η καλύτερη για την ομάδα της Λάρισας. Ωριμότερη και ισχυρότερη από ποτέ, κατόρθωσε αυτό που δεν κατόρθωσαν κι άλλες επαρχιακές ομάδες που μεγαλούργησαν στο παρελθόν, όπως η Δόξα Δράμας, ο Πιερικός και η Παναχαϊκή.
Τέσσερις ήταν οι παράγοντες της εκπληκτικής πορείας εκείνη την χρονιά:
* Η διοίκηση που χαρακτηριζόταν από σοβαρότητα και σωστή οργάνωση - διοίκηση της ομάδας.
* Οι παίκτες, που βρέθηκαν σε φοβερή αγωνιστική κατάκτηση. (Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο Μιχαήλ, που ήταν φοβερός, στο Μητσιμπόνα, που ενέπνεε σιγουριά στην άμυνα, στον Καραπιάλη, που αναδείχθηκε ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της χρονιάς και στο Ζιώγα, που σημείωσε 16 τέρματα).
* Ο Γκμοχ, που είχε «έμπνευση», τόσο με την καθιέρωση παικτών σε θέσεις - κλειδιά (Αγορογιάννη ως δεξί μπακ, Αλεξούλη ως αμυντικού χαφ, Καραπιάλη στη βασική ενδεκάδα και Μιχαήλ στη θέση του τερματοφύλακα), όσο και με τις τακτικές του στα κρίσιμα ματς.
* Ο κόσμος που στάθηκε δυναμικά δίπλα στην ομάδα, τόσο στο Αλκαζάρ όσο και στα εκτός έδρας παιχνίδια.
Να τι επισημαίνουν στο βιβλίο τους «Η ιστορία της Α.Ε.Λ.», ο Κ. Αργύρης και ο Δ. Σακελλάρης:
«Πριν αρχίσει λοιπόν το πρωτάθλημα, κανείς δεν υπολόγιζε την Α.Ε.Λ., όχι μόνο για την κατάκτηση τίτλου, αλλά ούτε και για έξοδο σ’ ευρωπαϊκό κύπελλο. Φαίνεται η ομάδα επιφύλασσε σε πολλούς μια τελευταία πιο δυνατή και δυσάρεστη έκπληξη. Σ’ όσους δηλαδή πίστεψαν με βάση τις δύο προηγούμενες περιόδους ότι αυτή η ομάδα είχε σβήσει. Η Α.Ε.Λ. ξεκίνησε το πρωτάθλημα με κεκτημένη ταχύτητα, πήρε πρωτοπορία στη βαθμολογία από την αρχή, κάτι που διατήρησε ως το τέλος. Σταθμοί σ’ αυτή την πορεία της μπορούμε να πούμε ότι ήταν τα εξής παιχνίδια: Η νίκη στην πρεμιέρα επί του πρωταθλητή Ολυμπιακού, η νίκη τη δεύτερη αγωνιστική στην Πάτρα που στερέωσε την πίστη για μια καλή χρονιά. Επίσης, η νίκη επί του Αρη, που τότε επιτελούσε το ετήσιο φορμάρισμά του. Την 5η αγωνιστική η νίκη επί του Ο.Φ.Η. συνδιεκδικητή, όπως θα φανεί, του τίτλου. Οι δύο εκτός έδρας νίκες επί της Βέροιας και της Καλαμαριάς. Η νίκη επί του πάντοτε πανίσχυρου Παναθηναϊκού. Η ισοπαλία με τον ΠΑΟΚ που δεν επέτρεψε στην ομάδα της Θεσσαλονίκης να φτάσει την Α.Ε.Λ. στη βαθμολογία. Η εκτός έδρας ισοπαλία με τον Ολυμπιακό, που έδωσε τέρμα σε μια προσωρινή κρίση. Η νίκη επί της Α.Ε.