«Σας στέλλω σήμερον το τελευταίον γράμμα εκ Λαρίσσης. Πριν ή αναχωρήσω εντεύθεν έπρεπε να ρίψω εν βλέμμα επί της οικονομικής καταστάσεως και προαγωγής της μεγάλης Θεσσαλικής πρωτευούσης, ίνα έχητε πλήρη την εικόνα αυτής και μάλιστα μετά τας καταστροφάς του πολέμου [= 1897]. Ο Τύρναβος μετά τινών χωρίων αυτού, η Λάρισσα, τα πεδινά χωρία της πεδιάδος Λαρίσσης και όλη καθόλου η γραμμή δι’ ής διήλθεν ο τουρκικός στρατός κατά τας πρώτας ημέρας της εισβολής αυτού, υπέστη σημαντικάς καταστροφάς. Η δε Λάρισσα ειδικώς εδοκίμασε διττώς [= δύο φορές] την καταστροφήν ταύτην, καθόσον μετά την απαισίαν εκείνην νύκτα του πανικού αφεθείσα έρημος τελείως και ανυπεράσπιστος, την πρώτην λεηλασίαν υπέστη εκ μέρους των σταυραετών και των ελευθερωθέντων καταδίκων, την δε δευτέραν υπό των εισελασάντων Τούρκων, οι οποίοι έχοντες βοηθούς τους Γκέκιδες, συνεπλήρωσαν ταύτην.
Τοιαύται λοιπόν καταστροφαί δεν είναι εύκολον να συμπληρωθώσιν εις διάστημα ενός έτους λαμβανομένου υπ’ όψιν, ότι οι ατυχείς έμποροι και οι άλλοι νοικοκυραίοι Λαρισσαίοι ουδεμίαν παρ’ ουδενός ανακούφισιν εύρον, αφού και τους τόκους των χρημάτων, τα οποία δεν εχρησιμοποίησαν κατά το διάστημα της κατοχής [= 1897-1898], υποχρεούνται άνευ ουδεμιάς συγκαταβάσεως να πληρώσωσι.
Τι δε τόκους νομίζετε; Τόκους χειροτέρους και εκείνων ακόμη τους οποίους πληρώνωσιν οι μορτίται [2], τόκους βαρυτάτους ανερχομένους εις 50 ή 60%. Διά τούτο ανέμενον πάντες ενταύθα το δάνειον και την βροχήν, η οποία οπωσδήποτε τους ενεθάρρυνε και τους ανεζωογόνησε […]. Ατυχεστέρα διάθεσις τοιούτου δανείου εν τοιαύταις περιστάσεσι και ατυχεστέρα διανομή δεν ηδύνατο να υπάρξη. Είναι ανήκουστοι αι λεπτομέρειαι της τοιαύτης διαθέσεως. Οι κατάλογοι κατηρτίζοντο κατ’ εισηγήσεις κομματικάς και ελάμβανον χρήματα, όχι εκείνοι οι οποίοι αληθώς έπαθον, άνθρωποι δηλ. οικοκυραίοι οι οποίοι είχον και έχασαν, αλλ’ εκείνοι οι οποίοι ουδεμίαν υπέστησαν ζημίαν. Φαντασθήτε ότι εκ του δανείου αυτού κατά τας απειροπληθείς πληροφορίας, αίτινες μοι εδόθησαν, δεν έλειψαν ούτε αι κοιναί γυναίκες [= ιερόδουλες], ών η αποζημίωσις φαίνεται εκρίθη αναγκαία διά τας πολλαπλάς εκδουλεύσεις ας αύται παρείχον εις τους Τούρκους αλλά και εις τους Έλληνας. Ερρίφθησαν δε τα βάρη της κακής διανομής υπό των διαφόρων λαβόντων μέρος εις αυτήν εις ένα παιδί το οποίον είχον εις την Νομαρχίαν και αντέγραφε τους καταλόγους. Θαυμάσατε δικαιολογίαν! Εκ των διαφόρων υπαλλήλων ουδείς έλαβεν αποζημίωσιν, κατ’ απόφασιν του κ. Νομάρχου μη συμπεριληφθείς εις τους καταρτισθέντας καταλόγους καίτοι και ούτοι υπέστησαν ουχί μικράς καταστροφάς […]. Και όσον δε αφορά την διανομήν του δανείου εις τους παθόντας δήμους, εκεί το δάνειον δεν εγένετο διά τους χωρικούς, αλλά διά τους δημάρχους, και δι’ αυτών και διά τους δανειστάς και τοκογλύφους […]. Τοιαύτα υπήρξαν τα χάλια της διανομής του δανείου το οποίον προωρίσθη ν’ ανακουφίση τους ατυχήσαντας Θεσσαλούς. Διά τους λόγους τούτους ούτε εμπόριον ούτε βιομηχανία τις ακμάζει εν Λαρίσση. Αλλ’ εάν δεν ακμάζη ζή όμως και αγωνίζεται γιγάντειον αγώνα. Αποτελούσι δε την βιομηχανίαν της Λαρίσσης δύο τρείς ατμόμυλοι, υφαντουργεία τινά, χρυσοχοεία, πνευματοποιεία [= εργαστήρια παρασκευής αλκοολούχων ποτών], σχοινοπλεκτήρια, ψαθοποιεία και εγχώριος αγγειοπλαστική. Μεταξύ των ατμομύλων πρωτεύει ο των κ. κ. Δημητριάδου, Παππά και Σκαλιώρα, κείμενος ΒΔ της Λαρίσσης παρά τον Πηνειόν ούτινος χρησιμοποιεί τα ύδατα. Τη οδηγία του λαμπρού νέου κ. Δημητριάδου ως και του μηχανικού κ. Σαρίμπεη περιήλθον όλα τα διαμερίσματα αυτού, και ομολογώ, ότι τελειότερον εργοστάσιον δεν είδον ακόμη και υπό έποψιν μηχανών και υπό έποψιν κατατάξεως και υπό έποψιν ποσοτικής και ποιοτικής παραγωγής […].
Του είδους του υπάρχουσι και δύο έτερα ως και το υποκατάστημα μακαρονοποιίας των κ. Γκλαβάνη. Αλλά και η υφαντουργία αντιπροσωπεύεται εν Λαρίσση επαρκώς διά του υφαντουργείου του κ. Γ. Πετσάλη, το οποίον έχει περί τους 20 αργαλειούς κατεργαζομένους στερεωτάτους αλαντζάδες, λευκά πανία, σεντόνια, προσόψια, κουρτίνες, ωραιότατες ποδιές, θερινά και χειμερινά υφάσματα μάλλινα και μαλλοβάμβακα και λοιπά στερεώτατα είδη. Απασχολεί το εργοστάσιον αυτό περί τους 25 εργάτας άρρενας και θήλεις […].
Μετά ταύτα είδον τα χρυσοχοεία των κ. κ. Σιακπάκα – Μακεδόνου [3], τα οποία κατεργάζονται ωραιότατα είδη χρυσοχοΐας προς χρήσιν των εν Θεσσαλία γυναικών. Τινά τούτων εβραβεύθησαν εν τη εκθέσει των Παρισίων. Επίσης και το χρυσοχοείον του κ. Ι. Παπαγεωργίου εν ώ κατασκευάζονται διάφορα είδη λεπτοτάτης τέχνης. Δευτερεύουσα ήδη βιομηχανία δύναται να θεωρηθή η πνευματοποιία εν Λαρίσση η οποία ασχολείται αποκλειστικώς εις την κατασκευήν του ούζου. Εξαίρεσιν δε μόνον κάμνει το πνευματοποιείον του κ. Δ. Κολόμβου, ο οποίος πλην του ούζου το οποίον αμιγές πάσης άλλης ουσίας, είναι λαμπρότατον, κάμνει και Κολώνιαν καθ’ όλους τους κανόνες της μυρεψικής [= αρωματοποιίας]. Δευτερεύουσα επίσης είναι η σχοινοπλεκτική των κ. Ι. Κολοκοτρώνη και Κυρ. Κολοκοτρώνη και τινών άλλων […].
Δεν είναι δε δυνατόν να είναι και μείζων η βιομηχανία μιας πόλεως όταν αύτη υστερεί εμπορικώς. Και η Λάρισσα δυστυχώς υστερεί εμπορικώς […]. Και δικαιολογούσιν οι έμποροι Λαρίσσης την σημερινήν καχεξίαν του εμπορίου των προβάλλοντες πολλά τα αίτια της τοιαύτης καταστάσεως: 1) Της τοκογλυφίας. 2) Την έλλειψιν ενός Πιστωτικού καταστήματος. 3) Την μη κατάργησιν της παραμεθορίου τελωνειακής ζώνης. 4) Αι δυσχέρειαι άς παρεμβάλλει ήδη η Εθνική Τράπεζα, όπως παράσχη εις αυτούς μικροδάνεια, απαιτούσα 3 υπογραφάς [= υπό εγγυητών]. 5) Τα βαρέα τέλη των Σιδηροδρόμων Θεσσαλίας. 6) Τα διαπύλια τέλη.
Μεταξύ των εμπόρων διακρίνονται οι κ. κ. Αδελφοί Σηλυβρίδαι, ο κ. Μαρκατάς, ο κ. Αλεξάνδρου, οι κ. κ. Πετσαρίδης και Ταμπασούλας και εκ των πολιτευομένων οι κ. κ. Ροδόπουλος βουλευτής και Καραπαναγιώτης […]. Άλλως τε η Λάρισσα ευμοιρεί υγειών και νοημόνων στοιχείων και εις την πρώτην ώθησιν η οποία θα της δοθή θα επιτελέση μεγάλας προόδους έχουσα άλλως και το προτέρημα το ότι ήτο πόλις εις την οποίαν κατασταλάζουσιν όλοι οι εκ της γείτονος Μακεδονίας υπόδουλοι ημών αδελφοί ίνα εύρωσιν παρηγορίαν των θλίψεών των και ανακούφισιν των δεινών αυτών».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Νεολόγος (Αθήνα), φ. 657 (15 Ιουνίου 1899).
[2]. Επίμορτη καλλιέργεια: Σύμβαση με την οποία ο καλλιεργητής αποδίδει ένα συμφωνημένο ποσοστό της ετήσιας παραγωγής στον ιδιοκτήτη.
[3]. Ο συγγραφέας σφάλλει ως προς τα ονόματα. Πρόκειται για τους πρώτους αργυροχρυσοχόους της Λάρισας, τους αδελφούς Αστέριο και Κωνσταντίνο Μ. Σάπκα με καταγωγή από το Μεγάροβο της Πελαγονίας. Βλ. άρθρο του γράφοντος στην εφημερίδα «Ελευθερία» (20 Αυγούστου 2017).
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου