Με αυτές τις λίγες λέξεις ο Τύπος της εποχής περιέγραψε το τραγικό τέλος του Νικολάου Καρούσου, γαμπρού από αδελφή του Σπύρου Χαροκόπου και διαχειριστή των κτημάτων (με συνεταιρικά δικαιώματα) στο Κιόσκι (σημ. Γιάννουλη) της Λάρισας. Το Κιόσκι κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ήταν τσιφλίκι του Οθωμανού αξιωματούχου Ουσαμπεντίν βέη Χασάν, ενώ αργότερα πέρασε στην κυριότητα του Οθωμανού κτηματία και μετέπειτα βουλευτή Λαρίσης Δερβίς βέη Χαλήλ. Μετά από την απελευθέρωση της Λάρισας (1881), ένα τμήμα του μεταβιβάστηκε στον βιομήχανο Δημήτριο Καλύβα, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα αγοράστηκε από τον Παναγή Χαροκόπο (1835-1911), ο οποίος το 1902 άρχισε την ανέγερση της διασωζόμενης σήμερα πλην όμως ερειπωμένης έπαυλής του.
Ο Νικόλαος Καρούσος είχε απαχθεί το βράδυ της 3ης Ιουνίου 1928, την ώρα που επέστρεφε από τη Λάρισα στο Κιόσκι. Είχε παρακολουθήσει με τη σύζυγό του Καλλίστη μία θεατρική παράσταση στην πόλη και αφού επιβιβάστηκαν στην άμαξα που οδηγούσε ο Κιρκάσιος Αχμέτ Μουσταφά κατευθύνθηκαν στην οικία τους. Στη γέφυρα του Πηνειού η άμαξα σταμάτησε για να παραλάβει και τις δύο υπηρέτριες στις οποίες είχε δοθεί ολιγόωρη άδεια.
Την απαγωγή σχεδίασε ο Δημήτριος Ζάκκας, κτηματίας και φίλος της οικογένειας Καρούσου. Ήταν ευυπόληπτος πολίτης της Λάρισας που οργάνωνε εκδρομές στον Όλυμπο για Αθηναίους ορειβάτες, ενώ ο γιος του ήταν γνωστός οδοντοτεχνίτης της πόλης. Ο Ζάκκας συνεργάστηκε με άλλους κακοποιούς από την Αθήνα, τον Τύρναβο και τη Λάρισα. Οι τελευταίοι, αφού άφησαν ελεύθερη τη σύζυγό του, τον οδήγησαν στο χωριό Τουρσουλάρ (σημ. Ραχούλα) και τον «φυλάκισαν» στην αποθήκη του γεωργού Γεωργίου Νταφούλη, ο οποίος ήταν κουμπάρος του Ζάκκα και παλαιότερα είχε εργαστεί στα κτήματα του Χαροκόπου.
Ως λύτρα ζητήθηκε το ποσό των 500.000 δραχμών και οι απαγωγείς ενημέρωσαν την Καλλίστη Καρούσου να συγκεντρώσει το ποσό και να το φέρει σε σημείο που θα την υποδείκνυαν εάν επιθυμούσε να επιστρέψει ελεύθερος και αβλαβής ο σύζυγός της. Μάλιστα ο Νίκος Καρούσος έγραψε μία επιστολή προς τον Σπύρο Χαροκόπο ζητώντας του να τον βοηθήσει για να συγκεντρωθούν τα χρήματα: «Αγαπητέ μου Σπύρο, ευρίσκομαι αιχμάλωτος σε μία τρύπα, υποφέρω πολύ. Ευρίσκομαι μέσα στη λαιμητόμο σώσε με. Ελπίζω να φερθής καλά διότι με αγαπάς, όπως ένας διά το παιδί του. Μου ζητούν 500 χιλιάδες δραχμές διά το κεφάλι μου. Σήμερον μόνον εσύ μπορείς να μου δώσεις αυτό το ποσόν. Σε φιλώ Καρούσος» [2].
Ο Σπύρος Χαροκόπος πραγματοποίησε ανάληψη 500.000 δρχ. από την Εμπορική Τράπεζα της Λάρισας και άλλων 200.000 δρχ. από την Τράπεζα Αθηνών. Ενημέρωσε όμως τη σύζυγο του Καρούσου ότι θα έδινε στους απαγωγείς μόνο 300.000 δρχ. Πράγματι ο Χαροκόπος έδωσε στον επιστάτη Δημήτριο Τσάπανο από τη Γιάννουλη, την τσάντα με τα χρήματα και ο τελευταίος μετέβη στο χωριό Τουρσουλάρ όπου τα παρέδωσε στους απαγωγείς. Όταν ζήτησε να παραλάβει μαζί του στη Λάρισα τον Καρούσο, οι κακοποιοί τον ενημέρωσαν ότι θα τον άφηναν ελεύθερο την επόμενη ημέρα. Όμως το τραγικό τέλος του Καρούσου ήταν ήδη προδιαγεγραμμένο. Επειδή ο Καρούσος γνώριζε τον Ζάκκα και τον Νταφούλη από παλαιότερα, οι απαγωγείς φοβήθηκαν ότι μόλις ελευθερωνόταν θα τους κατέδιδε στην Αστυνομία. Την ίδια νύκτα, οι απαγωγείς τον μετέφεραν από την αποθήκη σε μία σπηλιά έξω από το χωριό (στη θέση Βουλγαρομάνδρι) όπου τον δολοφόνησαν με μία σφαίρα στο κεφάλι.
Μάταια περίμενε η σύζυγος του Καρούσου να επιστρέψει ο άνδρας της στη Λάρισα. Μετά από τέσσερις ημέρες φοβήθηκε για τη ζωή του και ενημέρωσε την Αστυνομία της πόλης. Τα νέα μαθεύτηκαν γρήγορα και η κοινωνία αναστατώθηκε. Φίλοι και γνωστοί της οικογένειας άρχισαν να τον αναζητούν στις περιοχές γύρω από τη Γούνιτσα (σημ. Αμυγδαλέα) και το Τουρσουλάρ. Παράλληλα συστάθηκαν καταδιωκτικά αποσπάσματα από την Αστυνομία που άρχισαν να αναζητούν τον απαχθέντα. Εν τούτοις το πτώμα του θα βρισκόταν μετά πάροδο αρκετών ημερών (6 Ιουλίου 1928) σε αποσύνθεση. Τη νεκροψία πραγματοποίησε στη Λάρισα ο ιατρός Ιωάννης Τριπουλάς. Ο Καρούσος κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές και τη νεκρώσιμη πομπή μέχρι το παλαιό νεκροταφείο ακολούθησαν χιλιάδες πολίτες.
Η Αστυνομία δεν άργησε να φθάσει στα ίχνη των απαγωγέων. Συνελήφθησαν αρχικά εννέα άτομα, από τα οποία πέντε προφυλακίστηκαν, ενώ αναζητούνταν ακόμα δύο άτομα στην Αθήνα. Όλοι τους είχαν συμμετάσχει, είτε ηθελημένα, είτε εν αγνοία τους στην υπόθεση. Άλλος έριξε υπνωτικό στα σκυλιά του κτήματος του Χαροκόπου για να μη γαυγίζουν τη νύκτα της απαγωγής. Άλλος προμήθευσε τα όπλα στον Ζάκκα και στον Νταφούλη. Άλλος δολοφόνησε τον άτυχο Καρούσο. Άλλος έφερε καινούργια ρούχα στα μέλη της συμμορίας μετά από τη δολοφονία. Όλοι τους όμως είχανε μοιρασθεί (ανάλογα με τη συμμετοχή τους) το ποσό των λύτρων που τους είχε καταβληθεί. Η υπόθεση εξιχνιάστηκε πλήρως μετά από την ανακάλυψη 80.000 δρχ. στην αποθήκη του Νταφούλη, αλλά και στη μαρτυρία της προφυλακισμένης συζύγου του, η οποία περιέγραψε με λεπτομέρειες τα γεγονότα της απαγωγής και της δολοφονίας του Καρούσου.
Η πολύκροτη δίκη των απαγωγέων και δολοφόνων ξεκίνησε στις 18 Δεκεμβρίου 1928 στο Κακουργιοδικείο του Βόλου [3]. Συνήγοροι πολιτικής αγωγής και υπερασπίσεως ήταν γνωστά ονόματα της Λάρισας και του Βόλου (Πιπινόπουλος, Χατζηγιάννης, Λιβανός, Μαγειρίας, Ριζόπουλος, Γαργάλας, Ναός, Μπούρας, Ζίφος, Αιγιαλείδης). Μετά από ακροαματική διαδικασία μίας εβδομάδος το δικαστήριο ανακοίνωσε την απόφαση: οι Δημήτριος Ζάκκας και Γεώργιος Νταφούλης κατηγορούμενοι για αρπαγή, εκβίαση και φόνο καταδικάστηκαν σε θάνατο. Σε θάνατο καταδικάστηκαν επίσης οι Αλ. Καρατζάς και Π. Σερβετάς που είχαν διαφύγει όμως στο εξωτερικό. Ο Νικόλαος Χασιώτης (ή Μπουρόπουλος), οικοδόμος από την Αθήνα καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, ο Αλέξανδρος Λ. Σακελλαρίου (κλητήρας του Υπουργείου των Στρατιωτικών) σε 11,5 χρόνια πρόσκαιρα δεσμά, ενώ αθωώθηκε ο Αθανάσιος Ι. Βαρσαμογιάννης (αγροφύλακας από τη Γιάννουλη).
Το ξημέρωμα της 17ης Μαΐου 1929, οι Δημήτριος Ζάκκας και Γεώργιος Νταφούλης εκτελέστηκαν με τουφεκισμό στο Κιόσκι. Πριν από την εκτέλεση οι ίδιοι παρέδωσαν και από μία επιστολή στις οικογένειές τους στις οποίες παραδόθηκαν τα πτώματα για την ταφή.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Σκριπ (Αθήνα), 23 Ιουλίου 1928.
[2]. Εμπρός (Αθήνα), φ. 11520 (19 Δεκεμβρίου 1928).
[3]. Θεσσαλία (Βόλος), φ. 9640 (18 Δεκεμβρίου 1928) και φ. 9641 (19 Δεκεμβρίου 1928).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου