Για τη Λάρισα όμως η ημέρα αυτή ξυπνά μαύρες μνήμες και –σε λιγοστούς πια- οδυνηρές θύμησες. Πριν από 79 χρόνια, την 21η Δεκεμβρίου του ΄40, καταγράφηκε ο πρώτος μεγάλος βομβαρδισμός της πόλης από τους Ιταλούς. Ουσιαστικά, δύο μήνες μετά την κήρυξή του, είναι η στιγμή που η πόλη βιώνει από πρώτο χέρι το αποκρουστικό και θανατηφόρο πρόσωπο του πολέμου. Μετρά τους πρώτους της νεκρούς, όχι στα βουνά της Αλβανίας, αλλά εδώ στην πόλη. Γι’ αυτό και η ημέρα αυτή περιγράφεται ως μαρτυρική: Οι νεκροί φτάνουν τους 60, οι 48 εκ των οποίων Λαρισαίοι, σε 150 υπολογίζονται οι τραυματίες.
Οι αριθμοί είναι μεγάλοι, αφενός διότι οι κάτοικοι της πόλης δεν είχαν ζήσει έως τότε τον θάνατο από τους βομβαρδισμούς, οι οποίοι μέχρι την ημέρα εκείνη ήταν σποραδικοί και συνήθως άστοχοι, με τις βόμβες να πέφτουν πέριξ της πόλης έχοντας ως στόχο την περιοχή του Σιδηροδρομικού Σταθμού και αποθήκες πυρομαχικών και στρατιωτικού υλικού στο Μεζούρλο. Αφετέρου διότι η αεράμυνα φαίνεται ότι δεν λειτούργησε έγκαιρα, με τις σειρήνες να ηχούν σχεδόν ταυτόχρονα με τη ρίψη της πρώτης βόμβας.
Τη μαρτυρική εκείνη ημέρα, το ημερολόγιο έλεγε 21 Δεκεμβρίου του ΄40, ήταν ένα ηλιόλουστο (με λίγα μόνο σύννεφα στον ουρανό) μεσημέρι Σαββάτου. Τη διαδέχτηκε η πένθιμη Κυριακή, με τους νεκρούς να κηδεύονται δυο-δυο, γιατί τα θύματα ήταν πολλά και η μέρα μικρή…
Από κείμενα, λίγα χρόνια μετά, του δημοσιογράφου Βασίλη Βουτσιλά στην «Ελευθερία» και το βιβλίο του Γιώργου Ζιαζιά για την Κατοχή, δανειζόμαστε μερικά αποσπάσματα της τραγικής εκείνης ημέρας.
Γράφει ο Βασίλης Βουτσιλάς στο φύλλο της «Ε» της 21.12.1965:
«Οι μέχρι της 21ης Δεκεμβρίου 1940 βομβαρδισμοί της Ιταλικής αεροπορίας στην πόλη της Λάρισας και την περιοχή της, που είχαν στόχους αποθήκες πυρομαχικών και υλικών στρατού, ήταν λίγοι και άστοχοι στην πλειοψηφία και γύρω από τον σταθμό τότε ΣΕΚ και το Μεζούρλο, και αυτός ήταν ένας λόγος που κράτησε η Λάρισα ένα μέρος των κατοίκων της, τους κάπως πιο θαρραλέοι, οι οποίοι είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω επαγγέλματος είτε λόγω αναστολών και απαλλαγών δεν είχαν επιστρατευθεί και διανυκτέρευαν στα σπίτια τους στην πόλη».
Κατά τον συγγραφέα οι βομβαρδισμοί 21ης Δεκεμβρίου 1940, στέρησαν τη ζωή σε 61 αμάχους πολίτες, τραυματίζοντας 150.
Να πώς περιγράφει τους βομβαρδισμούς ο Γ. Ζιαζιάς:
«Πλησίαζε μεσημέρι, όταν με ένα φίλο, συνάδελφό μου δικηγόρο βολτάραμε στο νότιο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο της Κεντρικής πλατείας, μιας που ο καιρός ήταν σχετικά καλός, μόνο το μισό ουρανό πάνω από την πόλη σκέπαζαν σύννεφα. Άξαφνα άρχισαν να ηχούν οι σειρήνες συναγερμού. Αμέσως με το άκουσμα ο κόσμος που ήταν στην πλατεία άρχισε να τρέχει προς τα πλησιέστερα καταφύγια το ίδιο και οι πελάτες που έβγαιναν από τα μαγαζιά. Οι μαγαζάτορες άρχισαν να κλείνουν πόρτες, να κατεβάζουν τα ρολά και να σπεύδουν κι αυτοί στα καταφύγια όπως και εγώ με τον φίλο μου, να σπεύδουμε να καταφύγουμε στο ξενοδοχείο τότε ύπνου «Ολύμπιον», που ήταν στη γωνία των οδών τότε των Έξη και σήμερα Κύπρου και Μεγ. Αλεξάνδρου (σήμερα γραφεία), που λόγω του ότι ήταν νεόδμητο με πλάκες υπογείου και ορόφων από μπετόν θεωρείτο για την εποχή του ασφαλές, προς τα εκεί άλλωστε έτρεχαν και οι αξιωματικοί που λόγω του μεσημεριού έτρωγαν στη Στρατιωτική Λέσχη της Πλατείας και ήταν αρκετοί.
Με τα μάτια και προς τον ουρανό και προτού φθάσουμε στο κέντρο της πλατείας και ταυτόχρονα με τη λήξη των σειρήνων, είδαμε να ξεπροβάλει από τα σύννεφα ένα σμήνος τεσσάρων Ιταλικών βομβαρδιστικών και συγχρόνως να σκάζουν γύρω μας βόμβες, τα αέρια των οποίων μας πέταξαν, εμένα μεν στο παρτέρι της πλατείας, από τη μεριά, όπου σήμερα η Τράπεζα Εργασίας (τότε καφενείο «Παράδεισος»), τον φίλο μου δε προς την αντίθετη κατεύθυνση, χωρίς να μας πάρει ευτυχώς κανένα βλήμα από τις βόμβες, ούτε κανένα μεταλλικό φύλλο, που σε σχήμα λεπιών ψαριού, ήταν καλυμμένος ο τρούλος της λέσχης και που με τον βομβαρδισμό του τα φύλλα του, με την εκτίναξή τους, σκότωσαν και τραυμάτισαν τους περισσότερους της πλατείας περιπατητές και περαστικούς.
Και τα τέσσερα παρτέρια της πλατείας ήταν και τότε, όπως πρόσφατα φυτευμένα με πράσινο και λουλούδια, διαφορετικά όμως διαρρυθμισμένα, σε σχήμα δε «γάμα» είχαν ανοίγει ορύγματα, όπως και σε πολλούς άλλους ελεύθερους χώρους, για να καταφεύγουν οι κάτοικοι σε περίπτωση βομβαρδισμών, γιατί τα καταφύγια για το κοινό ήταν λιγοστά, εν σχέση με τα οικογενειακά που ήταν κάπως περισσότερα. Από την πρασιά του παρτεριού, που μου είχαν πετάξει τα αέρια, με την ασύλληπτη δύναμη σε πίεση, κύλησα στο όρυγμα, που κρατούσε και λίγο νερό, από την προηγούμενη βροχερή ημέρα και την ίδια στιγμή πήδησε μέσα στο όρυγμα ένας πιτσιρικάς εφημεριδοπώλης, που από τον φόβο του και το νερό που μπήκε στα παπούτσια του έτρεμε σύγκορμος. Σηκώθηκα όρθιος και μέσα σε μια μπαρουτοκαπνισμένη ατμόσφαιρα με σύννεφα σκόνης προσπαθούσα να ιδώ τι απέγινε ο φίλος μου. Αντίκρισα σκηνές φρικιαστικές, σκηνές που η πένα μου αδυνατεί να περιγράψει, να μεταφέρει στο χαρτί.
