της πόλης, σπαταλώντας όλα τα χρήματα που είχε. Κατόπιν κατόρθωσε να αποσπάσει από συγγενή του σημαντικό ποσό, ρευστοποίησε και τα τελευταία υπολείμματα της περιουσίας που είχε κληρονομήσει και ξαναπήρε τον δρόμο προς την Ευρώπη. Στο Μόντε Κάρλο γνώριζε έναν Πολωνό μαθηματικό και προθυμοποιήθηκε να τον χρηματοδοτήσει, καθώς ο τελευταίος ισχυριζόταν ότι είχε ανακαλύψει μαθηματική μέθοδο με την οποία είχαν την πιθανότητα 99% να κερδίζουν στα διάφορα παιχνίδια στο καζίνο. Τώρα του δινόταν η δυνατότητα με τη μέθοδο του Πολωνού φίλου του να αποκομίσει τεράστια κέρδη και να πλουτίσει παίζοντας στα τυχερά παιχνίδια. Αλλά φυσικά μέσα σε σύντομο χρονικά διάστημα έχασε όλα τα χρήματά του, αφού όπως ήταν φυσικό, η μαθηματική μέθοδος του φίλου του αποδείχτηκε ατελέσφορη.
Όταν τα χρήματα τελείωσαν εγκατέλειψε το Μόντε Κάρλο και κατά το 1929 βρέθηκε στη Μασσαλία. Εκεί τριγυρνούσε στην πόλη και ζούσε με φιλανθρωπίες κυρίως Ελλήνων ναυτικών οι οποίοι προσέγγιζαν στο μεγάλο λιμάνι της Γαλλίας. Οι νομικές του ικανότητες και η άριστη γνώση της Γαλλικής γλώσσας τον βοήθησαν να προσεγγίσει τον Έλληνα καπετάνιο κάποιου πλοίου που είχε πρόβλημα να ξεφορτώσει τα εμπορεύματά του. Ο Σχοινάς προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει. Ο καπετάνιος πείστηκε και του πρόσφερε προμήθεια 10% για τη βοήθειά του. Τελικά όμως δεν κατόρθωσε να φέρει εις πέρας το έργο που ανέλαβε και εξαφανίστηκε από τη Μασσαλία[2].
Κάποια στιγμή αναγκάστηκε να πάρει τον δρόμο της επιστροφής στη Λάρισα, για να ανεφοδιαστεί με χρήματα από συγγενείς και γνωστούς του. Όμως τώρα συνάντησε επίμονη άρνηση από όλους. Αναγκάστηκε να βάλει και τον μητροπολίτη Αρσένιο να μεσολαβήσει στον γαμπρό του για να του δώσει ορισμένα χρήματα, ισχυριζόμενος ότι είχε να λαμβάνει υπόλοιπο από την πατρική κληρονομιά. Όμως τελικά δεν τα κατάφερε, καθώς η ίδια απαίτηση είχε προηγηθεί και άλλες φορές και δεν μπορούσε να συνεχίζεται η οικονομική ενίσχυσή του επ' άπειρον.
Κατόπιν αυτού αναγκάστηκε να παραμείνει στη Λάρισα και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα διέμενε στο ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος» του Ηλία Κολέσκα, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Σκαρλάτου Σούτσου και Γεωργάκη Ολυμπίου, απέναντι από την Ισραηλιτική Συναγωγή[3]. Ο ιδιοκτήτης που τον γνώριζε του πρόσφερε δωρεάν ένα δωμάτιο στο υπόγειο του ξενοδοχείου. Για να επιβιώσει αναγκάστηκε να επισκεφθεί φίλους και γνωστούς από τους οποίους ζήτησε βοήθεια. Γνώριζε ότι δεν θα του την αρνηθούν και μάλιστα καθόρισε και την εβδομαδιαία χρηματική συνεισφορά καθενός. Περιττό να λεχθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού το «κατέθετε» στη Λαρισαϊκή Λέσχη του Ξυραδάκη η οποία ήταν και χαρτοπαικτική λέσχη. Βρισκόταν επί της οδού Κούμα, στον επάνω όροφο διώροφου κτιρίου δίπλα από το παλιό καφενείο «Παράδεισος», που είχε μετατραπεί εν τω μεταξύ σε εστιατόριο με την ονομασία «Αβέρωφ»[4]. Κάποιες φορές πήγαινε με φίλους του στο μοναδικό καμπαρέ της Λάρισας την περίοδο εκείνη του Μήτσου Αγραφιώτη το οποίο βρισκόταν στη οδό Απόλλωνος. Ο Σχοινάς, που συν τοις άλλοις ήταν και καλλίφωνος, τραγουδούσε καντάδες, μέχρι και άριες από όπερες. Στο διάστημα αυτό ευτράπελο ήταν και το γεγονός των διαρρήξεων που έκανε στο εστιατόριο «Αβέρωφ» τις νυκτερινές ώρες, με σκοπό να σιτίζεται. Κάποιο βράδυ παραφύλαξαν κρυμμένοι στο εστιατόριο ο ιδιοκτήτης μαζί με έναν χωροφύλακα και τον έπιασαν την ώρα που έτρωγε. Τελικά επειδή ήταν από γνωστή οικογένεια της Λάρισας συγχωρέθηκε η πράξη του.
