Αυτόν τον καιρό που η Άνοιξη, πάνω στην κορύφωσή της, μας χαμογελάει αισιόδοξα και όλα λάμπουν μέσα στο θείο φως της ημέρας, έρχονται στο νου μας τα σοφά λόγια του Οδυσσέα Ελύτη, στο ποίημά του, «Το παράπονο».
Αναρωτιέμαι μερικές φορές/ Είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία;/ Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες,/ πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;/
(..) Νιώθεις καμιά φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στη ζωή σου,/ την καλή υγεία, δύο φίλους, μια αγάπη, μια δουλειά.
(…) Αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή/ που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ / και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα/ στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων / σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα./ Όσο κι αν κανείς προσέχει/ όσο κι αν το κυνηγά πάντα, πάντα θα’ ναι αργά,/ δεύτερη ζωή δεν έχει. (απόσπασμα).
Τι κι αν ζήσαμε τόσες Πρωτομαγιές και όσες θα ζήσουμε από’ κείνες που θα έλθουν… Η μαγεία τους δεν ξέφτισε-όπως ξέφτισαν τόσα και τόσα άλλα με το πέρασμα των χρόνων –ούτε και θα ξεφτίσει ποτέ, γιατί είναι σφιχτά δεμένες με τη φύση του ανθρώπου, που αποζητάει την «ανανέωση».
Αυτό το πανέμορφο «Συμφωνικό ποίημα», στο φόρτε του, μας μπόλιασε και θα μπολιάζει στο διηνεκές, από παιδιά ακόμα, με ιδιαίτερη συγκίνηση και τέρψη, τις ψυχές μας. Είναι όμως κάποιες απ’ αυτές, που έχουν κάτι παραπάνω, γιατί τις ζήσαμε με περισσότερη «ένταση», που τις αιχμαλωτίσαμε» μέσα σε μια ασπρόμαυρη καθαρή φωτογραφία μαζί με άλλα αγαπημένα πρόσωπα που χαίρονταν κι αυτά, όπως εμείς. Τέτοιες «ευλογημένες» μέρες, δεν μπορείς να τις ξεχάσεις, όπως δεν μπορείς να ξεχάσεις και ’κείνους τους ανθρώπους, που ήταν μαζί στο «πανηγύρι» αυτό της Φύσης. Εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του 1950, πριν ακόμα εισβάλει τόσο επιθετικά το Ι.Χ. στη ζωή μας, που η κοινωνική «οργάνωση» ήταν εντελώς διαφορετική και οι σχέσεις των ανθρώπων περισσότερο ειλικρινείς, ο ατομισμός και το ωμό συμφέρον, δεν κυριαρχούσαν.
Οι οικογένειες των υπαλλήλων της Ένωσης των Γεωργικών Συνεταιρισμών Λάρισας-Τυρνάβου-Αγιάς, με σχεδόν μηδαμινό τίμημα, όσες απ’ αυτές μπορούσαν, συμμετείχαν στις προγραμματισμένες μονοήμερες Κυριακάτικες εκδρομές, κάθε φορά και άλλες. Ο προορισμός της εκδρομής στο σημερινό άρθρο μας, ο Πλαταμώνας, μια προνομιούχα περιοχή, που συνδυάζει τις χάρες του βουνού και της θάλασσας, στα χρόνια εκείνα της αθωότητας, συγκέντρωνε-τα καλοκαίρια κυρίως-ένα μεγάλο αριθμό κατοίκων της πόλης.
Φορτωμένοι πάνω στο αυτοκίνητο (φορτηγό) της Ένωσης, με τη μουσαμαδένια κουκούλα να ανεμίζει στο πρώτο αεράκι και καθισμένοι στους μονοκόμματους πάγκους, ο ένας απέναντι στον άλλο, ξεκινούμε από τη βάση μας, εκείνο το Πρωτομαγιάτικο πρωινό, πριν εξήντα χρόνια. Λίγο έξω από την πόλη, βλέποντας το πράσινο των χωραφιών να φεύγει πίσω μας και μυρίζοντας τα αρώματα που στέλνουν οι ανθισμένες ακακίες, κατά μήκος του δρόμου, ανοίγει η καρδιά μας, έτσι όπως ανοίγουν οι κόκκινες παπαρούνες, οι μαργαρίτες, και το κίτρινο αγριόχορτο, μέσα στο πράσινο φόντο… Ύστερα από τις απαραίτητες συστάσεις και γνωριμίες, κάποιος ανοίγει την εφημερίδα του και την κλείνει αμέσως, μια κυρίας προσφέρει καραμέλες, ένας άλλος, ρομαντικός, ψιθυρίζει ένα τραγουδάκι της εποχής, «Γιατί πιο πριν να μη σ’ έχω γνωρίσει/ όταν μπορούσε η καρδιά μου να μιλά…» πίσω ένα κορίτσι, πιασμένο απ’ το παραπέτο, βγάζει το κεφάλι του κι ανακουφίζεται από τη ναυτία που του φέρνουν οι στροφές, στα Τέμπη, και ο Βασίλης, δίπλα μου, ρωτάει τον αδελφό μου, τον Μίνω, πώς έγραψε στον διαγωνισμό της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας ( Να σημειωθεί πως τη χρονιά εκείνη, ο αδελφός μου, πήρε το πρώτο Πανελλήνιο βραβείο της Ε.Μ.Ε). Φτάνουμε στη θάλασσα, διασχίζουμε τον Πλαταμώνα, και καταλήγουμε στα «Κύματα», ένα εξοχικό κέντρο, δίπλα απ’ το κύμα, λίγο πριν τη γαλαρία. Οι μεγάλοι, διαλέγουν τα σκιερότερα δέντρα, πίσω στην αυλή του κέντρου, στρώνονται τα σεντόνια κι ανοίγουν τα φαγητοδοχεία για το κολατσιό.
Έρχονται τα κάρβουνα στο τσουβάλι, επιλέγεται το καταλληλότερο μέρος, σκάβονται οι λάκκοι για ν' ανάψει η φωτιά, μπήγονται οι πάσσαλοι και ενώ ετοιμάζεται η ... ιεροτελεστία του ψησίματος, εμείς τρέχουμε στη θάλασσα, να ψάξουμε για κοχύλια στην άμμο, αφού από νωρίς, το πρωί, μας το ξέκοψαν, το μπάνιο-απαγορεύεται. Όταν επιστρέφουμε στον τόπο της... τελετής, παίρνουμε θέση στα σκαμνάκια, για το γύρισμα, με βάρδιες, ενώ κάποιες γυναίκες, μαζεύουν παπαρούνες κι άλλα αγριολούλουδα, στα κτήματα, πάνω από τις σιδηροδρομικές γραμμές και πλέκουν μαγιάτικα στεφάνια. Ανοίγουν τα μπουκάλια με το κρασί και το τσίπουρο, έρχονται οι μεζέδες κι ενώ ψήνονται τ' αρνιά, στήνεται ο χορός. Εμείς, κάνοντας το καθήκον μας, αλλάζουμε, κάθε τόσο, στο γύρισμα της σούβλας, κάποιος μας μαλώνει, γιατί-λέει-γυρίζουμε αργά και το ψητό θ' «αρπάξει», κι ένας άλλος, μας λέει ανέκδοτα, λίγο γαργαλιστικά, για να μας κάνει να γελάσουμε, λες και μας στενοχώρησε ο προηγούμενος.
Μεσημεριάζει για τα καλά, η σκιά του βουνού πίσω με το βυζαντινό κάστρο, αρχίζει να πέφτει γύρω μας κι εμείς, καθισμένοι πάνω στα στρωμένα σεντόνια, απολαμβάναμε τους... κόπους μας. Τα ψητά καταβροχθίζονται και κάποιοι, το ρίχνουν στον ύπνο, ροχαλίζοντας. Ύστερα από τον απογευματινό καφέ και τα αναψυκτικά που παίρνουμε απ'τα «κύματα», αρχίζει η διαδικασία της αποχώρησης.
«Ο Μάιος μας έφτασε, εμπρός βήμα ταχύ», τραγουδάμε στην διαδρομή της επιστροφής, ενώ κάποια κορίτσια, μας κάνουν αντίπραξη, «Τα περάσαμε όμορφα-όμορφα».
Φτάνουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε (γραφεία Ε.Γ.Σ και σήμερα Δημόσια Βιβλιοθήκη), κατεβαίνουμε, χαιρετούμε ο ένας τον άλλο και φεύγουμε για τα σπίτια μας.
Ίσως αυτή η... μαθητική «έκθεση ιδεών» να θυμίζει πολλά στους παλιούς, αφού, κάπως έτσι ήταν η ομαδική διασκέδαση τότε, στα χρόνια εκείνα του αυθορμητισμού και της φαντασίας.
Του Τάσου Πουλτσάκη