Όμως κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της τουρκοκρατίας είναι γνωστό ότι στη νοτιοδυτική πλευρά της Λάρισας υπήρχε μια καταπράσινη περιοχή με περιβόλια, τα οποία προμήθευαν την αγορά με λαχανικά και λίγα φρούτα. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881 από τους Τούρκους, οι μπαχτσέδες αυτοί διατηρήθηκαν και λέγεται ότι κάποιος Αθηναίος που ήρθε την περίοδο εκείνη στη Λάρισα άνοιξε εξοχικό κέντρο στο τέλος της οδού Ηπείρου κοντά στους λαχανόκηπους και του έδωσε τον τίτλο «Φάληρο», απ’ όπου πήρε το όνομά της και η συνοικία. Ήταν ένας νέος οικισμός, άγνωστος επί τουρκοκρατίας, ο οποίος αναπτύχθηκε μετά την απελευθέρωση της Λάρισας. Τον χώρο της μπορούμε κατά προσέγγιση να τον οριοθετήσουμε μεταξύ των σημερινών οδών Κουμουνδούρου, Καραθάνου, Ηρώων Πολυτεχνείου και Ανθίμου Γαζή. Αρχικά κατοικίες στη συνοικία αυτή υπήρχαν ελάχιστες και μόνον όταν το 1884 κατασκευάστηκαν οι τεράστιοι σε χωρητικότητα στρατώνες κοντά στην περιοχή, άρχισαν σιγά-σιγά να κτίζονται κατοικίες, τις οποίες ενοικίαζαν συνήθως οικογένειες στρατιωτικών. Σε χειρόγραφο στρατιωτικού που έζησε εδώ πριν και μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897 διαβάζουμε: «Είχαμε νοικιασμένο σπίτι στη συνοικία Φάληρο γιατί ο πατέρας μου ήταν υπαξιωματικός του Ιππικού και ήθελε να βρίσκεται κοντά στους στρατώνες»[1].
Ο ιδιοκτήτης του κέντρου με καταχώρηση στην εφημερίδα «Σάλπιγξ» της Λάρισας, καλούσε τους Λαρισαίους να «εκδράμουν»[2] στο κέντρο «Φάληρο», όπου θα έχουν την ευχαρίστηση να γευθούν φρέσκα αγγουράκια κατ’ ευθείαν από το περιβόλι και γνήσιο τσίπουρο Τυρνάβου. Το κέντρο στην αρχή ήταν θερινό. Λειτουργούσε 7-8 μήνες τον χρόνο και ο κόσμος το προτιμούσε ειδικά τις Κυριακές και τις βραδινές ώρες γιατί είχε ωραία δροσιά[3]. Αργότερα, επειδή βρισκόταν κοντά στο στρατόπεδο, εξυπηρετούσε και τους αξιωματικούς και τους οπλίτες όλο τον χρόνο. Το κέντρο διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930, όπως και το έθιμο να πηγαίνουν οι Λαρισαίοι την άνοιξη και το καλοκαίρι, να τρώνε φρέσκα αγγουράκια και να πίνουν το τσιπουράκι τους.
Ο χώρος της συνοικίας Φάληρο περιχαρακωνόταν δυτικά από την τάφρο του Κουρουλντού[4]. Πέρα από την τάφρο υπήρχε δυτικά ο Αρναούτ μαχαλάς και νοτιοδυτικά κατά τη δεκαετία του 1900, μετά το ξερίζωμα του Ελληνισμού από την Ανατολική Ρωμυλία, δημιουργήθηκε η συνοικία της Φιλιππούπολης.
Στον πρόλογο του βιβλίου «Επιστολαί διαφόρων», τις οποίες συγκέντρωσε το 1823 ο δικός μας Ιωάννης Οικονόμου Λογιώτατος, ο εκδότης του βιβλίου Γιάννης Αντωνιάδης αναφέρει ότι στη συνοικία του Φαλήρου κατοικούσαν από τον καιρό της τουρκοκρατίας ακόμα, ορισμένοι Τσερκέζοι (Κιρκάσιοι)[5], οι οποίοι όμως μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881 οι περισσότεροι έφυγαν.
Η γειτνίαση της συνοικίας με τους στρατώνες του Ιππικού και του Πεζικού, ευνόησε την ανάπτυξή της. Σιγά-σιγά άρχισαν να χτίζονται σπίτια σε όλη την περιοχή. Πιο χαρακτηριστικό απ’ όλα ήταν το αρχοντικό του Σταματάκη, ένα επιβλητικό κτίριο με ιδιόρρυθμο αρχιτεκτονικό ρυθμό, το οποίο οι περισσότεροι το γνωρίζουν από τον κατοπινό κάτοχό τους τον Λεωνίδα Μπέρτολη. Τα νέα σπίτια που χτίζονταν τα προτιμούσαν και τα ενοικίαζαν οι τοποθετούμενοι στη Φρουρά της Λάρισας, για να βρίσκονται κοντά στις υπηρεσίες τους. Παράλληλα στην περιοχή άνοιξαν και πολλά στρατιωτικά ραφεία. Τα περισσότερα απ’ αυτά εξασφάλιζαν την πελατεία τους, όπως ήταν φυσικό, από τους γειτονικούς στρατώνες και διατηρήθηκαν μέχρι το 1930.
