στην πόλη για την ανεύρεση αρχαιολογικών ευρημάτων και αναφέρει σχετικά:
"Το κυνήγι για την εντόπιση αρχαιοτήτων είναι μια σπουδαία ευκαιρία για να περιφέρομαι σε ορισμένες περιοχές, τις οποίες υπό άλλες συνθήκες δεν θα επισκεπτόμουν. Και μ' αυτό τον τρόπο βρέθηκα σε μια συνοικία νέγρων[1]. Πιο κάτω συνάντησα έναν μενδρεσέ (μουσουλμανική ιερατική σχολή), όπου μικρά παιδιά ντυμένα με πολύχρωμα ρούχα έπαιζαν και μιλούσαν δυνατά σε μια μικρή δενδροφυτευμένη αυλή, κάτω από τον ίσκιο ενός τεμένους (ήταν Ιούνιος του 1858). Εκείνο που δεν πρέπει να ξεχάσω να γράψω είναι πως μπροστά στην πόρτα του μενδρεσέ υπήρχε ένας Τούρκος πλανόδιος έμπορος που πουλούσε απίθανα γλυκά".
Την επόμενη ημέρα ο Heusey επισκέφθηκε στο κονάκι του τον διοικητή των Κοζάκων Σαδίκ πασά. Τον περιγράφει με λεπτομέρειες και εν συνεχεία είχε μια πολύωρη συνομιλία μαζί του. Φεύγοντας έκανε έναν περίπατο προς την αγορά όπου την προσοχή του τράβηξαν κάτι μεγάλα ψάθινα καπέλα τα οποία χρησιμοποιούνταν από τις χωρικές σαν προστασία από τον ήλιο τους θερινούς μήνες όταν δούλευαν στα χωράφια. Τα ονομάζουν σκιάδια γιατί μοιάζουν περισσότερο σαν ομπρέλες για τον ήλιο (αλεξήλια) παρά σαν καπέλα, κάτι παρόμοια σαν αυτά των Βεδουΐνων, και συμπληρώνει: "Για έναν απόφοιτο της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής σαν και μένα, μου θυμίζουν το περίφημο θεσσαλικό καπέλο που φορούσε η Ισμήνη στον "Οιδίποδα επί Κολωνώ" του Σοφοκλή".
Την 1η Ιουλίου ο Heuzey αναχωρεί για Τύρναβο, Δαμάσι, και σε άλλες περιοχές της Περραιβίας και μετά από 8 ημερών ταξίδι επιστρέφει στη Λάρισα όπου μένει άλλες οκτώ ημέρες. Παρακολουθούμε από τα γραπτά του τις δραστηριότητες στην πόλη μας, όπως τις περιγράφει ο ίδιος, παραλείποντας τα σημεία εκείνα που δεν έχουν κάποιο τοπικό ενδιαφέρον. Γράφει λοιπόν ο Leon Heuzey:
"Έπειτα από απουσία οκτώ ημερών, η πρώτη μου δουλειά μόλις έφθασα στη Λάρισα ήταν να επισκεφθώ τον φίλο μου Χουσνή πασά[2]. Μου περιέγραψε μια πρόσφατη υπόθεση η οποία τον τιμά ιδιαίτερα για την αμεροληψία του. Συγκεκριμένα στη μικρή πόλη Καρδίτσα εναντιώθηκε με σθένος στις απαιτήσεις των Τούρκων μπέηδων της περιοχής, οι οποίοι ήθελαν να εμποδίσουν με κάθε θυσία να κτίσουν οι Έλληνες ένα σχολείο. [...]
Κατά τη διάρκεια της πρώτης παραμονής μου στη Λάρισα δεν είχα τον χρόνο να επισκεφθώ τον αρχιεπίσκοπο[3]. Το κτίριο όπου στεγάζεται είναι μια απλή ισόγεια κατοικία χωρίς να έχει κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Τα σεβαστά εκκλησιαστικά αξιώματα στην ελληνική (ορθόδοξη) εκκλησία αναλάμβαναν κυρίως απλοί ρακένδυτοι ιερείς. Μου φάνηκε πολύ περίεργο το γεγονός να ακούω τον ίδιο τον προκαθήμενο της τοπικής εκκλησίας να εγκωμιάζει τον Χουσνή πασά. Κατά τις συνεχείς και αναρίθμητες διενέξεις ανάμεσα στους Τούρκους μπέηδες και στους χωρικούς που δούλευαν στα τσιφλίκια τους, σχεδόν πάντα ο διοικητής αυτός αποφάσιζε υπέρ των χωρικών, ακόμα και στην περίπτωση του Χασάν Τουραχάν Ζαδέ, ο οποίος είχε τη μεγαλύτερη ισχύ στην περιοχή της Λάρισας. Ο Χουσνή πασάς συνήθιζε να λέει στους ομοθρήσκους του: "Μην τους αποκαλείται ραγιάδες. Είναι και αυτοί υπήκοοι του σουλτάνου, όπως και σεις. Αν πρέπει να θεωρούμαστε καλοί μουσουλμάνοι πρέπει να τους αγαπάμε και να τους προστατεύουμε, αφού ο Μωάμεθ δήλωνε ότι τους είχε μέσα στην καρδιά του. Αν αυτό δεν είναι γραμμένο μέσα στο Κοράνι, εγώ να μην αποθάνω Τούρκος". Λόγια σπουδαίας σημασίας βγαλμένα από το στόμα ενός αξιωματούχου μουσουλμάνου. Χωρίς καμιά αμφιβολία ο αρχιεπίσκοπος είναι πολύ ικανοποιημένος απ' αυτή την κατάσταση, την οποία όπως είναι φυσικό βλέπει από μια ιδιαίτερη πλευρά. Αυτό που τον ικανοποιεί είναι πως με τον τρόπο αυτό η ισχύς των μπέηδων αποδυναμώνεται σε μεγάλο βαθμό και "δεν αξίζουν ούτε έναν παρά" κατά τη γνώμη του. [...].
Μια ξαφνική αδιαθεσία, προφανώς λόγω των συνεχών περιοδειών μου με άλογα, με ανάγκασε να μείνω μερικές ημέρες ξαπλωμένος, πριν αρχίσω ξανά τα ταξίδια μου. Βρήκα λοιπόν την ευκαιρία να μελετήσω το μεγάλο κατάστιχο, τον Κώδικα της Μητροπόλεως Λαρίσης [4], ο οποίος μου παραχωρήθηκε με προθυμία από τον αρχιεπίσκοπο και αντέγραψα μερικές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την εκκλησιαστική ιστορία της περιοχής. Ο αρχιεπίσκοπος φέρει επίσημα τον τίτλο του "Σεβασμιωτάτου και Πανιερωτάτου μητροπολίτου Λαρίσσης και Τρίκκης, υπερτίμου και εξάρχου Δευτέρας Θετταλίας και πάσης Ελλάδος". Η παλαιά πόλη Τρίκκη (τα σημερινά Τρίκαλα) υπάγονταν κατευθείαν στην εξουσία του μητροπολίτη Λαρίσης και βρισκόταν πάνω από τις υπόλοιπες επισκοπές, οι οποίες είναι της Δημητριάδος (Βόλου), των Θαυμακών (Δομοκού), του Γαρδικίου (Ζάρκου), των δύο νήσων Σκιάθου και Σκοπέλου, του Ζητουνίου (Λαμία), του Ραδοβισδίου, του Λιδωρικίου, του Λιτζάς και Αγράφων.
Σε ένα έγγραφο του έτους 1686 που περιέχεται στον Κώδικα αρ. 1472, ο αρχιεπίσκοπος Λαρίσης προσθέτει στον τίτλο του και αυτόν του επισκόπου Τρίκκης[5] και μάλιστα λαμβάνει μέρος στην εκλογή ενός επισκόπου Σταγών (Καλαμπάκας). [...] Η εκλογή των επισκόπων βασίζονταν κυρίως στην ψήφο των συναδέλφων τους που συγκεντρώνονταν, υπό την προεδρία του μητροπολίτη Λαρίσης πότε στο ναό του Αγίου Αχιλλίου στη Λάρισα, πότε και στο ναό του Προδρόμου Ιωάννου στον Τύρναβο (καθώς και στο ναό του Αγ. Στεφάνου στα Τρίκαλα)".
Στη συνέχεια ο Heuzey αναφέρει και άλλα έγγραφα του Κώδικα, το περιεχόμενο των οποίων του προξένησαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Με την καταγραφή των εντυπώσεων του περιηγητή από τη μελέτη του Κώδικα που έκανε, διαπιστώνουμε ότι το ιστορικό αυτό κείμενο βρισκόταν ακόμα το 1858 στα γραφεία της Μητροπόλεως Λαρίσης, ενώ από χρόνια τώρα βρίσκεται πλέον στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Την επομένη αρχίζει τις προετοιμασίες του για την αναχώρηση, μειώνει το προσωπικό της συνοδείας του και με αυτή την ακολουθία παίρνει τον δρόμο προς το βορειοδυτικό τμήμα της Θεσσαλίας. Θέλει να περιηγηθεί στα ξακουστά μοναστήρια των Μετεώρων, να επισκεφθεί περιοχές της Πίνδου και απ’ εκεί να περάσει στην Ήπειρο.
