στιγμές και να ξεχάσουν τις καθημερινές βιοτικές μέριμνες. Βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το κτίριο των ΣΕΚ (Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους, ο σημερινός ΟΣΕ). Ιδρυτής του ήταν ο Λαρισαίος Αλέκος Ξυραδάκης[1], ο οποίος το έκτισε πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, περίπου στις αρχές του 20ού αιώνα, και το διατήρησε σε λειτουργία για πολλά χρόνια. Το αρχικό κέντρο είχε τη μορφή πολυγωνικού κτίσματος, σαν ένα είδος ροτόντας και θαμώνες του ήταν οι ξενύχτηδες της εποχής. Θεωρούνταν εξοχικό, καθώς δεν υπήρχαν άλλα κτίσματα στην περιοχή, ο σιδηροδρομικός σταθμός ήταν ξεκομμένος από την πόλη και τα τελευταία σπίτια της Λάρισας έφθαναν μέχρι τη Φαρσαλόπορτα και το χαντάκι που σήμερα έχει αντικατασταθεί από τη Λεωφόρο Ηρώων Πολυτεχνείου. Διέθετε ορχήστρα με λαϊκά όργανα και πίστα χορού. Κατά το 1928 περίπου το κτίσμα αυτό κατεδαφίστηκε και στη θέση του οικοδομήθηκε νέο, ισόγειο κατάστημα με ευρύχωρη αίθουσα και ταράτσα. Διατηρούνταν μέχρι πριν από μερικά χρόνια επί της οδού Παλαιολόγου, στο ύψος της πλατείας Σταθμού. Την επιχείρηση είχε αναλάβει τότε ο Αθανάσιος Αρμένος, ο οποίος αργότερα συνεργάστηκε με τον Γ. Προκόπουλο. Στην αρχή το κατάστημα χρησιμοποιήθηκε βασικά σαν καφενείο και σε ορισμένες περιπτώσεις, κυρίως τους θερινούς μήνες, μετακαλούσε και ορχήστρες. Αργότερα δούλεψε και ως καφεζυθεστιατόριο. Τα καλοκαίρια στη δροσερή ταράτσα γλεντούσαν οι Λαρισαίοι με κιθάρες και καντάδες[2].
Στη φωτογραφία που συνοδεύει το σημερινό κείμενο διαβάζουμε την επιγραφή του κέντρου "Καφφέ Ζυθεστιατόριον ΠΑΥΣΙΛΥΠΟΝ Αθ. Αρμένου, Γ. Προκόπουλου". Το κατάστημα διέθετε τέσσερες πόρτες. Το "Παυσίλυπον" χρησιμοποιούσε τις τρεις, ενώ στην τέταρτη στεγαζόταν το Κουρείο του Πάνου Ν. Παπαηλιού. Η μέρα είναι ηλιόλουστη. Στην ταράτσα μια παρέα φλερτάρει χαριτωμένα με τον φωτογραφικό φακό. Στο πεζοδρόμιο έχουν αναπτυχθεί τραπεζοκαθίσματα με αραιούς θαμώνες. Κοντά στο ρείθρο του πεζοδρομίου διακρίνεται κάποιο εικονοστάσι. Ποιος ξέρει ποια άγνωστη οικογένεια θα έκλαψε κάποιον δικό της σ' αυτό το σημείο[3]. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτε από το "Παυσίλυπον", καθώς στη θέση του υψώθηκε πολυώροφη οικοδομή.
