Μετά την είσοδο η οποία οδηγούσε στα σκαλοπάτια του ορόφου της οικοδομής και στο βάθος του οικοπέδου τον μικρό οικίσκο, ακολουθούσε το πρώτο από τα τρία καταστήματα που υπήρχαν επί της οδού Βασ. Σοφίας. Το ενοικίασε ο Λεωνίδας Πέτσας, ο οποίος ήταν κτηματίας, αλλά το χρησιμοποίησε ως φαρμακαποθήκη[1]. Η λειτουργία της διήρκησε για λίγα χρόνια και για άγνωστους λόγους ο ενοικιαστής αποσύρθηκε στα Δένδρα του Τυρνάβου, όπου ασχολήθηκε με τα κτήματά του που είχε εκεί, καθώς και με τη διαχείριση της κτηματικής περιουσίας της μεγάλης οικογένειας των Χρηστομάνου. Ο Λεωνίδας Πέτσας είχε τραγικό τέλος. Στις 21 Δεκεμβρίου 1940, κατά τη διάρκεια του σφοδρού Ιταλικού βομβαρδισμού εκείνης της ημέρας, έτυχε να βρίσκεται στην Κεντρική πλατεία της Λάρισας προς την οδό Κούμα. Η βόμβα η οποία έπεσε στον φολιδωτό τρούλο της Στρατιωτικής Λέσχης (πρώην Λέσχη Ασλάνη) διασκόρπισε στην πλατεία βλήματα και μεταλλικές φολίδες, από τις οποίες σκοτώθηκε ο Λεωνίδας Πέτσας, μαζί με πολλούς άλλους.
Μετά την ολιγόχρονη λειτουργία της φαρμακαποθήκης, το κατάστημα αυτό ενοικίασε η Άννα Σδούγκα, η οποία εγκατέστησε σ' αυτό εργαστήριο γυναικείων πίλων (καπέλων). Ήταν η περίοδος όπου κάθε κοπέλα μόλις ενηλικιωνόταν, εγκατέλειπε τη λιτή εφηβική αμφίεση της μαθήτριας ή της αρσακειάδας με την ποδιά, και άλλαζε τελείως την ενδυμασία της. Μεταξύ των άλλων έπρεπε να επιλέξει και καπέλο, απαραίτητο εξάρτημα της γυναικείας κοκεταρίας την εποχή εκείνη. Γι' αυτό και τα καταστήματα γυναικείων καπέλων στη Λάρισα είχαν γίνει πολλά[2]. Λόγω της μεγάλης πελατείας της Άννα Σδούγκα απασχολούσε και πολλές κοπέλες που τη βοηθούσαν, αλλά συγχρόνως μάθαιναν και την τέχνη. Παντρεύτηκε τον Βασίλη Κουρτάρα, με τον οποίο δημιούργησαν μια ευτυχισμένη οικογένεια, χωρίς όμως να διακόψει την εργασία της, η οποία κράτησε μέχρι την έναρξη του πολέμου του 1940, καθώς κατά την Κατοχή καμία γυναίκα δεν είχε τη διάθεση να φορέσει καπέλο.
Το επόμενο κατάστημα μετά τη φαρμακαποθήκη ενοικίασε η μοδίστρα Αγγελική Κατσαρού. Ήταν από τις καλύτερες της Λάρισας και για την τέχνη της, αλλά και για τη συχνή ενημέρωση στις εξελίξεις της μόδας μέσω συχνών επισκέψεων στην Αθήνα[3] και παρακολούθησης των πολλών γαλλικών περιοδικών μόδας που κυκλοφορούσαν τότε. Ήταν μέλος πολύτεκνης οικογένειας. Είχε μία αδελφή την Κατίνα Κατσαρού-Διανέλου, η οποία εργάστηκε ως δασκάλα στο Αρσάκειο της Λάρισας, και τρία αδέλφια, τον Αθανάσιο που ήταν στρατιωτικός και έφτασε μέχρι τον βαθμό του ταξιάρχου, τον Άγγελο ο οποίος εργαζόταν στο υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας στη Λάρισα και τον Σωτήρη τον μικρότερο όλων. Η Αγγελική Κατσαρού ήταν από τις ομορφότερες κοπέλες της Λάρισας, γλυκομίλητη, με πολλές συμπάθειες στον γυναικείο πληθυσμό της Λάρισας. Παντρεύτηκε τον υπάλληλο της Νομαρχίας Σταυρόπουλο. Μετά τον γάμο της σταμάτησε να εργάζεται και ακολούθησε τον άνδρα της στην Αθήνα, όπου μετατέθηκε έπειτα από την προαγωγή του και εγκαταστάθηκαν μόνιμα.
Μετά την αναχώρηση της Κατσαρού στην Αθήνα, το κενό κατάστημα ενοικίασε μια άλλη μοδίστρα, η Δήμητρα Κουβάρου. Σύζυγός της ήταν ο αυτοκινητιστής Δημήτριος (Μήτσος) Κούβαρος, αδελφός των Κώστα και Νώντα που είχαν τη γνωστή ποτοποιία «Αφοί Κουβάρου». Η Δήμητρα κληρονόμησε τις περισσότερες πελάτισσες της Αγγελικής Κατσαρού, απέκτησε φήμη για τη μεγάλη δεξιοτεχνία της στο ψαλίδι και ήταν η κατ' εξοχήν μοδίστρα της καλής κοινωνίας της Λάρισας[4]. Όταν άρχισε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940, η εμπορική κίνηση στη Λάρισα μειώθηκε αισθητά. Ένα μεγάλο τμήμα του ανδρικού πληθυσμού είχε επιστρατευθεί και οι Ιταλικοί βομβαρδισμοί φόβισαν πολλούς, (ιδιαίτερα μετά τον πολύνεκρο βομβαρδισμό της 21ης Δεκεμβρίου 1940), οι οποίοι μετακόμισαν για σιγουριά σε γειτονικές πόλεις και χωριά. Αποτέλεσμα, πολλά από τα καταστήματα να κλείσουν και τα εργαστήρια γυναικείων ειδών να διακόψουν τις εργασίες τους. Τα καταστήματα της οικοδομής του Πέτρου Γέμτου εγκαταλείφθηκαν από τους ενοικιαστές τους, μεταξύ αυτών και το εργαστήριο της μοδίστρας Δήμητρας Κουβάρου. Ακολούθησαν ο σεισμός και γερμανικοί βομβαρδισμοί και όπως αναφέρθηκε στο σημείωμα της προηγούμενης Τετάρτης, ολόκληρη η οικοδομή χτυπήθηκε από βόμβα και καταστράφηκε.
Το τρίτο κατά σειρά κατάστημα έχει κάποια σχέση με το υπόγειο που διέθετε η οικοδομή Γέμτου. Το 1928 χρησιμοποιήθηκε για να στεγαστούν οι τυπογραφικές εγκαταστάσεις και τα γραφεία της εφημερίδας «Λαρισαϊκή». Την έκδοσή της ανέλαβαν τα τέσσερα αδέλφια Ναού. Ο Βάσος ο οποίος ήταν δικηγόρος, το διάστημα 1924-1925 είχε διατελέσει διευθυντής και πολιτικός αρθρογράφος της εφημερίδας «Ελευθερία». Και στη «Λαρισαϊκή» έγινε διευθυντής και ο κύριος αρθρογράφος της. Ο Θεόδωρος που ήταν δημοσιογράφος, τοποθετήθηκε ιδιοκτήτης της, ανέλαβε τα σχόλια τα οποία αναφέρονταν κυρίως σε ζητήματα της πόλης και έγραφε τις τοπικές ειδήσεις. Ο Σωτήρης ήταν φοιτητής την εποχή εκείνη και η συμμετοχή του στην εφημερίδα ήταν μικρή, είχε χριστεί διαχειριστής. Τέλος ο Γεώργιος ως προϊστάμενος του τυπογραφείου είχε αναλάβει την τεχνική ευθύνη της έκδοσης[5]. Η διάρκεια ζωής της εφημερίδας υπήρξε μικρή. Όταν το 1929 διακόπηκε η κυκλοφορία, το πιεστήριο πουλήθηκε από τους αδελφούς Ναού στην εφημερίδα «Ελευθερία» και στο υπόγειο της οικοδομής Γέμτου είχαν μείνει μόνον οι τυπογραφικές κάσες.
Το υπόγειο της οικοδομής Πέτρου Γέμτου δεν έμεινε για πολύ διάστημα κενό. Τον Δεκέμβριο του 1929 ενοικιάσθηκε από τον δικηγόρο Αδαμάντιο Νικολαΐδη, ο οποίος συμφώνησε με τον Αλκιβιάδη Μακρή, που είχε ήδη μετακομίσει από το 1926 στον Βόλο, να επανεκδόσουν[6] την εφημερίδα «Κήρυξ» συνεταιρικά. Για την εγκατάσταση της εφημερίδας ενοικιάσθηκε το υπόγειο της διώροφης οικοδομής του Πέτρου Γέμτου, εκεί όπου στεγαζόταν από το 1928 η εφημερίδα των αδελφών Ναούμ «Λαρισαϊκή», η οποία, όπως αναφέραμε, είχε σταματήσει την κυκλοφορία της λίγους μήνες πριν (1929). Εδώ στεγάστηκαν οι τεχνικές εγκαταστάσεις, ενώ συγχρόνως ενοικιάσθηκε και το γωνιακό από τα ισόγεια καταστήματα για να εγκατασταθούν τα γραφεία της εφημερίδας. Μετά την άφιξη του ταχυπιεστηρίου από τη Γερμανία, έγιναν στις 30 Ιανουαρίου 1930 τα εγκαίνια και κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο της νέας εφημερίδας. Οι εγκαταστάσεις έμειναν στον χώρο αυτόν μέχρι τον σεισμό του 1941[7].