Μετά από το γεγονός αυτό τα ίχνη του Βασ. Σχοινά χάθηκαν και ξαφνικά εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της κατοχής. Ο Κώστας Περραιβός που τον έζησε από κοντά όλο το διάστημα που βρισκόταν στη Λάρισα, μας αναφέρει ότι τον προσέλαβε στην επιχείρησή του ο βιβλιοπώλης Δημήτριος Ζάγουρας, ο οποίος προσπάθησε να αξιοποιήσει την ευχέρεια που είχε στις ξένες γλώσσες και ιδιαίτερα στη γερμανική και την ιταλική. Τοποθέτησε σε μια γωνιά στο κατάστημά του τραπέζι και καρέκλα και τον έβαλε να συντάσσει διάφορα έγγραφα (αναφορές, αιτήσεις, κλπ.) στις αρχές κατοχής. Την περίοδο εκείνη για λόγους ασφάλειας, η μετακίνηση εκτός Λαρίσης ήταν απαγορευμένη και επιτρεπόταν μόνον κατόπιν ειδικής έγκρισης. Δηλαδή έπρεπε προηγουμένως να υποβληθεί προς τις κατοχικές υπηρεσίες αίτημα γραμμένο στη γλώσσα τους, ώστε να εκδώσουν ειδική άδεια μετακίνησης για διάφορες εργασίες έξω από την πόλη.[5]. Αρχικά η αμοιβή του Σχοινά για τη συγκεκριμένη εργασία ήταν χρηματική, αλλά όταν ο πληθωρισμός άρχισε να καλπάζει μετατράπηκε σε είδος. Τη χρονική αυτή στιγμή συνεργάστηκε με τον Ιούλιο Βιανέλλι[6] και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του, όπου συνέχισε τη ίδια δουλειά, δίνοντας συγχρόνως το δικαίωμα στον Βιανέλλι να τον συστήνει ως ιδιαίτερο γραμματέα του.
Όταν τον Σεπτέμβριο του 1943 κατέρρευσαν οι Ιταλοί και οι ιταλοκρατούμενες περιοχές περιήλθαν υπό τον έλεγχο της Γερμανίας, ο Σχοινάς άρχισε να συνεργάζεται με τους Γερμανούς ως διερμηνέας στην Γκεστάπο. Αυτή η συνεργασία του με τη γερμανική αστυνομία τον αποξένωσε από γνωστούς και φίλους, καθώς εκτός των άλλων θεωρήθηκε συνένοχος και για συλλήψεις και εκτελέσεις Ελλήνων πατριωτών. Γι' αυτό όταν οι Γερμανοί άρχισαν να αποχωρούν από την Ελλάδα τους ακολούθησε, όπως και ο Βιανέλλι. Από το «Ημερολόγιο φυγής» του Βιανέλλι[7] διαβάζουμε: «... Οι φίλοι μου προ εβδομάδος μου είχαν πει να φύγω, με παν μέσον να εγκαταλείψω την Λάρισαν ... «διότι η ενταύθα παραμονή σου θα είναι και ο θάνατός σου. Σε έχουν στον κατάλογον των εκτελέσεων και δεν θα γλυτώσεις από τους κομμουνιστάς διότι τους κατέτρεχες φυσικά αφού ανέχθης να συνεργασθής μετά του κ. Βασιλ. Σχινά δικηγόρου και άλλους εθνικιστάς εκ Λαρίσης». Συμβουλεύθηκα τους κουμπάρους μου και άλλους φίλους ... «Είσαι Ιταλός τέως πρόξενος αναμειχθείς στας Ελληνικάς υποθέσεις, συνεργάσθηκες ... τελευταίως ως Εθνικιστής μετά του πολιτικού Συλλόγου του Βασ. Σχινά, δεν σε σώζει ούτε ο Θεός. Είσαι προδιαγραμμένος».