-- Ένα άλλο ψυχαγωγικό κέντρο στην περιοχή του Σταθμού ήταν το "Μπαρ ΣΕΚ". Στη βορειοανατολική πλευρά του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού κτίστηκε το 1934 ένα απλό μπαρ για να εξυπηρετεί τους ταξιδιώτες. Θυμόμαστε οι παλαιότεροι ότι οι αμαξοστοιχίες σταματούσαν για λίγα λεπτά σε μεγάλους σταθμούς στη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη, και οι επιβάτες είχαν τη δυνατότητα να κατεβούν, να κατευθυνθούν στο μπαρ του σταθμού και να αγοράσουν αναψυκτικά, καφέδες, σάντουιτς, κ.λπ. ενώ νεαροί διέσχιζαν την αποβάθρα διαλαλώντας ζεστά σουβλάκια. Το μπαρ αυτό στη Λάρισα είχε μια κεντρική αίθουσα που εξυπηρετούσε τους περαστικούς επιβάτες και δεξιά και αριστερά άλλες δύο αίθουσες, οι οποίες χρησίμευαν για εστιατόριο και καφενείο. Δίπλα του προς βορρά, σε ένα μέρος της σημερινής πλατείας, υπήρχε υπαίθριος χώρος με πράσινο, όπου τα καλοκαίρια τοποθετούνταν τραπεζοκαθίσματα. Οι εγκαταστάσεις αυτές εξυπηρετούσαν τους Λαρισαίους, οι οποίοι κατέβαιναν μέχρι τον Σταθμό για να δροσιστούν. Αρχικός ενοικιαστής του "Μπαρ ΣΕΚ" ήταν ο Αθηναίος Νικόλαος Πρωτέκδικος, στον οποίο είχε δοθεί η διαχείριση σε όλα τα μπαρ των σιδηροδρομικών σταθμών της γραμμής. Με τον χρόνο το "Μπαρ ΣΕΚ" εξελίχθηκε σε σπουδαίο κοσμικό κέντρο, τα καλοκαίρια μετακαλούσαν για ψυχαγωγία των θαμώνων ορχήστρες και τραγουδιστές, η δουλειά αυξανόταν και ο Πρωτέκδικος αναγκάστηκε να αναζητήσει συνεταίρο από την πόλη μας. Συνεργάστηκε το 1936 με τον Λαρισαίο εμποροράπτη Ιωάννη Ψυχούλη. Ο τελευταίος ήταν γνωστός στο κοινό της πόλης, αφού είχε διαπρέψει στο επάγγελμά του. Η συνεργασία πήγε πολύ καλά και το "Μπαρ ΣΕΚ" συναγωνιζόταν σε επιτυχίες το προπολεμικό "Αλκαζάρ". Όμως ο πόλεμος του 1940 διέκοψε την ανοδική του πορεία, σταμάτησε να λειτουργεί και οι χώροι του χρησιμοποιήθηκαν για κέντρο διανομών του προσωπικού των σιδηροδρόμων[4].
Μεταπολεμικά το "Μπαρ ΣΕΚ" ανασυγκροτήθηκε και ξαναγνώρισε τις παλιές του δόξες, ανταγωνιζόμενο πάλι το "Αλκαζάρ", αλλά τώρα του Μήτσου Βρεττόπουλου. Το κατάστημα μισθώθηκε στην εταιρεία Παν. Κερασιώτης-Στεφάνου και τη διεύθυνση είχε ο Δημήτριος Καπερνάρος. Αυτοί το ανακαίνισαν, το φρόντισαν και μετακαλώντας πολύ καλές ορχήστρες, διάφορα νούμερα και εκλεκτούς τραγουδιστές (Μπέμπα Κυριακίδου, Ζαΐρα, κ.λπ.). διασκέδαζαν τους Λαρισαίους. Η επιτυχημένη πορεία του διήρκησε μέχρι την εποχή όπου η διοίκηση των Σιδηροδρόμων αποφάσισε να ανακαινίσει το κτίριο του Σταθμού. Μαζί με την κατεδάφιση του παλιού Σταθμού κατεδαφίστηκε και το "Μπαρ ΣΕΚ". Στο νέο κτίριο το οποίο εγκαινιάστηκε στις 26 Αυγούστου 1961 ενσωματώθηκε μπαρ και εστιατόριο, αλλά η έκταση του παλαιού κήπου χάθηκε, καθώς αποτέλεσε μέρος της σημερινής πλατείας.
