Τότε η Ραψάνη ανέδειξε έναν ονομαστό αρματολό, τον Θεμιστοκλή Δομούζα, που μαζί με τα παλικάρια του Ευθύμιο Κατσιούρα, Γεώργιο Γιαννούκα, Γεώργιο Κλάψα, Χελιδωνά και άλλους τρομοκρατούσαν τους Τούρκους της γύρω περιοχής και κρατούσαν τα ορεινά χωριά ελεύθερα. Ακόμη, από την Καρυά Ολύμπου ξεφύτρωσε ένας άλλος λεβεντόκαρδος τουρκοφάγος, ο Γεώργιος Ζαχείλας. Μάλιστα, τα ονόματα αυτών των αρματολών ηλέκτρισαν και άρπαξαν τις ψυχές των Ραψανιωτών και των γύρω χωριών και αφού εγκατέλειψαν ό,τι είχαν πολύτιμο, δηλαδή γυναίκες, παιδιά, γονείς και γενικά τα πάντα, τάχτηκαν στο πλευρό τους. Έτσι, από όπου περνούσαν σκορπούσαν παντού τη φρίκη και τον τρόμο στους Τούρκους της περιοχής. Στους πατριώτες τους όμως μετέδιδαν το πυρ του ενθουσιασμού της αυταπάρνησης και της αυτοθυσίας. Έφθανε μόνο μία επίσκεψή τους σε κάθε χωριό του Ολύμπου για να ξεσηκώσει τους κατοίκους, δηλαδή της Κρανιάς, του Πυργετού, της Αιγάνης, της Πούρλιας, της Καρυάς κ.λπ. και από την ηλικία των 15 μέχρι 50 ετών.
Στα βουνά αυτά του Ολύμπου, οι δύο αυτοί καπεταναίοι έχοντας στο πλευρό τους και τον ανδρείο και μεγαλεπήβολο Μιλτιάδη Αποστολίδη (που ήταν εισαγγελέας Εφετών στην Αθήνα) οδηγούσαν τους επαναστάτες να διώξουν τους Τούρκους από τα μέρη της γύρω περιοχής.
Μόνο στον Πλαταμώνα υπήρχε ένα φρούριο και σ' αυτό ήταν κλεισμένοι κάποιοι Τούρκοι με τα γυναικόπαιδά τους και με αρχηγό έναν Τούρκο αξιωματικό που ονομαζόταν Ιμπραήμ και πίστευαν ότι ήταν απόρθητο.
Κατόπιν στις 18 Φεβρουαρίου ο Αποστολίδης με έναν μόνο επαναστάτη παρουσιάστηκε στον Ιμπραήμ και του ζήτησε την παράδοση του φρουρίου. Τότε φόβος και τρόμος κυρίευσε τους Τούρκους που βρίσκονταν εκεί. Οι δε γυναίκες έκλαιγαν και θρηνούσαν και θέλησαν να πυροβολήσουν και λίγο έλειψε να φονευθεί ο Αποστολίδης. Όμως ο Ιμπραήμ τους εμπόδισε και μάλιστα τους έβρισε στα Τούρκικα, γιατί εκείνος σκεφτόταν πώς να σώσει το χαρέμι του και για το φρούριο δεν τον έμελε καθόλου! Επειτα έγινε συμφωνία, οι πύλες του φρουρίου άνοιξαν και οι Τούρκοι, αφού παρέδωσαν τα όπλα τους, έφυγαν με σκυμμένα τα κεφάλια τους. Κατόπιν ο Αποστολίδης έκαψε τους στρατιώτες τους. Είναι αλήθεια ότι χαρά και αγαλλίαση βασίλευσε στα περίχωρα για το μεγάλο κατόρθωμα του Αποστολίδη, χωρίς να χυθεί ούτε μια σταγόνα αίμα.
