Συνεχίζει ο Βάσος Κυλικάς:
"-- Κέντρο Λιανοπούλου (1898). Βρισκόταν όπου τώρα το καφωδείον Νέος Κόσμος[1]. Άφησε εποχή και ανεξίτηλα γράφτηκε στη μνήμη των πατέρων μας το ρουμανικό συγκρότημα Μπαρσάν, που συνίστατο από δύο βιολιά, κιθάρα και πιάνο. Η Ζαννίκα Μπαρσάν βιολί και η Λουκία Μπαρσάν πιάνο, κυριολεκτικά μάγευσαν. Ιδιαίτερα η Λουκία συνδύαζε την ωραιότητα της φωνής με την πλαστικότητα του σώματος, προσόντα που, ιδίως το δεύτερο, συγκέντρωναν θαυμαστές που κατά προτίμηση ανήκαν στη νεολαία της εποχής. Πρωτοφανής συνωστισμός κατά τις παραστάσεις του συγκροτήματος Μπαρσάν παρατηρείτο, ενώ τα θύματα της Λουκίας καθημερινά αυξάνονταν. Ο παλαίμαχος της δημοσιογραφίας Θρασύς Μακρής, εμπνευσμένος από τη χάρη της Λουκίας δημοσίευσε στην εφημερίδα «Μικρά» ποίημα υπό τον τίτλο «Εις την ξένην», αφιερώνοντας αυτό στη θαυμαστή του:
Αν δεν σε στολίζει ευμορφιά μεγάλη / έχεις όμως πάντα, κόρη μου χρυσή /
κάτι τι καινούργιο που δεν τόχει άλλη / κάτι τι που τόχεις μοναχά εσύ!
Και καταλήγει στον πέμπτο στίχο:
Θε να μας ενώνη κάτι τι ως τόσο / κι’ όπου κι’ αν πάγω, κι’ όπου κι’ αν πας /
δίχως να το νοιώσεις, δίχως να το νοιώσω / θέ να σε λατρεύω και θα μ’ αγαπάς !
-- Κέντρο Φαλήρου[2]. Βρισκόταν παρά την ομώνυμη συνοικία και συγκέντρωνε πλείστες όσες «ορχηστρίδες».
--Το νεόδμητο θέατρο Μανεσιώτου[3] (1900). Βρισκόταν εκεί όπου το χειμερινό κινηματοθέατρο Τιτάνια.
Αυτά υπήρξαν τα σπουδαιότερα παλιά κοσμικά κέντρα και θέατρα, χωρίς να λησμονούμε ότι και πολλά άλλα, πρόχειρα κατασκευασμένα, λειτούργησαν κατά διάφορες εποχές.
Συγκροτημένη μουσική κίνηση αρχίζει να παρουσιάζει η Λάρισα γύρω στα 1900. Πιο πριν ο στρατός εγκατάστασης στην πόλη μας διατηρούσε στη δύναμή του μουσική, που κατά τις Κυριακές και τις γιορτές έτερπε τους Λαρισαίους αλληλοδιάδοχα στο Αλκαζάρ, την πλατεία Δικαστηρίων και την πλατεία Ανακτόρων[4]. Με τη διάλυση κατόπιν της στρατιωτικής μουσικής για λόγους υπηρεσιακούς, ο Δήμος Λάρισας συνεισέφερε κατά καιρούς από το 1896 χρηματικά ποσά, με τα οποία κατόρθωνε να διατηρεί μία παρουσιάσιμη μουσική από στρατιωτικούς μουσικούς, που υπό τον αρχιμουσικό Λουκά Καπελμάγερ[5] και από το 1899 υπό τον Γιάννη Σαρρέα, παιάνιζε κάθε Πέμπτη και Κυριακή στην πλατεία Δικαστηρίων, όπου αργότερα μεταφέρθηκε και η μαρμάρινη εξέδρα του Αλκαζάρ. Φαίνεται όμως ότι καμία δεν υπήρχε επίβλεψη στη Δημοτική Μουσική, διευθυνόμενη από τον Γιάννη Σαρρέα, γιατί ο εγχώριος Τύπος, ειρωνευόμενος την τακτική της γράφει ότι «δεν πρέπει να κουράζωνται οι Δημοτικοί Μουσικοί τόσον καθ’ εκάστην Κυριακήν, παίζοντες πέντε κομματάκια εις τρεις ώρες», αλλά ούτε και το μουσικό τάλαντο των πατέρων μας, ίσως από ξενομανία, ικανοποιείτο από το ρεπερτόριο της μουσικής του Ελληνα αρχιμουσικού, γιατί όταν αργότερα κατά το 1900 ανατέθηκε η διεύθυνση της Δημοτικής Μουσικής και πάλι στον Καπελμάγερ[6], το γεγονός χαιρετίσθηκε, γιατί «Η Δημοτική μας Μουσική ηξιώθη τέλος πάντων υπό την διεύθυνσιν του κ. Καπελμάγερ ν’ αφήση τα συνήθη γύφτικα μάρς και να παιανίζη εκλεκτά και νέα όλως μουσικά τεμάχια».