--------------------------
[1]. Και άλλοι ξένοι περιηγητές αναφέρουν την παρουσία νέγρων στη Λάρισα. Την περίοδο εκείνη η Λάρισα ήταν μια πόλη πολυφυλετική, αφού εκτός από μουσουλμάνους και χριστιανούς διέθετε μεγάλη κοινότητα εβραίων, αρκετούς τσιγγάνους και φυσικά νέγρους. Μάλιστα η πολυφυλετικότητα αυτή αποτυπώθηκε θαυμάσια στο χαρακτικό του Πρώσσου διπλωμάτη Jacob Bartholdy (1779-1825) με τον τίτλο "Bazar de Larisse", όταν επισκέφθηκε το 1803 με τον αυστριακό χαράκτη G. Gropius την πόλη και ενσωματώθηκε στο βιβλίο του "Voyage en Grèce fait dans les années 1803 et 1804. Paris.
[2]. Πρέπει να τονίσουμε ότι ο Χουσνή πασάς δεν έχει καμία σχέση με τον Χουσνή μπέη, ο οποίος ήταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού όπου κατέλυσε ο βασιλέας Γεώργιος Α’ όταν ήλθε για πρώτη φορά στη Λάρισα του αρχές Οκτωβρίου του 1881, αμέσως μετά την απελευθέρωση του Θεσσαλίας. Μάλιστα πριν φύγει το αγόρασε από τον Τούρκο μπέη.
[3]. Όλοι οι ξένοι επισκέπτες στα οδοιπορικά τους αναφέρουν τον εκάστοτε μητροπολίτη της Λάρισας ως αρχιεπίσκοπο, προφανώς επηρεασμένοι από τη δική τους ορολογία archbishop στα αγγλικά και archeveque στα γαλλικά. Στην Ελλάδα ως γνωστόν αρχιεπίσκοπος είναι ο πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, δηλ. ο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Την περίοδο εκείνη μητροπολίτης Λαρίσης ήταν ο Στέφανος Β' ο Κυδωνιεύς (1853-1870). Στις 16 Νοεμβρίου του 1853 χειροτονήθηκε αρχιερέας από τον πατριάρχη Άνθιμο στον πατριαρχικό ναό του Αγ. Γεωργίου και στις 2 Απριλίου 1854 έφθασε στη Λάρισα όπου ενθρονίστηκε.
[4]. Πρόκειται για τον γνωστό Κώδικα της Μητροπόλεως Λαρίσης αρ. 1472, ο οποίος σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη στην Αθήνα και περιέχει εκκλησιαστικές πράξεις της εν λόγω Μητροπόλεως, οι οποίες καλύπτουν το χρονικό διάστημα 1547 έως 1868. Πλην αυτού υπάρχει στην ίδια Βιβλιοθήκη και ο Κώδικας της Επισκοπής Τρίκκης αρ. 1471 ο οποίος καλύπτει την περίοδο 1688 έως 1857. Ο πρώτος Κώδικας (1472) εκδόθηκε το 2009 αυτοτελώς σε βιβλίο από τον ιστορικό των Τρικάλων Δημήτριο Καλούσιο, σε συνεργασία με το περιοδικό "Θεσσαλικό Ημερολόγιο" του Κώστα Σπανού. Αποτελεί ένα από τα λίγα γραπτά ιστορικά τεκμήρια το οποίο διασώθηκε από την τουρκοκρατία μέχρι τις ημέρες μας και αποτελεί σπουδαία πηγή πληροφοριών για την περιοχή μας.
[5]. Λίγοι γνωρίζουν ότι κοντά στα μέσα του 14ου αιώνα, λόγω επιδρομών και διώξεων η Λάρισα έμεινε μια πόλη χωρίς Χριστιανούς και αναγκαστικά η έδρα της Μητροπόλεως μεταφέρθηκε στα Τρίκαλα. Οι επισκέψεις του μητροπολίτη στη Λάρισα και τον Τύρναβο ήταν αραιές. Τότε ήταν που έλαβε τον τίτλο Λαρίσης και Τρίκκης, καθώς κατείχε και την έδρα της επισκοπής Τρίκκης. Το 1739, έπειτα από τέσσερις αιώνες επέστρεψε η έδρα της Μητροπόλεως ξανά στη Λάρισα. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος Γ’ με συνοδικό πατριαρχικό γράμμα του, επανασύστησε την Επισκοπή Τρίκκης. Από τότε η Λάρισα είναι η έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)