σήμερα, μετά την τεράστια τεχνολογική μεταβολή που έχει συντελεστεί και η οποία επηρέασε και τα εορταστικά έθιμα. Αν υπολογίσουμε σήμερα και την επιπολάζουσα πανδημία, μια αναφορά στα παλιά έθιμα του Πάσχα θεωρούμε ότι θα μας φέρει πιο κοντά στους προπάτορές μας, τους οποίους τέτοιες ημέρες πάντα τους φέρνουμε στον νου μας. Η ανάμνηση προσώπων και πραγμάτων του παρελθόντος μοιάζει σαν γοητευτικό παραμύθι που φέρνει γνώση και συγκίνηση, καθώς οι νεότεροι πληροφορούνται γεγονότα που συνθέτουν τη νεώτερη ιστορία του τόπου που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.
Οι προετοιμασίες για τον ερχομό του Πάσχα άρχιζαν από δεκαπέντε ημέρες πριν. Τα σπίτια ήταν τότε τα περισσότερα ισόγεια ή ελαφρώς υπερυψωμένα, λίγα διώροφα και 2-3 μόνο τριώροφα. Δεν υπήρχε το σημερινό φαινόμενο με το απέραντο δάσος πολυκατοικιών που υπάρχει στην πόλη μας. Αν θυμάμαι καλά, τα ψηλότερα κτίρια που υπήρχαν ήταν το αρχοντικό του Βελλίδη στον Λόφο της Ακρόπολης, απέναντι από τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλίου, το επίσης τριώροφο Ξενοδοχείο "Πανελλήνιον" στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας και το ημιτριώροφο μέγαρο του Κωνσταντίνου Σκαλιώρα στη γωνία των σημερινών οδών Ρούσβελτ και Πατρόκλου, εκεί που στεγάζονται στρατιωτικές υπηρεσίες. Σήμερα δεν υπάρχει κανένα απ' αυτά. Ο μεγάλος σεισμός του 1941 τα πλήγωσε θανάσιμα.
Σχεδόν όλες οι μονοκατοικίες διέθεταν ελεύθερο χώρο με αυλές ανθοστόλιστες. Οι τριανταφυλλιές πλεόναζαν και καθώς αυτήν την εποχή ανθοφορούσαν, η ατμόσφαιρα πλημμύριζε με μεθυστικά αρώματα. Θα έχετε προσέξει ότι τα σημερινά τριαντάφυλλα είναι σχεδόν άοσμα, παρ' όλο που η ομορφιά τους είναι ασυναγώνιστη. Υπήρχαν επίσης τα εύοσμα γιασεμιά και οι ανθισμένες πασχαλιές, με τις οποίες στόλιζαν τον Επιτάφιο στη χρωματική παραλλαγή του ροζ και του λευκού.
Η άνοιξη, ειδικά όταν το Πάσχα έπεφτε κάπως αργά, αυτές τις ημέρες βρισκόταν στο απόγειό της. Χαρούμενο τόνο έδιναν στη φύση και τα λογής-λογής πετούμενα. Οι πελαργοί μόλις που έχουν φθάσει όταν μπαίνει η Μ. Εβδομάδα, και η παρουσία τους δίνει έναν χαρούμενο τόνο στην ανοιξιάτική ατμόσφαιρα. Κατασκήνωναν στα ψηλότερα σημεία της πόλης, στα καμπαναριά, στους κολοβωμένους από τα φυσικά φαινόμενα και την εγκατάλειψη μιναρέδες των τζαμιών και στις στέγες των ψηλών σπιτιών. Εκεί έστηναν τη φωλιά τους και οι κροταλισμοί διάνθιζαν τους ήρεμους ήχους της πόλης. Μαζί τους έφθαναν και τα χελιδόνια, τα οποία σπάθιζαν με ταχύτητα τον ορίζοντα και έστηναν τις φωλιές τους σε απάνεμα μέρη, όπως κάτω από τα μπαλκόνια και τα χαγιάτια των παλιών σπιτιών. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης θεωρούσαν ευοίωνο σημείο το στήσιμο μιας χελιδονοφωλιάς στο σπίτι τους και ποτέ δεν τολμούσαν να τη χαλάσουν, γιατί τα χελιδόνια και οι πελαργοί πίστευαν ότι είναι ιερά πουλιά, σταλμένα από τη φύση για να απαλλάξουν την ατμόσφαιρα από βλαβερά έντομα και τη γη από καταστροφικά τρωκτικά και ερπετά.