Μικρή κίνηση από το 1896 παρουσιάζει το Γυμνάσιο Λάρισας, δίδοντας κατά τον Ιούλιο 1896 καλλιτεχνική εσπερίδα υπέρ του Πολιτικού Νοσοκομείου, κατά την οποία ψάλθηκαν απ’ όλους τους ερασιτέχνες, τραγούδια πατριωτικά και παίχθηκε και το δράμα του Σ. Καρύδη «Ο προδότης», με τέτοιον «τον αμίμητον εις τα τοιαύτα Αδαμάντιο Νικολαΐδη[7]» .
Εκτός του Γυμνασίου και το Παρθεναγωγείο Λάρισας παρουσιάζει κάποια μουσική κίνηση, ιδίως με την εισαγωγή του μαθήματος της Ωδικής στις ελληνικές τάξεις του και τον διορισμό από τον Δήμο το 1896 του Ευάγγελου Μπαμιέρου, διακεκριμένου μουσικού, ως καθηγητή της Ωδικής. Ο έξοχος αυτός δάσκαλος της μουσικής, πολλές υπηρεσίες προσέφερε κατά τη διαμονή του στην πόλη μας, δυστυχώς όμως κατά το 1900 αποχώρησε από το Διδασκαλείο, μεταβαίνοντας στα Χανιά της Κρήτης, όπου διορίσθηκε από την κρητική Κυβέρνηση καθηγητής της Μουσικής, με ανώτερο μισθό.
Σε επίμετρο της κίνησης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, έρχεται η ιδιωτική πρωτοβουλία, με επί κεφαλής τους Στυλιανό Παπαγεωργίου, Δημ. Αλεξάνδρου, Γεώργ. Μαρκατά και Γεώργ. Σούτσο, που ίδρυσαν το 1897 σύλλογο «Των Φίλων του Λαού», όπως «αι εργατικαί και λοιπαί τάξεις αποφεύγουσι τον μεμολυσμένον των καφενείων αέρα και σπεύδουσι να μανθάνουν αρκετά μαθήματα». Μεταξύ των μαθημάτων του συλλόγου διδάσκονταν εθνικά τραγούδια από τον Μπαμιέρη και εκκλησιαστικοί ψαλμοί από τον ιεροψάλτη Καισάριο.
Τα κοσμικά κέντρα, παρ’ όλη την ανορεξία των Λαρισαίων και τη γενική αναπαραδιά (1898), κατακλύζονται από θαμώνες και ιδίως τα έξω της γέφυρας καφωδεία και το θέατρο Γκουλιάμα, όπου ο θίασος Φορμεντίνη συγκεντρώνει πλήθος, με τις ελκυστικές του αρτίστες και ιδίως «εκείνη η Κικίνα μαγεύει κόσμο με τα άσματά της, αλλά και η μικρά ξανθή Νίνα μαγεύει όχι μόνον νέους, αλλά και παλίμπαιδας ακόμη», χωρίς να υστερεί από άποψη κόσμου και το καφωδείο του Φαλήρου, όπου «εις το γλυκύ φύσημα του βορρά, ζωηρότατο αντηχεί το λαγούτο του Τρούλη» .
(Συνεχίζεται)
----------------------------------
[1]. Βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της κεντρικής πλατείας και διατηρήθηκε επί χρόνια ως καφενείο. Επέζησε του καταστρεπτικού σεισμού και των βομβαρδισμών της κατοχής και γύρω στα 1990 κατεδαφίσθηκε. Στη θέση του σήμερα υψώνεται πολυώροφη οικοδομή.