--Πολύ κοντά στο "Παυσίλυπον" και στο "Μπαρ ΣΕΚ", στη γωνία των σημερινών οδών 28ης Οκτωβρίου και Κων. Παλαιολόγου, βρισκόταν ένα άλλο σπουδαίο ψυχαγωγικό κέντρο που άφησε εποχή. Ήταν η "Όασις". Οι εργασίες ανέγερσης άρχισαν το 1938 και τα εγκαίνιά του έγιναν τον Απρίλιο του 1939. Αποτελούσε ιδιοκτησία των αδελφών Γιάννη και Βαγγέλη Γιαννάκου[5]. Εκτός από το κεντρικό κτίριο όπου στέγαζε μια ευρύχωρη αίθουσα για τους χειμερινούς μήνες, διέθετε και έναν θαυμάσιο κήπο, τον οποίο οι επιχειρηματίες εκμεταλλεύονταν τους θερινούς μήνες. Όλος ο χώρος περιβαλλόταν από ψηλό περιτοίχισμα από πέτρα, το οποίο καλυπτόταν από φουντωμένα γιασεμιά. Το καλοκαίρι άπλωνε τραπέζια και στην ταράτσα του χειμερινού κέντρου, το οποίο χρησιμοποιούσε ως εστιατόριο, ενώ στον κήπο υπήρχε πίστα χορού. Οι αδελφοί Γιαννάκου φρόντιζαν να μετακαλούν μεγάλες μορφές του ελαφρού και λαϊκού τραγουδιού, διάφορα νούμερα και χορευτικά. Όταν αποχώρησαν οι αδελφοί Γιαννάκου, ενοικίασε την "Όαση" ο Αθανάσιος Τεκερλέκης και την περίοδο εκείνη γνώρισε τις μεγαλύτερες δόξες της. Εποχή άφησαν στη Λάρισα οι εμφανίσεις του Καζαντζίδη με τη Μαρινέλλα στην "Όαση". Επίσης στο ίδιο κέντρο ο Λαρισαίος τραγουδιστής Νίκος Μαλλιόπουλος με την κιθάρα και τη βελούδινη φωνή του, μάγευε κάθε βράδυ τους θαμώνες του. Αργότερα μετονομάστηκε σε "Χαγιάτι". Και με τη νέα ονομασία το κέντρο προτιμούσαν πολλοί Λαρισαίοι, παρ΄ όλο που υπήρχε έντονος ανταγωνισμός με τα άλλα κέντρα ψυχαγωγίας, τα οποία είχε εν αφθονία η πόλη μας. Στα τελευταία του το κέντρο αυτό λειτούργησε ως ντισκοτέκ με το όνομα "Ανναμπέλλα". Σήμερα ο χώρος όπου βρισκόταν η "Όαση" είναι εγκαταλειμμένος και το κτίριο κατεδαφισμένο.
Τα παλιά χρόνια η Λάρισα αν και μικρή σε πληθυσμό είχε πολλά κέντρα ψυχαγωγίας. Μερικά απ' αυτά περιγράψαμε σε προηγούμενα κείμενα. Υπάρχουν όμως και άλλα ακόμα. Εντυπωσιάζει η πληθώρα των καταστημάτων αυτών, τα οποία μάλιστα ανήκαν σε διάφορες κατηγορίες. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι οι κάτοικοί της, παρ' όλα τα βάσανα και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο πολλών, εύρισκαν τον τρόπο να διασκεδάζουν σε ψυχαγωγικά κέντρα ανάλογα με το βαλάντιό τους.[6]
-----------------------------------------------
[1]. Ο γιος του Ιωάννης Ξυραδάκης ήταν γνωστός στην κοινωνία της Λάρισας, καθώς ήταν ξακουστός κουρέας και μάλιστα θεωρείται ότι ήταν ο πρώτος που τόλμησε να ανοίξει συγχρόνως και κομμωτήριο, σε μια εποχή όπου η κυκλοφορία των γυναικών στην αγορά ήταν μεγάλο τόλμημα, πόσο μάλλον η είσοδος σε κομμωτήριο με άνδρα κομμωτή. Το κουρείο του βρισκόταν σε ένα από τα ισόγεια καταστήματα του ξενοδοχείου "Ολύμπιον" και είχε πρόσοψη επί της οδού Μ. Αλεξάνδρου.
[2]. Ζιαζιάς Γεώργιος, Αναζητώντας την παλιά Λάρισα. 50 χρόνια μνήμες και αναπολήσεις (1900-1950). Λάρισα (1994) σελ. 99.
[3]. Το ίδιο εικονοστάσι διακρίνεται και σε προπολεμικό επιστολικό δελτάριο που φέρει τον υπότιτλο "Οδός Αχιλλέως" και απεικονίζει την οδό Κων. Παλαιολόγου σε όλο το μήκος της. Η τελευταία αποτελούσε, με κάποια καμπυλότητα, τη συνέχεια της οδού Αχιλλέως (Παναγούλη σήμερα) και συνέδεε το κέντρο της πόλης με τον Σταθμό των τρένων του Διεθνούς Σιδηροδρομικού δικτύου (Λαρισαϊκός).
[4]. Ολύμπιος (Περραιβός Κώστας). Αναμνήσεις από το "Μπαρ ΣΕΚ", στη σειρά "Η Λάρισα που χάθηκε", εφ. "Λάρισα", φύλλο της 3ης Σεπτεμβρίου 1979.
[5]. Οι αδελφοί Γιαννάκου διατηρούσαν κατάστημα αποικιακών στη γωνία των οδών Γεωργίου Β' (Σεφέρη) και Κίρκης, στη συνοικία του Αγ. Κωνσταντίνου.
[6]. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Βαγγέλη Ρηγόπουλο, μέλος της Φωτοθήκης, για τις πολύτιμες πληροφορίες που μου προσκόμισε.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com