Ένα από τα πιο πολύνεκρα ναυάγια που έγιναν ποτέ σε ελληνική λίμνη και όμως ελάχιστοι γνωρίζουν. Ο καθηγητής και πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου στο Νεοχώρι Καρδίτσας κ. Γιώργος Καραντώνης, τα τελευταία 4 χρόνια αφιερώθηκε στη συλλογή πληροφοριών, φωτογραφιών και ηχογραφημένων διηγήσεων των κατοίκων με στόχο να πραγματοποιηθεί ένα αφιέρωμα στη μνήμη τους. Ο ίδιος έχασε τον παππού του στο ναυάγιο. Η έρευνα αυτή ολοκληρώθηκε και μάλιστα τα αποτελέσματά της θα παρουσιαστούν σε σχετική εκδήλωση που θα γίνει στις 7 Δεκεμβρίου στην Καρδίτσα. Η «Ε» ήταν από τις εφημερίδες που έγραψαν εκείνη την εποχή για την τραγωδία του Μέγδοβα. Ο κ. Καραντώνης σήμερα μιλά στην «Ε» για τα γεγονότα εκείνης της μοιραίας νύχτας, ενώ εξηγεί ότι η πρόθεσή του ήταν να γίνει κάτι ώστε να μην ξεχαστεί αυτό το φρικτό γεγονός που σημάδεψε το χωριό και μάλιστα, όπως λέει, οδήγησε και στη σταδιακή εγκατάλειψή του από τους κατοίκους. «Αφιέρωσα αμέτρητα μερόνυχτα για να συγκεντρώσω τις πληροφορίες. Πήγαινα από πόρτα σε πόρτα, από σπίτι σε σπίτι αναζητώντας πληροφορίες. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Έψαχνα σε δημοσιεύματα της εποχής. Το φωτογραφικό υλικό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι. Έφτασα μέχρι και τη Βουλή των Ελλήνων, ενώ απευθύνθηκα και στη γεωγραφική υπηρεσία του στρατού για να βρω χάρτη της περιοχής όπως ήταν πριν γεμίσει η λίμνη. Θεωρώ ότι έγινε μια αξιόλογη εργασία» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Παράλληλα, σημειώνει ότι το ατύχημα αυτό έμελλε να είναι καθοριστικό στην ιστορική εξέλιξη του χωριού. «Παραδόσεις, ήθη και έθιμα έπαψαν να πραγματοποιούνται και το μεταναστευτικό ρεύμα που ήδη είχε ξεκινήσει, επιταχύνθηκε με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί ο πληθυσμός του Νεοχωρίου. Τη δεκαετία του 1980 με πρωτοβουλία του τότε Κοινοτάρχη Νεοχωρίου, Στέφανου Θεολόγη, ανεγέρθηκε μνημείο δίπλα στο Κοιμητήριο στη θέση «Τσέρνος» με τα ονόματα όλων εκείνων που έχασαν τόσο άδικα τη ζωή τους. Κάθε χρόνο όταν πλησιάζει η θλιβερή αυτή επέτειος, τελείται επιμνημόσυνη δέηση και τρισάγιο στο μνημείο αυτό. Αυτό θα γίνει και φέτος και στη συνέχεια θα παρουσιαστεί όλο το χρονικό της τραγωδίας σε εκδήλωση». Πώς έφτασε όμως η Λίμνη Πλαστήρα να γίνει ο υγρός τάφος των 20 ανθρώπων, οι περισσότεροι εκ των οποίων εργάζονταν στα έργα του φράγματος;
Έτος 1959. Το μεγαλόπνοο έργο του φράγματος (Ταυρωπού ή Μέγδοβα), είχε αρχίσει να γεμίζει με νερό το οροπέδιο της Νεβρόπολης. Δεν είχαν περάσει δύο μήνες από τον κατακλυσμό της τεχνητής λίμνης και μια νέα πραγματικότητα δημιουργήθηκε στην περιοχή. Καλλιεργήσιμες εκτάσεις, βοσκοτόπια και δρόμοι πλημμύρισαν με τα νερά των βροχών. Η σύνδεση των χωριών με την Καρδίτσα μέσω του Τσαρδακίου, διακόπηκε. Εκείνο τον καιρό, ένας κάτοικος από το Νεοχώρι, ο Ηρακλής Μητσογιάννης, αγόρασε μια βάρκα και άρχισε τα καθημερινά δρομολόγια Τσαρδάκι-Νεοχώρι, εξυπηρετώντας έτσι τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Η ζωή στην περιοχή της Νεβρόπολης είχε μπει σε νέα εποχή. Κανείς δεν φανταζόταν ότι η δημιουργία της λίμνης, ενός έργου που θα παρήγαγε ηλεκτρική ενέργεια, θα ύδρευε και θα άρδευε όλη την πεδιάδα της Καρδίτσας και όχι μόνο, θα έφερνε ένα ατύχημα που όμοιό του δεν είχε δει η περιοχή.