Μέσα σ’ αυτήν την ευφρόσυνη και ευωδιασμένη ατμόσφαιρα, οι νοικοκυρές άρχιζαν τις προετοιμασίες για τη μεγάλη ημέρα του Πάσχα. Πρώτη φροντίδα ήταν το ασβέστωμα των σπιτιών τους. Άσπριζαν ακόμη και τους εξωτερικούς τοίχους και τους κορμούς των δένδρων που βρίσκονταν στο πεζοδρόμιό τους και η απέραντη λευκότητα ήταν χαρά Θεού όταν συνταίριαζε με τα άλικα τριαντάφυλλα και τις ροζ πασχαλιές. Αντίθετα, τις γλάστρες που είχαν φυτεμένα λουλούδια τις χρωμάτιζαν κόκκινες, για να εναρμονίζονται με τη λαμπρότητα των εορτών. Εκτός από τη λάτρα στο εσωτερικό του σπιτιού, έπλεναν τους πλακόστρωτους διαδρόμους των αυλών, συγύριζαν τα πεζοδρόμια και καθάριζαν τον δρόμο μπροστά από το σπίτι τους.
Το Σάββατο του Λαζάρου δέχονταν πρόσχαρα τα παιδιά που έρχονταν να ψάλουν «το Λάζαρο», και με προθυμία τα πρόσφεραν μεταλίκια (πενταροδεκάρες), αυγά λευκά, κοκόσιες (καρύδια), ζαχαράτα (καραμέλες), μπιμπίλια (στραγάλια). Για τα παιδιά η ημέρα αυτή ήταν μια ανάσα χαράς και εύνοιας για τα "καλούδια" που μάζευαν και γιατί άρχιζαν οι πασχαλιάτικες σχολικές διακοπές και μπορούσαν χωρίς οικογενειακές προστριβές να επιδοθούν χωρίς περιορισμούς στο παιχνίδι.
Η επόμενη ημέρα, η Κυριακή των Βαΐων, ήταν για όλους γιορτινή ημέρα. Ο μεγάλοι, όσοι είχαν προλάβει, φορούσαν τα καινούρια ρούχα, παπούτσια ή ό,τι άλλο είχαν αγοράσει, οι μικρότεροι φορούσαν τα δώρα των αναδόχων τους. Όσοι δεν είχαν προλάβει εμφανίζονταν με τα καινούρια τη Μ. Παρασκευή το πρωί στην ακολουθία της Αποκαθήλωσης. Όλοι μαζί καθαροί οικογενειακώς πήγαιναν στην εκκλησία. Μετά τη λειτουργία έφευγαν με τα βάγια στα χέρια τους και ερχόμενοι στα σπίτια τα τοποθετούσαν στο εικονοστάσι. Από κει όλο τον χρόνο τα φύλλα των Βαΐων νοστίμευαν τα φαγητά μας. Για το μεσημβρινό φαγητό ήταν έθιμο σε όλα τα σπίτια να μαγειρεύουν ψάρι. Στα φτωχικά ο παστός μπακαλιάρος ξαρμυρισμένος, με συνοδεία σκορδαλιάς, ήταν το βασικό φαγητό, ενώ στα πλουσιότερα γεύονταν φρέσκα ψάρια από την Κάρλα ή τον Σαλαμπριά (Πηνειό).
Από την Κυριακή των Βαΐων άρχιζαν οι ακολουθίες του Νυμφίου και οι εκκλησίες πλημμύριζαν κάθε βράδυ από κόσμο. Οι νοικοκυρές περνούσαν τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας με την παρασκευή κουραμπιέδων, κουλουριών και φυσικά με τα πατροπαράδοτα πασχαλινά τσουρέκια. Αλλά και οι φτωχότεροι, που αποτελούσαν τη θλιβερή πλειοψηφία, έκαναν αιματηρές οικονομίες ώστε να μη λείψουν από το πασχαλινό τραπέζι όλα τα εύγεστα πασχαλινά γλυκά (μπακλαβάδες, γαλακτομπούρεκα, ραβανί, σαραγλί, κ. ά.).
Τη Μ. Τετάρτη οι καλοί νοικοκυραίοι ανηφόριζαν στον Λόφο να επισκεφθούν το «παζάρι της Τετάρτης». Εδώ προμηθεύονταν τα αυγά που θα έβαφαν κόκκινα την επομένη ημέρα οι γυναίκες τους, ζαρζαβατικά και φρούτα εποχής, από τα λίγα που υπήρχαν τότε για να πλουτίσουν το γιορτινό τραπέζι της Λαμπρής.