Η πλατεία και οι γύρω δρόμοι της έμοιαζαν με πεδίο μάχης. Πτώματα μπροστά και πίσω μου, όπου ήταν τα παλιά Δικαστήρια, τούβλα, πέτρες, θραύσματα από τζάμια, εκατοντάδες φύλλα μολύβδου του βομβαρδισθέντος τρούλου του κτιρίου της Στρατιωτικής Λέσχης, που ήταν εκεί όπου και σήμερα, αλλά σε κτίριο νεοκλασικού ρυθμού με τρούλο, δεκάδες τραυματίες που με γοηρές κραυγές ζητούσαν βοήθεια, ουρλιαχτά και κλάματα από το μέρος της Εθνικής Τράπεζας, στο πεζοδρόμιο της οποίας υπήρχαν σκοτωμένοι και τραυματίες και απελπιστικές φωνές, «βοήθεια», «ωχ, ωχ μάνα μου» και βουγγητά από τη μεριά της Ιονικής τράπεζας (τότε Λαϊκής), έξω από το πεζοδρόμιο της οποίας είχαν τραυματιστεί λούστροι και λουστράκια, που τότε με τα κασελάκια τους γυάλιζαν παπούτσια και μέσα σ' αυτή την κόλαση ν' ακούς μια μάνα, στη γωνία των οδών Κούμα και Παπαναστασίου, ανασκουμπωμένη και με το «πιστιμάλλι», όπως βγήκε από την κουζίνα της, ν' αναζητεί το γιο της φωνάζοντας συνέχεια «Κώτσιο - Κώτσιο παιδί μ'», χωρίς να νοιάζεται για τίποτε άλλο!
Περίμενα να ιδώ κανέναν άλλον, ώστε να τρέξω και εγώ για βοήθεια, πλην όμως και για ένα διάστημα δεν τολμούσε να ξεμυτίσει κανένας, μόνο ένας αξιωματικός χωρίς πηλίκιο, τον θυμάμαι σαν τώρα, που έμαθα αργότερα ότι ήταν γιατρός, έτρεχε εδώ και εκεί βοηθώντας τους τραυματίες, χωρίς τη βοήθεια κανενός άλλου αξιωματικού, από αυτούς που είχαν καταφύγει, όπως προαναφέρα στο «Ολύμπιο», οι οποίοι από τη σαστιμάρα τους στοιβαγμένοι στην είσοδο του ξενοδοχείου, παρακολουθούσαν αδρανείς το φρικιαστικό θέαμα, χωρίς να τολμούν να σπεύσουν σε βοήθεια, γιατί όπως άκουσα στις συζητήσεις τους κατόπιν περίμεναν ότι θα επακολουθούσε και άλλο σμήνος βομβαρδιστικών, αφού το πρώτο σμήνος πρόβαλε στον ουρανό, χωρίς να το αντιληφθεί έγκαιρα η αεράμυνα, κάτι τέτοιο άλλωστε φοβόμουν και εγώ και δεν τόλμησα να φύγω από όρυγμα και να πάω ή στο καταφύγιο του «Ολυμπίου» ή στο της Αγροτικής Tράπεζας στην οδό Ίωνος Δραγούμη, ή να τρέξω για βοήθεια όπως έτρεξαν για βοήθεια και τρεις Καναδέζοι ή Νεοζηλανδοί, δεν θυμάμαι καλά, μόνο θυμάμαι ότι ήταν πανύψηλοι που κατά την ώρα του βομβαρδισμού γυάλιζαν τις μπότες τους σε κασελάκια λούστρων που ήταν απέναντι από το καφενείο τότε «Παράδεισος», στην άκρη της πλατείας. Μάλιστα θυμάμαι ότι για τη μη έγκαιρη προειδοποίηση του κόσμου και το μακελειό που έγινε, κατηγορούσαν και έριχναν την ευθύνη στον τότε υπεύθυνο της Αεράμυνας αντισυνταγματάρχη, υποστηρίζοντας ότι δεν έπρεπε να σημάνει καθόλου συναγερμό γιατί με τον συναγερμό βρήκαν οι βόμβες τον κόσμο στους δρόμους τρέχοντας προς τα καταφύγια. Ένας λόγος ήτανε κι αυτός.
Πέρασαν λίγα λεπτά της ώρας και σαν τα μυρμήγκια άρχισαν να ξεθαρρεύουν και να βγαίνουν τρέχοντας, άλλοι για τα σπίτια τους, άλλοι για τα μαγαζιά τους και ελάχιστοι να βοηθούν τους πολιτοφύλακες, τους χωροφύλακες, τους αξιωματικούς και στρατιώτες που εν τω μεταξύ κατέφθαναν.
Βγήκα και εγώ από το όρυγμα κοιτώντας με ανατριχίλα τα πτώματα (ένα μάλιστα ήταν συνάδελφου μου), τους τραυματίες και τις γύρω καταστροφές και πήρα τον δρόμο προς την οδό Φιλελλήνων, στο μέσον της οποίας ήταν το μαγαζί του πατέρα μου, που με αγωνία με περίμενε και στη συνέχεια επέστρεψα στην πλατεία και βοήθησα τους πολιτοφύλακες στο φόρτωμα πτωμάτων σ' ένα διπλόκαρο όπως και στη μεταφορά τραυματιών. Στην πλατεία βρήκα τον φίλο συνάδελφο, σώο κι αυτόν, με στουμπισμένο όμως κορμί, όπως άλλωστε και το δικό μου. Πάνω στις μαρτυρίες αυτές έπιασε το αυτί μου για βόμβα στην οδό Τζαβέλλα όπου το σπίτι μου, που ήταν κλειστό, αφού η υπόλοιπη οικογένεια, είχε καταφύγει στη Ρέτσανη (Μεταξοχώρι) - Αγιάς και έντρομος έτρεξα να ιδώ. Πράγματι η πρώτη βόμβα είχε πέσει στη γωνία των οδών Τζαβέλλα - Σκουφά και ήταν εκεί σκοτωμένη μια γυναίκα και κάτι αίματα, σημείο ότι ήταν τραυματισμένοι, που έφυγαν ή τους πήραν. Κοιτάζω το σπίτι μου και βλέπω ότι από την πρόσοψη είχαν εκτιναχθεί πόρτες και παράθυρα, τα οποία αφού πρόχειρα ψευτομερεμέτισα κάρφωσα, πήρα πάλι τον δρόμο προς το μαγαζί. Φθάνοντας στη διασταύρωση των οδών Σκουφά και Ταγματάρχου Βελησσαρίου είδα τις καταστροφές της δεύτερης βόμβας, όπως και στη διασταύρωση των οδών Ανθ. Γαζή και Παπακυριαζή, όπου ήταν σκοτωμένοι και έπλεαν σε λίμνη αίματος τα πτώματα μιας γυναίκας και δύο μικρών παιδιών και πιο κει ένα άλλο πτώμα ενός ηλικιωμένου συνταξιούχου αξιωματικού. Την εικόνα αυτή των μικρών, όπως και το πώς πιάστηκα από μια κολόνα φωτισμού για να μη λιποθυμήσω τη θυμάμαι ακόμα και ανατριχιάζω.
Συνεχίζοντας διαπίστωσα ότι η τέταρτη βόμβα είχε πέσει στο οικόπεδο της Εθνικής Τράπεζας, που ήταν τότε θερινός Κινηματογράφος και σήμερα μια σειρά ισογείων καταστημάτων, η πέμπτη όπως προανέφερα έπεσε στην Κεντρική πλατεία στον τρούλο της στρατιωτικής Λέσχης, η έκτη στην οδό Πανός, όπου έξω από τα ήδη γνωστά δύο ψητοπωλεία ήταν σκοτωμένος ένας χωριάτης, του οποίου τα άλογα του διπλοκάρου τραυματισμένα ψυχορραγούσαν και τα αποτελείωσε με το πιστόλι του ένας Εγγλέζος, η εβδόμη βόμβα έπεσε στην οδό Δήμητρας και μια άλλη πιο κάτω. Στην πλατεία και μπροστά στην Εθνική τράπεζα ένας πολιτοφύλακας, ράφτης στο επάγγελμα, μου γνώρισε ότι μεταξύ των νεκρών και ο αδελφός του πατέρα μου και ότι ο ίδιος τον είχε φορτώσει απέναντι από το κτίριο ΟΤΕ σ' ένα κάρο μαζί με άλλους, δεν γνώριζε όμως που τους πήγαν.
…Το (επόμενο) πρωί αφού άκουσα τον απόηχο των πρωτοφανών εγκληματικών γεγονότων, εκείνο που έκανε σε μένα και σ' όλους μεγάλη αίσθηση ήταν ότι κανενός σκοτωμένου δεν αφαιρέθηκαν χρήματα ή χρυσαφικά κλπ., που έφεραν πάνω τους. Μερικοί μάλιστα φορούσαν και ζωνάρια με ραμμένες πάνω χρυσές λίρες, ρεσέτια και πεντόλιρα».