Ωστόσο όμως, η χαρά των κατοίκων δεν κράτησε πολύ. Και να! στις 20 Φεβρουαρίου ημέρα Κυριακή της Τυρινής, οι Τούρκοι που κατοικούσαν στο Δερελή, στην Μπαλαμούτη, στο Κεσελλή και επιπλέον άλλες 4.000 άτακτοι που λέγονταν Ζεϊμπέκηδες και Γκέκηδες άρχισαν να έρχονται εναντίον της Ραψάνης. Τότε 1.000 περίπου επαναστάτες από τη Ραψάνη και από τα γύρω χωριά, αφού μοιράστηκαν τα χίλια περίπου όπλα, που μεταφέρθηκαν από το Άγιο Όρος και από τη Μονή του Αγίου Διονυσίου της Πέτρας από το Λιτόχωρο, κατέλαβαν τις κορυφές των λόφων του Προφήτη Ηλία μέχρι το Σελιό. Βέβαια, επικεφαλής τους ήταν οι ήρωες και οι αρχηγοί τους, δηλαδή ο Θεμιστοκλής Δομούζας, ο Γεώργιος Ζαχείλας και ο Μιλτιάδης Αποστολίδης. Είναι αλήθεια ότι πολέμησαν γενναία επί δύο ημέρες και απομάκρυναν κατά κάποιο τρόπο τους εχθρούς. Συγχρόνως δε, ακούγονταν οι βροντερές φωνές των καπεταναίων που έλεγαν "καρδιά, α,α,α, παιδιά μας, βαράτε τα σκυλιά, α,α,α". Η μάχη κράτησε τρεις ημέρες και σκοτώθηκαν τρεις επαναστάτες, ο Δημήτριος Λάμπρου και ο Ζήσης Χελιδωνάς από τη Ραψάνη και ο Γεώργιος Τσζαμαντζάς από τα Αμπελάκια. Από τους Τούρκους σκοτώθηκαν περίπου διακόσιοι! Όμως την Τρίτη ημέρα έρχονταν επανειλημμένα αγγελιοφόροι και ζητούσαν επειγόντως βοήθεια. Μετά από λίγο άρχισαν να σφυρίζουν οι σφαίρες μέσα στη Ραψάνη, που έρχονταν από το απέναντι δάσος των Αγίων Θεοδώρων. Τότε επακολούθησε μεγάλη σύγχυση και αλαλαγμός, από τους κατοίκους που έμειναν στα σπίτια τους. Οι γέροντες άρχισαν να συνοδεύουν τα γυναικόπαιδα προς τα βόρεια δάση του Ολύμπου. Ο δε Αρχιερέας Αμβρόσιος χρησιμοποιώντας όλα τα τεχνάσματα, κωδωνοκρουσίες κ.λπ. δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει ενισχύσεις, γιατί δεν υπήρχαν. Έπειτα, αφού ετέλεσε τη λιτήν στην εκκλησία, πήρε το άλογό του και συνοδευόμενος από έναν ιερομόναχο από τη Μονή των Κανάλων και από τρία νεαρά παιδιά 14 και 15 ετών, πήγε στον τόπο του αγώνα με κίνδυνο της ζωής του. Εκεί συνάντησε τον οπλαρχηγό Αποστολίδη, που είχε γίνει κατάμαυρος στο πρόσωπο και στα χέρια από το ακατάπαυστο πυρ της ημέρας. Παράλληλα όμως ήταν απελπισμένος, γιατί η κυβέρνηση δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον. Κατόπιν διέταξε τον Δεσπότη να φύγει, γιατί ο αγώνας ήταν κρίσιμος και κινδύνευε.
Την δε Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου οι Τούρκοι όρμησαν σαν άγρια και λυσσασμένα θηρία και μπήκαν στο χωριό. Στο μεταξύ όμως οι κάτοικοι είχαν φύγει και είχαν διασκορπιστεί στα γύρω χωριά. Είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς το κακό που γινόταν. Οι μητέρες έκλαιγαν και θρηνούσαν, γιατί έχασαν στην πορεία τα παιδιά τους. Εκείνα πάλι έκλαιγαν γοερά, γιατί ζητούσαν τους γονείς τους. Επειτα τι να πρωτοϋποφέρουν; Το κρύο; Το χιόνι; Την πείνα; Τη γυμνότητα; Όλα τα είχαν αφήσει στη Ραψάνη. Τώρα η κατάσταση ήταν πλέον δραματική, γιατί οι Τούρκοι άρχισαν αλύπητα να σφάζουν όσους έβρισκαν μπροστά τους, δηλαδή τους γέροντες και τις γριές, γιατί δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν τα γυναικόπαιδα κι έμειναν εκεί. Πρέπει να πούμε ότι μαζί με τους Τουρκοαλβανούς ήρθαν κι άλλοι Τούρκοι, που κατοικούσαν στα γύρω χωριά, οι λεγόμενοι Κονιάροι κι αυτοί άρχισαν τη λεηλασία των σπιτιών και δεν άφησαν πράγμα για πράγμα. Κατόπιν οι ίδιοι διέπραξαν και ένα άλλο έργο απαίσιο και φρικιαστικό: Εβαλαν φωτιά σε τέσσερα σημεία της Ραψάνης και την παρέδωσαν στις φλόγες. Οι δε καπνοί και οι φλόγες από τα σπίτια που καίγονταν έφθαναν μέχρι τον ουρανό και επιπλέον ο άγριος βοριάς, που φυσούσε εκείνη τη στιγμή, αποτελείωσε το κακό και σε μια νύχτα όλη η Ραψάνη μεταβλήθηκε σε στάχτη και ερείπια.
Ανάμεσα στα σπίτια και στα σχολεία που πυρπολήθηκαν ήταν και η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που ήταν τότε Μητρόπολη, επίσης η Επισκοπή και η μεγάλη βιβλιοθήκη, που περιείχε 2.000 τόμους με θρησκευτικά, ιστορικά βιβλία και χειρόγραφα.
Ωστόσο όμως ο καλός Θεός δεν επέτρεψε να χαθεί η ωραία Ραψάνη, αλλά δημιουργήθηκε ξανά και έγινε ονομαστή, γιατί οι Ραψανιώτες χαρακτηρίζονται για τη μεγάλη πίστη και την ευσέβειά τους.
Από την Πόπη Α. Χρυσοχόου, καθηγήτρια, φιλόλογο εκ Ραψάνης