από τον πύργο του Βερύκιου[2], άρχιζαν οι απέραντες αγροτικές εκτάσεις του Χατζηλαζάρου. Έπρεπε να φθάσω σε πολύ μεγάλη ηλικία για να γνωρίσω στοιχεία από το ιστορικό της ονομαστής αυτής οικογένειας.
Η οικογένεια Χατζηλαζάρου ήταν παλιά αρχοντική οικογένεια της Λάρισας. Το αρχοντικό της βρισκόταν επί της οδού Κοραή (σημερινή 28ης Οκτωβρίου), απέναντι από το κτίριο της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης. Ήταν ένα ισόγειο κτίσμα με βεράντα και υπερυψωμένο υπόγειο, κτισμένο σε νεοκλασικό ρυθμό, όπως ήταν η αρχιτεκτονική τάση της εποχής. Στο ημιυπόγειο στεγάζονταν τα γραφεία και το λογιστήριο της "Γεωργικής Επιχείρησης Χατζηλαζάρου", ενώ στον όροφο βρισκόταν η κατοικία στην οποία διέμενε η οικογένεια. Ουσιαστικά έμενε ο ένας από τα αδέλφια Χατζηλαζάρου, ο Αλέξανδρος, τον οποίο θα προσπαθήσει να σκιαγραφήσει το σημερινό μας σημείωμα. Μαζί του ζούσε και η οικονόμος της οικογένειας που τον φρόντιζε, καθώς δεν είχε ενδώσει στα... δεσμά του γάμου. Ο Αλέξανδρος είχε και άλλα δύο μεγαλύτερα αδέλφια, τα οποία έμεναν μόνιμα στον Βόλο, ο οποίος εκείνα τα χρόνια ήταν περισσότερο αναπτυγμένος από τη Λάρισα. Επισκέπτονταν την πόλη μας κατά διαστήματα για να συναντηθούν μαζί του. Ο πρώτος απ' αυτούς ήταν ο Ξενοφών και ο δεύτερος λεγόταν Γρηγόριος. Ο τελευταίος επειδή είχε αποκτήσει τη γαλλική υπηκοότητα τού άρεσε να τον φωνάζουν Γκρεγκουάρ. Το ίδιο είχε συμβεί και με τον τρίτο αδελφό, τον Αλέξανδρο, ο οποίος είχε αποκτήσει την αγγλική υπηκοότητα και ήθελε να τον προσφωνούν Αλεξάντερ, γεγονός όμως το οποίο απέβη μοιραίο για τη ζωή του, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ο Αλέξανδρος ήταν μεγαλοκτηματίας και διέθετε τεράστιες γεωργικές εκτάσεις. Σ' αυτόν ανήκε το τσιφλίκι Τουρνσουλάρ[3], ορισμένες εκτάσεις δίπλα από το κτήμα του Αναστασίου Αβέρωφ, άλλες κοντά στον Παράσχου μαχαλά (συνοικία Αγ. Νικολάου), καθώς και στις σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις του Μεζούρλου. Σήμερα οι περισσότερες από τις τελευταίες αυτές εκτάσεις, αφού κατατμήθηκαν σε οικόπεδα, έχουν καλυφθεί από οικοδομές.
Ο Κώστας Περραιβός που τον γνώρισε από κοντά τον περιγράφει ως εξής[4]: "Ο Αλέξανδρος Χατζηλαζάρου ήταν ιδιόμορφος τύπος. Οι παλαιότεροι τον θυμούνται ντυμένον πάντοτε άψογα, σε αγγλικό στυλ. Ζακέτα, ριγέ παντελόνι, μελόν καπέλο στο ξανθό τετράγωνο κεφάλι και βελούδινες κρεμ γκέτες, οι οποίες κάλυπταν τον αστράγαλο και το επάνω μέρος των παπουτσιών. Την αμφίεση συμπλήρωνε ένα κομψό μπαστουνάκι με ασημένια λαβή. Το καλοκαίρι ακριβή σετακρούτα [μεταξωτό ύφασμα] για το άψογης λευκότητας κοστούμι, πουκάμισο επίσης λευκό με σκληρό κολάρο και κρεμ παπιγιόν. Σκληρά ήταν και τα μανικέτια που τα έκλειναν ολόχρυσα μανικετόκουμπα, ποικιλμένα με διαμάντια και μπριλάντια. Απαραίτητο και το γιλέκο το καλοκαίρι, από μια τσέπη του οποίου κρεμόταν χρυσή αλυσίδα που συγκρατούσε το επίσης χρυσό ρολόι του. Και σ' ένα από τα δάκτυλα του αριστερού χεριού του ήταν περασμένο ένα χρυσό δακτυλίδι, με μια χοντρή χάντρα από ρουμπίνι. Όση ζέστη και αν έκανε, ο Αλέξανδρος δεν εννοούσε να αποβάλλει τίποτε από την αμφίεσή του".
Το καθημερινό πρόγραμμά του ξεκινούσε από το μεσημέρι, γιατί τότε ξυπνούσε. Γευμάτιζε, περιποιόταν σχολαστικά τον εαυτό του και κατά τις έξι το απόγευμα κατέβαινε στο ημιυπόγειο όπου βρισκόταν το γραφείο του. Εκεί συναντούσε τον κυριότερο συνεργάτη του, τον λογιστή Μιχάλη Τσοχατζή, ο οποίος διαχειριζόταν όλες τις οικονομικές υποθέσεις της επιχείρησης. Ο τελευταίος ήταν άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του και τον ενημέρωνε καθημερινά για την πορεία των γεωργικών του υποθέσεων. Για τον λόγο αυτό φρόντισε να τον παντρέψει με την κόρη της οικονόμου του σπιτιού, που τον περιποιούταν όλα αυτά τα χρόνια. Το δυστύχημα όμως ήταν πως η νιόπαντρη γυναίκα πέθανε λίγα χρόνια αργότερα. Κατά το 1935 δούλεψε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στη Γεωργική Εταιρεία Χατζηλαζάρου και ο Μήτσος Προκόβας, σαν βοηθός του Μιχάλη Τσοχατζή[5]. Αφού τελείωνε με τις δουλειές του γραφείου, κατευθυνόταν στο στέκι του που ήταν το καφεζαχαροπλαστείο "Ντορέ" του Κώστα Πάλτσου, το οποίο βρισκόταν στο ισόγειο του ξενοδοχείου "Πανελλήνιον", στη νότια πλευρά της Κεντρικής πλατείας. Εδώ συναντούσε τους φίλους του και παρακολουθούσε μαζί τους τα μουσικά προγράμματα που προσέφεραν οι ορχήστρες του "Ντορέ", οι οποίες πολλές φορές ήταν ειδικά προσκεκλημένες από τη Βιέννη. Το 1930 αποχώρησε ο Κώστας Πάλτσος από την επιχείρηση του "Ντορέ" και τη διαχείριση ανέλαβε ο Μήτσος Βρεττόπουλος, επαναφέροντας στο καφέ-ζαχαροπλαστείο την παλιά του ονομασία "Πανελλήνιον". Δεν ξέρουμε για ποιους λόγους, αλλά μόλις έγινε η αλλαγή αυτή ο Χατζηλαζάρου μετέφερε το στέκι του στο καφενείο "Παράδεισος", το οποίο στεγαζόταν στη γωνία των οδών Μ. Αλεξάνδρου και Κούμα και τη διαχείρισή του είχαν ο Ιωάννης Μπέκας και ο Ζήσης Τσουρέλης. Τα καλοκαίρια το καφενείο αυτό έβγαζε τραπεζάκια στην πλατεία, λειτουργούσε και σαν εστιατόριο και συγκέντρωνε πολύ και εκλεκτό κόσμο. Εκεί ο Αλεξάντερ με την παρέα του ξενυχτούσαν κουβεντιάζοντας μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Τους χειμωνιάτικους μήνες προτιμούσε να ταξιδεύει στο εξωτερικό, άλλοτε στην Ευρώπη και άλλοτε στη Μέση Ανατολή. Η οικονομική ευχέρεια που διέθετε του επέτρεπε να επισκέπτεται διάφορες χώρες και να διασκεδάζει με κάθε τρόπο. Ήταν ένας τυπικός μποέμ, καλοντυμένος, με τρόπους, που όμως για τη Λάρισα της εποχής εκείνης το γεγονός αυτό αποτελούσε μία ασυνήθιστη γραφικότητα.
Όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι το 1941. Μετά τη γερμανική και ιταλική κατοχή ο Αλεξάντερ Χατζηλαζάρου ήταν για τους κατακτητές το μαύρο πρόβατο. Καταδόθηκε από συμπολίτες του ως Αγγλος υπήκοος και τον Σεπτέμβριο του 1941 τον συνέλαβαν οι Ιταλοί. Τον φυλάκισαν στο κτίριο της Καραμπινιερίας, το οποίο στεγαζόταν στο γνωστό νεοκλασικό της οδού Μανωλάκη και τον υπέβαλαν σε βασανιστικές ερωτήσεις. Τους εξηγούσε ότι ήταν Έλληνας στην καταγωγή, ότι δεν είχε καμία ανάμειξη σε αντιστασιακή δράση ή συνεργασία με τους Άγγλους και ότι η αγγλική υπηκοότητα ήταν προσχηματική. Όμως σύντομα κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τους πείσει. Ενώ συνεχιζόταν η φυλάκισή του άρχισε να αντιμετωπίζει τους Ιταλούς κατακτητές με περιφρόνηση, κρατώντας απέναντί τους αγέρωχη στάση. Αρνιόταν πλέον πεισματικά να απαντά στις ερωτήσεις τους και προχώρησε ακόμα περισσότερο. Έκανε απεργία πείνας. Έκλεισε το στόμα του, δεν έτρωγε, ούτε έπινε νερό, επέστρεφε το φαγητό άθικτο και δεν συζητούσε μαζί τους. Η στάση του αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να αδυνατήσει, να εξαντληθεί και μέσα σε λιγότερο από δεκαπέντε ημέρες να πεθάνει από ασιτία. Η ενέργειά του αυτή όταν έγινε γνωστή στην πόλη θεωρήθηκε σαν μια ιδιότυπη αντίσταση κατά των κατακτητών, οι κάτοικοι της οποίας έμειναν έκπληκτοι από τη γενναία στάση του Αλέξανδρου Χατζηλαζάρου.
Το περιστατικό που σας περιέγραψα δεν το γνώριζα, το έμαθα τώρα τελευταία και θα ήταν για μένα μεγάλη ικανοποίηση να μάθω περισσότερα για τη ζωή και τον θάνατο του Χατζηλαζάρου και να έχω μια φωτογραφία του (τηλ. 2410 287450).
------------------------
[1]. Για όσους δεν γνωρίζουν, το Σχολικό Γυμναστήριο βρισκόταν απέναντι από τη νότια πλευρά του Α΄ Γυμνασίου Αρρένων, αφού μεσολαβούσε η οδός Ηπείρου, στο σημείο όπου σήμερα έχουν κτιστεί σχολικά συγκροτήματα.
[2]. Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η οικία-πύργος του Βερύκιου-Βελησσαρίδη, εφ. "Ελευθερία", φύλλα της 10ης και της 17ης Μαΐου 2017.
[3]. Ήταν η περιοχή του σημερινού οικισμού Μάνδρα. Η κοινότητα της Μάνδρας ιδρύθηκε στα κτήματά του, όταν το 1926 μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, η έλευση των προσφύγων συνέπεσε χρονικά με την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών από το ελληνικό κράτος. Οι κάτοικοι της σημερινής Μάνδρας προέρχονται από το χωριό Μυστί της Καππαδοκίας.
[4]. Περραιβός Κώστας. Ο πρώτος Λαρισινός αντιστασιακός νεκρός, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 27ης Ιουνίου 1982.
[5]. Ο Μήτσος Προκόβας μετά τη μικρή θητεία του στο Λογιστήριο του Αλέξανδρου Χατζηλαζάρου, προσλήφθηκε σαν υπάλληλος στην Τράπεζα Αθηνών, η οποία στεγαζόταν μέχρι τον σεισμό του 1941 σε ένα θαυμάσιο νεοκλασικό κτίριο, στο σημείο όπου σήμερα βρίσκεται το κτίριο του Ταχυδρομείου. Ως γνωστόν, η Τράπεζα αυτή αργότερα απορροφήθηκε από την Εθνική.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)