Το σχεδίασε ο Γερμανός περιηγητής Κ. J. (αγνοούμε τα πλήρη στοιχεία του) και στην κάτω αριστερή γωνία, μαζί με τα αρχικά του διακρίνεται και η επιγραφή Larissa 1927. Το σχέδιο αυτό ο ζωγράφος το δώρισε μεταπολεμικά στον Φιλόλαο Τλούπα, ο οποίος ζούσε μόνιμα στο Παρίσι. Όταν κάποια στιγμή ο αδελφός του Τάκης Τλούπας βρέθηκε στο Παρίσι, είδε το σχέδιο, το φωτογράφισε και αντίγραφό του σήμερα υπάρχει στη συλλογή του γιατρού Τάσου Πουλτσάκη[1].
Τα Ταμπάκικα είναι η συνοικία της Λάρισας, η οποία απέβαλε την τουρκική ονομασία της τελευταία απ’ όλες τις άλλες[2]. Ταμπάκ στην τουρκική γλώσσα σημαίνει δέρμα, η συνοικία επίσημα ονομαζόταν Ταμπάκχανε μαχαλεσί, δηλαδή η συνοικία των βυρσοδεψείων και μεταξύ των χριστιανών απλοποιήθηκε στον προφορικό λόγο σε Ταμπάχανα[3]. Ταμπάκηδες ονομάζονταν τότε οι βυρσοδέψες, δηλαδή τα άτομα τα οποία κατεργάζονταν τα δέρματα.
Η περιοχή της Λάρισας διατηρούσε ανέκαθεν ανεπτυγμένη κτηνοτροφία ιδίως στις ορεινές περιοχές, επομένως η παρουσία εργαστηρίων κατεργασίας των δερμάτων ήταν επιβεβλημένη. Τα βυρσοδεψεία αυτά αναπτύσσονταν σε περιοχές όπου ήταν όχι μόνον εφικτή η πρόσβαση σε πλούσια παροχή νερού, αλλά και σε απομακρυσμένα σημεία των οικισμών, γιατί ανάδιδαν δυσάρεστη οσμή. Τις προϋποθέσεις αυτές εκπλήρωνε για τη Λάρισα η συνοικία Ταμπάκικα. Αν παρατηρήσει κανείς τον χάρτη της Λάρισας στην περιοχή αυτή, θα διαπιστώσει ότι η συνοικία οριοθετούνταν κατά τα 3/4 από την καμπύλη πορεία του Πηνειού, ενώ στα νότια υπήρχε ο λόφος του Φρουρίου. Σήμερα ειδικά που ολόκληρη αυτή η περιοχή έχει οικοδομηθεί, ο οικισμός βρίσκεται ουσιαστικά στη μεγάλη αγκαλιά του Πηνειού.
Όπως αναφέρει ο Δημήτριος Τσοποτός, ταμπάκηδες υπήρχαν στη Λάρισα από την περίοδο της πρώιμης τουρκοκρατίας: «Αναφέρονται εν τοις αφιερωτηρίοις γράμμασι του Τουρχάν βέη και του υιού αυτού Ομέρ βέη, μάγειροι ... βυρσοδέψαι ... κατέχοντες υπό ενοίκιον πολυάριθμα Μαγαζεία κείμενα εν Λαρίσση...»[4].
Ο ιστορικός της Λάρισας Επαμεινώνδας Φαρμακίδης διέσωσε ενθύμηση του 1729 του ιερομονάχου Ιουστίνου Αγιοταφίτου, η οποία εντοπίζει τον χώρο των βυρσοδεψείων στην πόλη μας: «Ενθύμησις όταν εκατέβασεν η Σαλαμπριά και έπνιξε την Λάρισα, τον Πέρα Μαχαλάν, των Ταπακίδων Μαχαλά, και Αρναούτ Μαχαλά και άλλα χωρία...»[5]. Οι συνοικίες αυτές, κτισμένες στις όχθες του Πηνειού, πλημμύριζαν σε κάθε υπερχείλιση του ποταμού, όταν καταρρακτώδεις βροχές έπλητταν τη Θεσσαλία πριν γίνουν τα προστατευτικά αναχώματα.
Αναφορά στον μαχαλά των Ταμπάκηδων της Λάρισας έχουμε και σε ένα χειρόγραφο του 18ου αιώνα από τη Μονή Μεταμορφώσεως στα Μετέωρα, όπου αναφέρεται ότι οι κάτοικοί του πρόσφεραν «... άσπρα νε’ (55) μαχαλάς Ταμπάκηδες»[6] για τις ανάγκες της μονής.