Κατά τη διάρκεια της κατοχής ο Τάσος Γέμτος κατόρθωσε να ανοικοδομήσει μόνον το ισόγειο, στο οποίο κατασκεύασε τέσσερα καταστήματα τα οποία είχαν πρόσοψη επί της οδού Βασ. Σοφίας (Παπαναστασίου) και δύο καταστήματα επί της οδού Παπακυριαζή. Αλλά για τη χρήση των καταστημάτων αυτών κατά τη μεταπολεμική περίοδο θα αφιερώσουμε το επόμενο σημείωμά μας.
(Συνέχεια)
[1]. Προπολεμικά εκτός από φαρμακεία υπήρχαν και οι φαρμακαποθήκες, από τις οποίες προμηθεύονταν συνήθως τις φαρμακευτικές ουσίες τα φαρμακεία. Η πρώτη φαρμακαποθήκη που ιδρύθηκε στη Λάρισα ήταν του Θωμά Χαρίτου και βρισκόταν επί της οδού Πανός.
[2]. Από τα πιο παλαιότερα εργαστήρια κατασκευής γυναικείων καπέλων στην πόλη μας, ο δικηγόρος και ιστορικός Γιώργος Ζιαζιάς αναφέρει της Ισραηλίτισσας Ντουντού Μισδραχή στην οδό Πηνειού, της Ντίνας Γιαννακοπούλου πίσω από το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, της Κατίνας Προδρόμου-Κραβαρίτου στην οδό Αγ. Μαρίνας, της Κατίνας Καποδίστρια στη Στοά Κουτσίνα και άλλων. Ζιαζιάς Γεώργιος. Αναζητώντας τη χαμένη Λάρισα. 50 χρόνια μνήμες και αναπολήσεις (1900-1950), τόμ. Β’, Λάρισα (2000), σελ. 118.
[3]. Διαφήμιση από εφημερίδα της εποχής αναφέρει σχετικά: «Επέστρεψε εξ Αθηνών η καλλιτέχνις μοδίστρα Δις Αγγελική Κατσαρού, η οποία κατά το διάστημα της εκεί παραμονής της, παρηκολούθησεν τας νέας επιτεύξεις της χειμερινής μόδας. Η Δις Κατσαρού επλούτισεν το επί της οδού Ακροπόλεως (νεόδμητο Π. Γέμτου) εργαστήριόν της με πατρόν, τα οποία αποτελούν την τελευταίαν λέξιν της Παρισινής μόδας».
[4]. Εργαστήρια ραπτικής υπήρχαν πολλά τα προπολεμικά χρόνια στη Λάρισα. Έτοιμα γυναικεία φορέματα άρχισαν να κυκλοφορούν μεταπολεμικά στην αγορά, γι’ αυτό και κατά την περιήγησή που κάναμε συντροφιά με τον Βαγγέλη Βοζαλή στη Στοά Κουτσίνα και στην οδό Ερμού θα θυμάστε ότι συναντήσαμε πολλά καταστήματα γυναικείων υφασμάτων, από τα οποία αγόραζαν οι Λαρισαίες τα υφάσματα που τις ταίριαζαν και ράβονταν στη μοδίστρα της αρεσκείας τους. Σε προσεχή σημειώματά μας θα αναφερθούμε με λεπτομέρειες στις πολλές μοδίστρες και καπελούδες που διέθετε η Λάρισα τα παλιά χρόνια.
[5]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η εφημερίδα «Λαρισαϊκή», Λάρισα, φύλλο της 18ης Ιανουαρίου 2017.
[6]. Ο «Κήρυξ» είχε εκδοθεί πρόχειρα λίγο πριν από τις δημοτικές εκλογές της 4ης Αυγούστου 1929, για να υποστηρίξει τον Μιχ. Σάπκα, αλλά δύο μήνες μετά τις εκλογές διέκοψε τη λειτουργία του. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η εφημερίδα «Κήρυξ»-Α’, Λάρισα, φύλλο της 27ης Μαρτίου 2019.
[7]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η εφημερίδα «Κήρυξ»-Β’, Λάρισα, φύλλο της 3ης Απριλίου 2019.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)