Το ημερολόγιο έδειχνε Σάββατο 5 Δεκεμβρίου. Ήταν παραμονή του Αγίου Νικολάου. Εκείνη τη νύχτα συνέβη κάτι τραγικό, που έμεινε στη μνήμη όλου του κόσμου ως το μεγαλύτερο ναυτικό ατύχημα σε γλυκό νερό έως τότε. Είκοσι άνθρωποι, οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν εργάτες στα έργα της λίμνης, γεμάτοι πράγματα για τις οικογένειές τους, αποφάσισαν να ξεκινήσουν από την περιοχή «Τσαρδάκι» για να φτάσουν απέναντι, εκεί που βρίσκεται τώρα ο Βοτανικός Κήπος Νεοχωρίου, με σκοπό να περάσουν τη γιορτή του Αγίου Νικολάου στα σπίτια τους. Αυτή η διαδρομή δεν θα έφτανε ποτέ στο τέλος της για κανέναν από τους επιβαίνοντες στη μοιραία βάρκα. Με τη Νεβρόπολη να έχει γεμίσει νερό, ήταν η πλέον γρηγορότερη διαδρομή να φτάσουν στα σπίτια τους. Δρόμοι δεν υπήρχαν. Είχαν αποκοπεί από τα νερά και οι καινούριοι δεν είχαν ακόμη διαμορφωθεί. Η επικοινωνία μεταξύ της δυτικής και ανατολικής Νεβρόπολης πραγματοποιούνταν με βάρκες. Η κακοκαιρία εκείνη τη μέρα ήταν μεγάλη. Παρά τις προτροπές να μην μπουν στη βάρκα και να διανυκτερεύσουν στο Τσαρδάκι, που λειτουργούσε ως καφενείο-παντοπωλείο, εκείνοι δεν άκουσαν. Ξεκίνησαν. Πριν προλάβουν να φτάσουν στα μισά της διαδρομής, η υπερφορτωμένη βάρκα στην οποία επέβαιναν, δεν άντεξε στον δυνατό αέρα και στις άσχημες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν και ανατράπηκε με αποτέλεσμα και οι είκοσι επιβαίνοντες να πνιγούν. Κανείς δεν ήξερε κολύμπι. Σωσίβια ή άλλα μέτρα ασφαλείας δεν υπήρχαν και τα νερά ήταν παγωμένα. Μόνο ένας προσπάθησε να σωθεί αλλά μάταια. Βρέθηκαν όλοι πνιγμένοι στον πάτο της λίμνης μετά από πολύ καιρό και έρευνες ομάδων δυτών. Τα άσχημα νέα συγκλόνισαν όλη την Ελλάδα και η περιοχή βυθίστηκε στο πένθος. Ο θάνατός τους άφησε πίσω γυναίκες, παιδιά, φίλους, όνειρα…
Η μαύρη λίστα των αδικοχαμένων
Από το Νεοχώρι: Αγρογιάννης Βασίλειος, Αγρογιάννης Γεώργιος, Αγρογιάννης Νικόλαος, Καρακώστας Δημήτριος, Καρακώστας Ευάγγελος, Καραντώνης Βασίλειος, Καραντώνης Γεώργιος, Κελεπούρης Κων/νος, Κορκοντσέλος Αστερ., Μητσογιάννης Αναστάσιος, Μητσογιάννης Αριστ., Μητσογιάννης Ηρακλής, Μήτσιου Βασίλειος, Νίκου Ιωάννης, Σάλτης Αθανάσιος, Τέκος Σωτήριος, Φώτας Κων/νος.
Από το Μορφοβούνι Μπαλτάς Βάιος και από Καρίτσα: Ντζιος Γεώργιος και Κερασιώτης Νικόλαος.
Της Νατάσας Πολυγένη