Με την πάροδο των χρόνων η συνοικία του Φαλήρου πύκνωσε, ο ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στο κέντρο της Λάρισας και το «Φάληρο» άρχισε να οικοδομείται. Πρώτα δημιουργήθηκαν οι εγκαταστάσεις της γαλλικής εταιρείας «Όμνιουμ Λυοναί», η οποία …υποτίθεται ότι ηλεκτροδοτούσε την πόλη. Στη θέση αυτή από το 1927-28 άρχισε να οικοδομείται το κτίριο του ΟΥΗΛ και κατά το 1930, επί υπουργού Παιδείας του Γεωργίου Παπανδρέου, κατασκευάσθηκαν δυτικότερα το Δ’ Δημοτικό Σχολείο και το Α’ Γυμνάσιο Αρρένων. Απέναντι από το τελευταίο υπήρχε από το 1905 το Γυμναστήριο.
Η σημερινή φωτογραφία απεικονίζει ένα μέρος της οδού Ηπείρου, στη διασταύρωσή της με την Ανθίμου Γαζή. Δεξιότερα αποτυπώνεται το βορειοανατολικό τμήμα του Σχολικού Γυμναστηρίου. Στο μικρό σπιτάκι στη γωνία διέμενε μεταπολεμικά ο γυμναστής του Α’ Γυμνασίου Αρρένων Κούλης Γεωργουλάκος. Στο σημείο αυτό σήμερα οικοδομήθηκε το «4ο Γυμνάσιο-Λύκειο Λαρίσης. Δωρεά Ανδρέου και Άννης Κουτσίνα». Η πυκνή βλάστηση από πεύκα και κυπαρίσσια που διακρίνεται στο βάθος προέρχεται από την αυλή του παλιού ναού του Αγίου Νικολάου, ενώ δεξιά προβάλλει η τριώροφη κατοικία του στρατηγού Άρτη.
[*]. Δεν πρέπει να συγχέεται με τη σημερινή περιοχή Φάληρο της οδού Βόλου.
[1]. Πληροφορία του ιατρού Γιάννη Αντωνιάδη, ο πατέρας του οποίου Αντώνιος Αντωνιάδης, ήταν τότε επιλοχίας του Ιππικού. Η μαρτυρία αυτή είναι δημοσιευμένη στην εισαγωγή του βιβλίου «Επιστολαί διαφόρων, αντιγραφείσαι παρ’ εμού του Ιωάννου Οικονόμου Λαρισσαίου, 1823, Ιουλίου 25, Λάρισσα».
[2]. Ο όρος «εκδράμω» δεν απέχει από την πραγματικότητα, γιατί την περίοδο εκείνη η Λάρισα δυτικά έφθανε μέχρι το κτίριο της Περιφέρειας Θεσσαλίας και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Από την περιοχή αυτή μέχρι και το Φάληρο μεσολαβούσε ένας χέρσος τόπος, κατάσπαρτος από άγρια χόρτα, ανάμεσα στα οποία υπήρχαν μικρά μονοπάτια και διάσπαρτες καλύβες. Σήμερα την περιοχή αυτή καλύπτουν το Δημοτικό Θέατρο, το Δ’ Δημοτικό Σχολείο, τα Γυμνάσια και πληθώρα κατοικιών.
[3]. Επειδή ο χώρος ήταν τότε πλημμυρισμένος από πράσινο, τις βραδινές ώρες του καλοκαιριού, όταν η πόλη «φλεγόταν», αυτός ήταν δροσερός. Ο Μιχαήλ Σάπκας το καλοκαίρι του 1906, γράφει στη μνηστή του Ιουλία Λογιωτάτου η οποία παραθέριζε στο Τσάγεζι (Στόμιο): «…επήγα εις το Φάληρον με τον κ. Αρ. Μπέμπον και Σ. Ματρώζον και εκαθήσαμεν μέχρι της 2ας μετά το μεσονύκτιον».
[4]. Το ρέμα Κουρουλντού (Ξερόλακκος, Ξεριάς) βρισκόταν στη θέση που καταλαμβάνει σήμερα η οδός Καραθάνου και διατηρήθηκε μέχρι το 1937. Την περίοδο εκείνη μετατράπηκε σε κλειστό αγωγό ομβρίων υδάτων, μια ανακουφιστική κατασκευή ώστε να διοχετεύονται τα νερά της βροχής στον Πηνειό και να αποφεύγονται οι μεγάλες πλημμυρες. Παλιούγκας Θεόδωρος, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881), τομ. Α’, Κατερίνη, (2002)2 σ. 113.
[5]. Οι Τσερκέζοι, ή κατά την ελληνική εκδοχή Κιρκάσιοι, ήταν λαός με μακρά ιστορική παρουσία στην ανατολική ενδοχώρα του Εύξεινου Πόντου. Το 1864 διάφορες πολιτικές καταστάσεις τους οδήγησαν στη μαζική φυγή. Το μεγαλύτερο μέρος τους, περίπου 500.000 άτομα, εγκαταστάθηκε στην οθωμανική επικράτεια, κυρίως στην Ανατολία αλλά και στα Βαλκάνια που ήταν τότε τουρκοκρατούμενα.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com