Με την απρόσμενη αυτή συμφορά αφανίστηκαν και όλα τα ιστορικά κειμήλια, τα οποία είχε διαφυλάξει και διατηρούσε ακέραια ο ναός. Μεταξύ των άλλων καταστράφηκε και ένα από τα ελάχιστα εκκλησιαστικά κειμήλια που είχαν σωθεί στην περιοχή μας από τη μακρά περίοδο των 450 περίπου χρόνων της τουρκοκρατίας. Επρόκειτο για τον επισκοπικό θρόνο, ο οποίος είχε κατασκευαστεί κατά το έτος 1664.
Ο ναός αυτός από τις πληροφορίες που έχουμε, υπήρξε ο κεντρικός ευκτήριος οίκος του Τυρνάβου κατά τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας. Μάλιστα κατά διαστήματα υπήρξε και μητροπολιτικός ναός, αφού πολλές φορές ο μητροπολίτης Λαρίσης διέμενε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στον Τύρναβο, επειδή «οι Λαρισαίοι Τούρκοι είναι μισόχριστοι εις άκρο και θηριώδεις ...ανυπόφορο τούς είναι να ιδούν μπροστά τους ιερέα ή καλόγηρο με το σχήμα του επαγγέλματός του. Ο ίδιος ο μητροπολίτης κάθεται όλο εις τον Τούρναβο με όλα του τα φερμάνια, με συστολή και αγνώριστος εμβαίνει ...είς τον Τούρναβο οι εγκάτοικοι Τούρκοι είναι πολλά ολίγοι, όλοι σχεδόν είναι Ρωμαίοι», όπως αναφέρουν το 1791 στη «Νεωτερική Γεωγραφία» οι Δημητριείς (Γρηγόριος Κωνσταντάς και Δανιήλ Φιλιππίδης). Επίσης στον κώδικα αρ. 1472 της Μητροπόλεως Λαρίσης, ο οποίος βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη και περιέχει διάφορες εκκλησιαστικές πράξεις της περιόδου 1647-1868, αναφέρεται συχνά ότι στον ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στον Τύρναβο συγκεντρώνονταν οι επίσκοποι της μητροπολιτικής περιφέρειας Λαρίσης για την εκλογή νέων επισκόπων. Η παλαιότερη καταγραφή είναι του έτους 1647.
Για τον ναό αυτό μας άφησε πολύτιμες πληροφορίες ο Γάλλος περιηγητής Leon Heuzey[1], ο οποίος επισκέφθηκε τον Τύρναβο το 1858. Μάλιστα έχει καταγράψει και μας διέσωσε την κτητορική επιγραφή της αγιογραφήσεως του ναού, η οποία έχει ως εξής: ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΛΑΡΙΣΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΕΝ ΕΤΕΙ ζροα’ [=1663]. Επίσης ο Heuzey αναφέρει ότι μελέτησε και δύο ελληνικές επιγραφές. Η μία βρισκόταν σε ένα από τα σκαλοπάτια του σύνθρονου, στο Ιερό Βήμα και περιείχε ψήφισμα του «Λαού των Φαλανναίων» προς τιμήν κάποιου ξένου ευεργέτη. Η άλλη βρισκόταν στην αυλή του ναού και ήταν αφιερωμένη στον «Κερδώο Απόλλωνα». Οι επιγραφές αυτές δεν διασώθηκαν.
Ανατολικά του ναού βρισκόταν το κτίριο όπου στεγαζόταν η περίφημη Ελληνική Σχολή του Τυρνάβου, η οποία ήκμασε από τον 17ο έως και τον 19ο αιώνα και της οποίας το κτίριο ήταν νεόδμητο κατά το 1702, όπως αναφέρεται σε επίγραμμα που υπάρχει στο χειρόγραφο βιβλίο «Λευχειμονούσα Ρητορική» του Αναστασίου Παπαβασιλόπουλου. Στη Σχολή αυτήν ως γνωστόν είχαν διδάξει φωτισμένοι δάσκαλοι, όπως ο Μάρκος Πορφυρόπουλος, ο Αναστάσιος Παπαβασιλόπουλος, αργότερα ο Ιωάννης Πέζαρος και πολλοί άλλοι, και μαθήτευσε ο Κωνσταντίνος Κούμας. Σήμερα στη θέση της Σχολής έχει διαμορφωθεί πλατεία, ενώ ο ναός του Αγίου Ιωάννου αντικαταστάθηκε από νέο, ο οποίος ανακαινίσθηκε το 1904. Από τον παλαιότερο ναό της τουρκοκρατίας διασώζονταν μέχρι το 2010 ο δεσποτικός θρόνος, καθώς και οι εικόνες του Δωδεκάορτου και της Μεγάλης Δεήσεως, οι οποίες προέρχονταν από το παλαιό Τέμπλο του 17ου αιώνα.
Ο δεσποτικός θρόνος ήταν απλός στο σχήμα, με όμορφα διακοσμητικά στοιχεία στην επιφάνειά του. Ήταν κατασκευασμένος από ξύλο καστανιάς και όπως διακρίνεται και στη φωτογραφία, ήταν διακοσμημένος με ένθετα μικρά φύλλα από ελεφαντόδοντο και μάργαρο σε διάφορους συνδυασμούς. Αναπαριστούσαν πολύκλαδα φυτά με φύλλα και άνθη, ζώα (πτηνά, λέοντες), καθώς και διάφορα γεωμετρικά σχήματα. Ιδιαίτερα διακοσμημένη ήταν η πλάτη, δηλ. η εσωτερική πίσω πλευρά του θρόνου. Πάνω από το στερεωμένο ερεισίνωτο (κάθισμα), απεικονιζόταν με την τεχνική ένθετου υλικού πάνω στο ξύλο, δικέφαλος αετός, πιο πάνω δοχείο με κλαδιά από φύλλα και άνθη και στο ψηλότερο σημείο, στη θέση που σήμερα τοποθετείται η εικόνα του Μεγάλου Αρχιερέως, υπήρχε ζωγραφισμένη μορφή Αγίου, προφανώς του Χριστού, σε στάση δεήσεως, απεικόνιση συχνή στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Η εικόνα λόγω της πολυκαιρίας ήταν σκοτεινή. Πάντως τέτοια απεικόνιση στη θέση αυτήν του θρόνου, θεωρείται ότι είναι πολύ σπάνια. Η εικόνα περιβάλλονταν από σταυρούς, εξαπτέρυγα, πτηνά, λέοντες και φυτικό διάκοσμο. Ο λαϊκός τεχνίτης του δεσποτικού θρόνου είχε καταφέρει να ξεδιπλώσει όλη την καλλιτεχνική επιδεξιότητα και μαστοριά του.
Ανάλογος δεσποτικός θρόνος της ίδιας εποχής και μάλιστα με παραπλήσια διακοσμητικά θέματα, υπάρχει στο καθολικό της Μονής Μεταμορφώσεως στα Μετέωρα. Ίδιας τεχνοτροπίας, αλλά μεγαλοπρεπέστερος σε μέγεθος και διακόσμηση και προγενέστερος κατά μερικές δεκαετίες, είναι και ο θρόνος στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου στην Κωνσταντινούπολη, έργο του πατριάρχου Ιερεμίου Β’ του Τρανού (1572-1595), ο οποίος πιο πριν είχε διατελέσει μητροπολίτης Λαρίσης.
Το ενδιαφέρον του θρόνου εστιαζόταν και στην επιγραφή η οποία περιέτρεχε τις τρεις από τις τέσσερες εξωτερικές επιφάνειές του κάτω από το γείσο της οροφής. Ξεκινούσε από την ανατολική πλευρά, όπως ήταν τοποθετημένος στον ναό, συνεχιζόταν στη βόρεια και κατέληγε στη δυτική, ήταν μεγαλογράμματη, συνεχόμενη και ανορθόγραφη. Στην ανατολική πλευρά έγραφε: + ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΘΡΟΝΟ ΓΕΓΟΝΕ ΗΣ ΝΑΟΝ ΤΟΥ ΗΟΑΝΟΥ. Στη βόρεια: + ΣΗΝΔΡΟΜΗΣ ΚΕ ΕΞΟΔΟΥ ΠΑΡΑ ΘΕΟΦΗΛΕΣΤΑΚΤΟΥΝ και στη δυτική: + ΔΗΟΝΗΣΗΟΥ ΛΑΡΗΣΗΣ ΕΤΟΥΣ αψξδ’. (1664).
Όπως ανέφερε η επιγραφή, ο θρόνος ήταν δωρεά του μητροπολίτου Λαρίσης Διονυσίου. Ο δωρητής είναι ο ίδιος που αναφέρει ο Heuzey στην επιγραφή αγιογραφήσεως του ναού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Είναι ο Διονύσιος Δ’ ο Μουσελίμης ή Βυζάντιος ή Κομνηνός, ο οποίος αρχιεράτευσε από το 1662 έως το 1671, χρονολογία κατά την οποία εξελέγη οικουμενικός πατριάρχης. Είναι ο ίδιος που είχε στενές σχέσεις με τον λόγιο μοναχό της Μονής της Αγίας Παρασκευής των Αγράφων Ευγένιο Γιαννούλη τον Αιτωλό. Μάλιστα η μεστή σε νοήματα αλληλογραφία τους έχει διασωθεί. Ο ιστορικός της Λάρισας Επαμεινώνδας Φαρμακίδης γράφει για τον σπουδαίο αυτόν ιεράρχη: «εγκρατής ών της τε οθωμανικής και της αραβικής φιλολογίας, είχε ψυχήν και παιδείαν ελληνικήν, φρόνημα γενναίον, ορθόδοξον θεοσέβειαν και εμπειρίαν των θείων Γραφών, ών συνάμα και θερμότατος ζηλωτής της εκκλησιαστικής ευταξίας».
[1]. Ο Leon Heuzey (1831-1922), υπήρξε διαπρεπής Γάλλος αρχαιολόγος και ιστορικός. Το 1854 διορίστηκε στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, από το 1855 έως το 1858, αφιέρωσε πολύ χρόνο σε ταξίδια και μελέτες της ιστορικής γεωγραφίας στην Αρκαδία, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Το «Οδοιπορικό στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία το 1858» είναι ένα από τα σπουδαιότερα οδοιπορικά που έχουν γραφεί για την περιοχής μας.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com