Τη Μ. Πέμπτη οι περισσότερες γυναίκες με τα παιδιά πήγαιναν στην εκκλησία της συνοικίας τους να παρακολουθήσουν τη Λειτουργία του Μ. Βασιλείου και στο τέλος να κοινωνήσουν. Ανανεωμένες και αναμάρτητες επέστρεφαν στο σπίτι για να γίνει η μεγάλη ιεροτελεστία του βαψίματος των αυγών με μεγάλη προσοχή, ώστε να πετύχει το χρώμα και να απεικονιστούν οι "πέρδικες", οι διάφορες παραστάσεις που αποτυπώνονταν πάνω στα αυγά. Το βράδυ στην ακολουθία των Δώδεκα Ευαγγελίων, όλοι οι ναοί ξεχείλιζαν από κόσμο μέχρι την περιφορά του Εσταυρωμένου μέσα στον ναό. Μετά απ' αυτό λίγοι έμεναν να ακούσουν όλα τα Ευαγγέλια, γιατί η ακολουθία ήταν πολύωρη. Και ήταν κυρίως γυναίκες, οι οποίες είχαν συγκεντρώσει λουλούδια και όλη τη νύχτα θα έμεναν άυπνες για να στολίσουν τον επιτάφιο.
Τη Μ. Παρασκευή το πρωί υπήρχε γενική αργία. Αυτή η αργία, ουσιαστικά ημιαργία, την περίοδο εκείνη ήταν ιερή, ειδικά για τους εμπόρους και τους επαγγελματίες. Όλο τον άλλο χρόνο εκτός από τις καθημερινές δούλευαν και τις Κυριακές και γιορτές, χωρίς κανένα ωράριο. Άνοιγαν τα μαγαζιά τα ξημερώματα και έκλειναν αργά το βράδυ. Μετά την Αποκαθήλωση οι καμπάνες των εκκλησιών άρχιζαν να σημαίνουν πένθιμα και δημιουργούσαν μελαγχολική ατμόσφαιρα, την οποία επέτειναν και τα παιδιά, που γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι και έψαλλαν τα πένθιμα κάλαντα: «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα». Υπήρχε ένα ωραίο έθιμο την ημέρα της Μ. Παρασκευής. Τις απογευματινές ώρες περνούσαν οι δημοσιογράφοι από όλους τους ναούς και συγκέντρωναν τα ονόματα όλων των κοριτσιών που είχαν πάρει μέρος στον στολισμό των επιταφίων (έπρεπε να ήταν ανύπαντρες). Μόλις βράδιαζε οι ναοί πλημμύριζαν από κόσμο και καλλίφωνοι νέοι έψαλλαν τα εγκώμια. Τον περισσότερο κόσμο τον συγκέντρωνε ο ναός του Αγίου Νικολάου, γιατί εκεί έψαλλε από το 1910 τα εγκώμια τετράφωνη χορωδία, την οποία διηύθυνε ο δάσκαλος Ιωάννης Πρωτοσύγκελος. Έπειτα άρχιζε η περιφορά των επιταφίων, που γινόταν όπως και σήμερα. Όλοι οι δρόμοι πλημμύριζαν από τους χείμαρρους των αναμμένων λαμπάδων που κρατούσαν άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Μετά την Αποκαθήλωση γινόταν εκείνα τα χρόνια ένα περίεργο παζάρι στον χώρο κάτω από τον Λόφο προς την πλευρά της συνοικίας Ταμπάκικα, εκεί που σήμερα έχει αναπτυχθεί χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων (parking) και στον ανοικτό χώρο του Αλκαζάρ, εκεί που γινόταν η ζωοπανήγυρη. Ήταν το παζάρι των αρνιών. Έμποροι, αλλά και ιδιώτες από πολλά κτηνοτροφικά χωριά, πωλούσαν αμνοερίφια και πολύς κόσμος αγόραζε ζωντανά τα αρνιά.
Το Μ. Σάββατο το πρωί θυμάμαι να περνούν από τις γειτονιές ειδικοί εκδορείς και να διαλαλούν την ικανότητά τους να σφάζουν τα αρνιά, με μόνη αμοιβή το δέρμα τους. Στο σπίτι μας είχαμε αρνί από το πατρικό χωριό μας και ο εκδορέας, τακτικός κάθε χρόνο, έκανε το καθήκον του, όμως οι γονείς μάς απομάκρυναν από το άγριο αυτό θέαμα. Ακολουθούσε το σούβλισμα του αρνιού και η σούβλα με το κοκορέτσι. Μέχρι το βράδυ που γινόταν η Ανάσταση ήταν όλα έτοιμα και την επομένη το πρωί, Κυριακή του Πάσχα, από τα ξημερώματα έμπαιναν οι φωτιές. Ακολουθούσε το ψήσιμο και μετά άρχιζαν οι χοροί και τα πανηγύρια της Λαμπρής.
Αγαπητοί μου Καλή Ανάσταση,
Καλό Πάσχα.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)