Κ., που την έθεσε εκτός τροχιάς τίτλου, τη στιγμή που πλησίαζε απειλητικά. Η εκτός έδρας νίκη επί του Πανιωνίου, που συνετέλεσε στο να αυξηθεί η διαφορά με το δεύτερο. Και ενώ εκείνη τη στιγμή η κατάκτηση του πρωταθλήματος φαινόταν σίγουρη, ήλθε η τιμωρία για την υπόθεση Τσίγκοφ για να φέρει αναταραχή στην ομάδα. Εκείνη, όμως, τη στιγμή η πόλη της Λάρισας απέδειξε πόσο αγαπούσε αυτή την ομάδα. Με μαζικές κινητοποιήσεις του πληθυσμού (όχι μόνο των φιλάθλων) της Λάρισας, το κράτος που ψήφιζε γελοίους νόμους αναγκάστηκε με τον ίδιο τρόπο να τους καταργήσει. Ο δρόμος πλέον για την κατάκτηση του τίτλου ήταν ανοιχτός. Η μοίρα το έφερε η εξασφάλιση του τίτλου να επιτευχθεί Πρωτομαγιά. Σίγουρα, άλλωστε, η κατάκτηση του τίτλου από μια επαρχιακή ομάδα ήταν επαναστατική ενέργεια για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Εκείνη τη στιγμή η Λάρισα μέθυσε από την ευτυχία και οι Λαρισαίοι ένιωσαν, έστω και για μια φορά, ανώτεροι από τους προνομιούχους πρωτευουσιάνους. Ηταν μια δικαίωση της προσπάθειας που είχε αρχίσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 στο ποδόσφαιρο της πόλης και του νομού. Αλίμονο, όμως, ήταν και η αρχή του τέλους γι’ αυτή την πραγματικά μεγάλη ομάδα».
Ας μην ξεχνάμε, βέβαια ότι εκείνη τη χρονιά λίγο έλειψε η Α.Ε.Λ. να χάνει το πρωτάθλημα εξαιτίας της υπόθεσης Τσίγκοφ.
Όλα ξεκίνησαν στις 27 Δεκεμβρίου 1987, στο ματς με τον Παναθηναϊκό στο Αλκαζάρ, όπου η Α.Ε.Λ. κέρδισε με 2-1.
2007: Το δεύτερο κύπελλο
Ο τρίτος σπουδαίος τίτλος στην ιστορία των «βυσσινί» που είναι και ο πιο πρόσφατος, ήρθε το 2007. Συγκεκριμένα στις 5 Μαΐου στο Πανθεσσαλικό Στάδιο η ΑΕΛ κέρδισε τον ΠΑΟ με σκορ 2-1 και κατέκτησε το δεύτερο κύπελλό της μετά το 1985.
Η ΑΕΛ άνοιξε το σκορ μόλις στο 3ο λεπτό με κεφαλιά του Κόζλεϊ, μετά από εκτέλεση φάουλ του Φωτάκη. Για τον ΠΑΟ ισοφάρισε με πέναλτι στο 44ο λεπτό ο Παπαδόπουλος. Στο 82’ όμως ο Ανρί Αντσουέ με απίθανο βολέ στην κίνηση στέλνει την μπάλα στα δίχτυα του Εμπέντε, γράφοντας το 2-1. ΜVP του τελικού ήταν ο Νίκος Νταμπίζας.
ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ: Εμπέντε, Νίλσον (84' Σέριτς), Βύντρα, Μόρις, Γκούμας, Λεοντίου, Τζιόλης (86' Μπίσκαν), Ιβανσιτς, Νίνης (72' Ρομέρο), Παπαδόπουλος, Μάντζιος.
ΛΑΡΙΣΑ: Κοτσόλης, Γκαλίτσιος, Βενετίδης, Φέρστερ, Νταμπίζας, Μπασιλά, Φωτάκης, Διγκόζης, Κλέιτον (86' Βάλλας), Αλωνεύτης (72' Καλατζής), Κόζλεϊ (60' Αντσουέ).