Ο Σχοινάς επέζησε μετά τη κατάρρευση της Γερμανίας. Κανείς δεν γνωρίζει πού και πώς έζησε αυτό το διάστημα. Στην Ελλάδα το δικαστήριο των δωσίλογων τον καταδίκασε ερήμην εις θάνατον. Μετά το 1946 εμφανίστηκε στη Λάρισα, συνελήφθη, φυλακίστηκε και ζήτησε αναθεώρηση της δίκης του, κατά την οποία καταδικάστηκε σε ισόβια. Εν τω μεταξύ όμως εφαρμόστηκαν τα μέτρα επιείκειας και κάποια στιγμή αποφυλακίστηκε. Όμως δεν έζησε για πολύ γιατί προσβλήθηκε από ανίατη ασθένεια και το 1952 πέθανε μόνος και αβοήθητος. Ένας άνθρωπος με κοφτερό μυαλό και οικονομική αυτάρκεια πέρασε μια πολυτάραχη ζωή και είχε ένα τραγικό τέλος...
-------------------------------
[1]. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κάνουμε δύο διορθώσεις. Πρώτον ότι οι τρεις καταδικασθέντες εις θάνατον ήταν ο Διονύσιος Δρακάτος, ο Γεώργιος Ζαριφόπουλος και ο Αριστείδης Αϊδινλής και όχι ο Απ. Φαρδέλος όπως αναφέραμε στο προηγούμενο σημείωμά μας. Ο τελευταίος καταδικάστηκε σε ισόβια. Υπήρχαν εν τω μεταξύ και άλλοι κατηγορούμενοι οι οποίοι καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές. Δεύτερον ότι ο τόπος απαγχονισμού ήταν το Γουδί και όχι η πλατεία Συντάγματος όπως αναφέρθηκε. Τα στοιχεία αυτά αντλήθηκαν από την εφημερίδα των Αθηνών «Εμπρός» αυτής της περιόδου, τα οποία είχε την καλοσύνη να μου τα προσκομίσει ο Αχιλλέας Καλτσάς, μέλος της Φωτοθήκης Λάρισας, τον οποίο και ευχαριστώ.
[2]. Τα περιστατικά αυτά και πολλά άλλα τα εξομολογήθηκε ο Σχοινάς στον δημοσιογράφο Κώστα Περραιβό, όταν το καλοκαίρι του 1930 που βρισκόταν στη Λάρισα τον γνώρισε από κοντά. Κάθε βράδυ συναντιόντουσαν και του περιέγραφε επεισόδια απ' την πολυτάραχη και μυθιστορηματική ζωή του. Τώρα, κατά πόσον αυτά αληθεύουν στην ολότητά τους, αυτό επαφίεται στην αντικειμενικότητα του αφηγητή.
[3]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ξενοδοχείον Μ. Αλέξανδρος, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 31ης Ιουλίου 2016.
[4]. Από τον σεισμό του 1941 τα δύο αυτά κτίσματα σχεδόν ισοπεδώθηκαν και μεταπολεμικά στη θέση τους κτίστηκε ο κινηματογράφος «Ορφεύς».
[5]. Τέτοιες άδειες σώζονται μέχρι σήμερα και μάλιστα αποτελούν συλλεκτικό είδος.
[6]. Με την κήρυξη του πολέμου με την Ιταλία στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Ιούλιος Βιανέλλι, ως υποπρόξενος της Ιταλίας όπως εμφανιζόταν, εξαφανίστηκε από τη Λάρισα. Έκανε πάλι την εμφάνισή του όταν το καλοκαίρι του 1941 οι Ιταλοί αντικατέστησαν τους Γερμανούς στην περιοχή μας.
[7]. Ο Βιανέλλι έφυγε από τη Λάρισα στις 27 Σεπτεμβρίου του 1944, ένα σχεδόν μήνα πριν από την απελευθέρωσή της στις 23 Οκτωβρίου. Τη διαδρομή του από την ημέρα που εγκατέλειψε την πόλη μέχρι την εγκατάστασή του στην Ιταλία, η οποία κράτησε πολλές ημέρες, την κατέγραψε σε πολυσέλιδο και λίαν κατατοπιστικό ημερολόγιο στα ελληνικά. Το ημερολόγιο αυτό σήμερα βρίσκεται στην κατοχή του εγγονού του στην Ιταλία. Ευχαριστώ τον Γιώργο Γραβάνη, μέλος της Φωτοθήκης για την δύσκολη μεταγραφή του Ημερολογίου του Βιανέλλι.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)