Μερικά από τα ιστορικά δεδομένα που αναφέρθηκαν, καθώς και η διατήρηση της ονομασίας της περιοχής ως Ταμπάκικα μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, μας πείθουν ότι η θέση των εργαστηρίων βυρσοδεψίας δεν άλλαξε σ’ όλο αυτό το μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η εργασία ξεκινούσε με το εμβάπτισμα μέσα στα νερά του Πηνειού των δερμάτων των ζώων για ένα 24ωρο, ώστε να φουσκώσουν. Ακολουθούσε το καθάρισμα του υποδόριου ιστού με ειδικά μαχαίρια και προχωρούσαν στο ασβέστωμα, που σκοπό είχε να απαλλάξει το δέρμα από το τρίχωμα. Κατόπιν άρχιζε η κατεργασία της δέψης. Δεψικές ύλες υπήρχαν πολλές, ανάλογα με τη χλωρίδα του τόπου. Τα εργαστήρια της Λάρισας χρησιμοποιούσαν αλεσμένο τον εξωτερικό φλοιό του βαλανιδιού, μαζί με φλούδες πεύκου. Τοποθετούσαν τα δέρμα σε γούρνες που περιείχαν διαλύματα των δεψικών υλών. Η διαδικασία αυτή κρατούσε μήνες. Όταν ολοκληρωνόταν η δέψη, έβγαζαν τα δέρματα από τη γούρνα, τα έπλεναν και τα άπλωναν για να στεγνώσουν στη σκιά και στη συνέχεια τα γυάλιζαν με ειδικό τρόπο. Με τη διαδικασία αυτήν τα δέρματα μετατρέπονταν σε κατεργασμένα πλέον, ικανά για επαγγελματική χρήση. Κάθε ταμπάκικο, εκτός από εργαστήριο κατεργασίας, ήταν και κατάστημα εμπορίου, όπου πωλούσε τα κατεργασμένα δέρματα στους διάφορους επαγγελματίες (υποδηματοποιούς, κ.λπ.).
Φωτογραφία του 1900 περίπου σε επιστολικό δελτάριο της Ελληνικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας απεικονίζει τα Ταμπάκικα από το ύψος του Φρουρίου. Παράλληλα με τον δρόμο, ο οποίος αντιστοιχεί στη σημερινή οδό Γεωργιάδου, διακρίνονται τα βυρσοδεψεία με τα μεγάλα ανοίγματα, για το αέρισμα των δερμάτων[7].
Όπως λοιπόν διαπιστώνεται, ιστορικά τα Ταμπάκικα διατήρησαν τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής βιοτεχνικής απασχόλησης των κατοίκων της από τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή μας, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Μετά το 1925 έμειναν μόνον τρία βυρσοδεψεία, τα οποία ουσιαστικά υπολειτουργούσαν και το τελευταίο ταμπάκικο της Λάρισας έκλεισε το 1960[8].
[1]. Το χαρακτικό αυτό έχει πολλές ομοιότητες με την προπολεμική φωτογραφία που δημοσιεύθηκε στο βιβλίο «Λάρισα. Εικόνες του χθες» με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και κείμενο του δημοσιογράφου Νίκου Νάκου, έκδοση του 2003 από τη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας- Μουσείο Γ. Κατσίγρα, στη σελ. 73.
[2]. Γνωρίζουμε λίγο-πολύ τις συνοικίες της τουρκοκρατούμενης Λάρισας (Αρναούτ, Σουφλάρ, Καραγάτς, Τρανός, Παράσχου, κ.λπ.). Όμως μετά την απελευθέρωση σύντομα απέβαλαν όλες την παλαιά ονομασία τους και οι περισσότερες συνοικίες πήραν το όνομα του ναού της περιοχής τους (συνοικία Αγ. Αθανασίου, 40 Μαρτύρων, Αγ. Κωνσταντίνου, Αγ. Αχιλλίου, Αγ. Νικολάου, κ.λπ.).
[3]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα, από των μυθολογικών χρόνων μέχρι της προσαρτήσεως αυτής εις την Ελλάδα (1881), Βόλος (1926). Στον ενσωματωμένο πολύπτυχο χάρτη του 1880 η συνοικία καταγράφεται ως Ταμπάχανα, ενώ βορειότερα, προς την καμπύλη του Πηνειού, αναφέρεται η περιοχή «Άμπελοι» λόγω της καλλιέργειας αμπέλων. Προφανώς το όνομα της περιοχής αυτής έδωσε μεταπολεμικά τη σημερινή ονομασία της συνοικίας Αμπελόκηποι.
[4]. Τσοποτός Δημήτριος, Γη και Γεωργοί της Θεσσαλίας, Βόλος (1912) σελ. 30. Ο Δημήτριος Τσοποτός (1860-1939) γεννήθηκε στην Πορταριά. Σπούδασε Γεωπονική σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και όταν αποφοίτησε το 1882 επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε τη διεύθυνση των μεγάλων θεσσαλικών αγροκτημάτων που είχε ο πατέρας του στο Νεμπεγλέρ, τη σημερινή Νίκαια. Είχε όμως έφεση στις ιστορικές έρευνες και αναδείχθηκε σε διακεκριμένη πνευματική φυσιογνωμία του Βόλου. Υπήρξε συγγραφέας πολλών ιστορικών και γεωπονικών βιβλίων και μονογραφιών.
[5]. Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, ο. π. σελ. 206, υποσημ. 2.
[6]. Σπανός Κώστας, Ένα μετεωρίτικο χειρόγραφο του 18ου αιώνα, περ. Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τόμ 8ος, σελ. 26. Το άσπρο ήταν νομισματική μονάδα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μικρής αξίας την περίοδο εκείνη (18ος αι.).
[7]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Τα Ταμπάκικα. Η συνοικία των Αμπελοκήπων, εφ. Ελευθερία, Λάρισα, φύλλο της 4ης Ιανουαρίου 2015, όπου και η σχετική φωτογραφία.
[8]. Γουργιώτη Λένα, Τα Καζαντζήδικα και τα Ταμπάκικα της Λάρισας, Πρακτικά του Α’ Ιστορικού-Αρχαιολογικού Συνεδρίου «Λάρισα. Παρελθόν και Μέλλον», 26-28 Απριλίου 1985, Λάρισα (1985) σελ. 411-416.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com