[2]. Το Φάληρο ήταν την περίοδο εκείνη μια εξοχική περιοχή κοντά στους στρατώνες πεζικού και γεωγραφικά οριζόταν κατά προσέγγιση από τους σημερινούς δρόμους Κουμουνδούρου, Καραθάνου, Πολυτεχνείου και Ανθίμου Γαζή. Ήταν χώρος ακατοίκητος σε μεγάλη έκταση και σε κάποιο σημείο στο τέλος της οδού Ηπείρου υπήρχε μια περιοχή με περιβόλια, μέσα στην οποία δημιουργήθηκε το εξοχικό κέντρο "Φάληρο". Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Φάληρο. Μια περιοχή της παλιάς Λάρισας, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 6ης Δεκεμβρίου 2017.
[3]. Ο Μανεσιώτης ήταν φαρμακοποιός και στα τέλη του 19ου αιώνα έκτισε ένα μεγάλο σε διαστάσεις ισόγειο κτίσμα με καταστήματα στη γωνία των σημερινών οδών Μ. Αλεξάνδρου και Κούμα. Τη δεκαετία του 1900 μετατράπηκε σε καφενείο με το όνομα "Παράδεισος", το οποίο διέθετε και θεατρική σκηνή. Φαίνεται ότι το 1935, χρονολογία συγγραφής του κειμένου, είχε μετατραπεί στη χειμερινή κινηματογραφική αίθουσα "Τιτάνια". Απ' όσο γνωρίζω είναι η πρώτη αναφορά χρήσης του κτιρίου Μανεσιώτη ως κινηματογράφου.
[4]. Εννοεί τη σημερινή πλατεία δημάρχου Μπλάνα και όχι την πλατεία του Αγ. Βησσαρίωνος.
[5]. Ο αρχιμουσικός Καπελμάγερ (1839-1904) ήταν μαέστρος στη Στρατιωτική Μουσική από παλιότερα. Η εφημερίδα «Σάλπιγξ» της Λάρισας στο φύλλο της 20ης Μαρτίου 1890 αναφέρει ότι: «Η Στρατιωτική Μουσική εν Λαρίσση δεν ηυτύχησε να έχη συμπεπληρωμένον το προσωπικόν της, ου μην αλλά και οσημέραι ελαττούται, εις επίμετρον τούτων επί πολλά διαστήματα χρόνου στερείται και Διευθυντού αυτής, του Καπελμάγερ μετατεθέτος, του δε Γουβέλη αποστρατευθέντος, και έκτοτε διευθύνετο υπό του κυρίου Σαρρέα. Από τινων όμως ημερών διευθύνει ταύτην ο επιλοχίας κ. Καρατζάς…». Αργότερα ο Καπελμάγερ επέστρεψε στη Λάρισα, νυμφεύθηκε Λαρισαία κόρη, απέκτησε μία θυγατέρα την Ευφροσύνη, η οποία ήταν η γιαγιά του γνωστού δημοσιογράφου, βουλευτή και υπουργού Χρήστου Γραμματίδη. Δηλαδή ο αρχιμουσικός Καπελμάγερ ήταν προπάππους του βουλευτή από την πλευρά της μητέρας του. Βλέπε: Γρηγορίου Αλέξανδρος, Λουκάς Καπελμάιερ. Ο πρώτος διευθυντής της δημοτικής Φιλαρμονικής, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 3ης Μαρτίου 2016.
[6]. «Ο ενταύθα διαμένων Γερμανός απόστρατος ανθυπολοχαγός αρχιμουσικός κ. Λουκάς Καπελμάϋερ, ο και αναλαβών την διεύθυνσιν της ενταύθα δημοτικής Μουσικής, δι’ αναφοράς προς τον κ. Δήμαρχον συνιστά την σύστασιν Φιλαρμονικής Μουσικής εκ παίδων της πόλεως Λαρίσης άνω της ηλικίας των 12 ετών και έλαττον των 18, προσφερόμενος ίνα τούτους διδάξη δωρεάν εις τα διάφορα όργανα της Μουσικής». "Η Δημοτική Μουσική και η σύστασις της Φιλαρμονικής", εφ. "Όλυμπος", Λάρισα, φύλλο της 10ης Ιανουαρίου 1900. Τα αποσπάσματα από τις παλιές εφημερίδες ανήκουν στο αρχείο του Θανάση Μπετχαβέ.
[7]. Ο Αδαμάντιος Νικολαΐδης υπήρξε δικηγόρος, δημοσιογράφος, διευθυντής της εφημερίδας «Κήρυξ» της Λάρισας και πολιτικός. Εκλέχθηκε δύο φορές βουλευτής και αγωνίσθηκε για την αποκατάσταση των αγροτών της Θεσσαλίας.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου