Πριν από μερικά χρόνια μια καλή κυρία της Λάρισας μου δώρισε όλο το αρχείο της δραστηριότητας αυτής του Βιανέλλι, το οποίο βρίσκεται υπό μελέτη. Απ' αυτό προέρχονται τόσον η σφραγίδα όσο και ο λογότυπος που δημοσιεύονται. Στην αρχή το κτήμα απέδιδε στον ιδιοκτήτη του αρκετά οικονομικά οφέλη. Από τον συμπολίτη μας Γρηγόριο Υψηλάντη μάθαμε ότι ο πατέρας του Αναστάσιος (1882-1959)[1] δούλεψε ως επιστάτης στο κτήμα της Χασάμπαλης και γνώρισε τον Βιανέλλι από κοντά.
Καθώς όμως περνούσαν τα χρόνια η επιχείρηση δεν πήγαινε καλά. Γράφει ο Κώστας Περραιβός: "Όσο υπήρχε το τσιφλίκι μπορούσε να ικανοποιεί τις εκκεντρικότητές του, όταν όμως αυτό χάθηκε και έλειψαν οι άκοποι πόροι, χάθηκαν και τα μεγάλα φουσάτα. Τα λείψανα της μεγάλης περιουσίας του θεώρησε καλό να τα επενδύσει σε δάνεια προς τους αγρότες που του απέδιδαν υψηλό τόκο. Ήταν η εποχή που η τοκογλυφία είχε αποβεί σωστή μάστιγα και ο αγροτικός κόσμος ήταν κυριολεκτικά πνιγμένος στα χρέη. Όταν όμως ήλθε το χρεοστάσιο οι ασκούντες την «ευγενή» επιχείρηση της τοκογλυφίας κάηκαν. Και μαζί μ’ αυτούς κάηκαν και τα φτερά του Τζούλιο, που έμεινε με ένα μάτσο γραμμάτια στα χέρια. Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν ορισμένοι οφειλέτες που απέδιδαν ένα μέρος από το χρέος τους και με τα τσιμπολογήματα αυτά κατόρθωνε να επιζεί". Κοντά σ' αυτό ήλθε και το τελειωτικό κτύπημα. Το οικονομικό κραχ του 1932[2], όπου πλέον ο Βιανέλλι τα έχασε όλα. Μάλιστα τότε θέλησε να παραχωρήσει το κτήμα στον επιστάτη του Αναστάσιου Υψηλάντη, αλλά ο τελευταίος με την οικονομική κατάσταση που επικρατούσε, δεν το δέχθηκε. Εκ των πραγμάτων ο Βιανέλλι αναγκάσθηκε να περιορίσει τις ανάγκες του, μετακόμισε σε ένα ταπεινό σπιτάκι το οποίο βρισκόταν στο τέρμα της οδού Βόλου[3] και ζούσε λιτά. Από την παλιά του δόξα διατηρούσε μόνο τη γραφική του εμφάνισή: την λευκή γενειάδα, τα σκληρά κολάρα και ένα τριμμένο τυρολέζικο καπέλο, μ’ ένα φτερό στο πλάι.
Αφήνουμε πάλι τον Κώστα Περραιβό να συνεχίσει: " Από τον καιρό που έληξε ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν έπαψε να είναι άμισθος Πρόξενος της Ιταλίας. Όταν όμως χάθηκαν τα «μεγάλα αλώνια» και του ήταν πια αδύνατο να διατηρεί σαλόνια, παραιτήθηκε από το τιμητικό αξίωμα. Μια μέρα είδαν οι γείτονες να υποστέλλεται η «τρικολόρε» από το μπαλκόνι του σπιτιού της οδού Μαβίλη[4] και να αποκαθηλώνονται οι θυρεοί του οίκου της Σαβοΐας. Εγράφετο ο επίλογος μιας απίθανης δόξας. Και η μεγαλόπρεπη «Βικτώρια» βγήκε στην πιάτσα για να γίνει επαγγελματικό όργανο ενός αμαξά. Ωστόσο ο κάτοχος όλων αυτών τύπωνε στο επισκεπτήριο όλους τους παλιούς τίτλους του, αλλά προέτασσε, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, την λέξη τέως και στην Ιταλική «τζια». Όμως και ξεπεσμένος οικονομικά, δεν μπορούσε να απαλλαγεί από την ματαιοδοξία του. Αντίθετα, όσο ξέπεφτε τόσο ο πόθος του για απίθανα αξιώματα θέριευε μέσα του. Έπεισε διάφορα σωματεία και τον ανακήρυξαν Επίτιμο Πρόεδρο, πράγμα που το θεωρούσε μεγάλη του τιμή … Όταν μετά το 1935 οσμίσθηκε ότι ζύγωνε η μπόρα ενός νέου πολέμου, φρόντισε να επανασυνδεθεί με τους συμπατριώτες του Ιταλούς, για να τους προσφέρει και πάλι τις «καλές του υπηρεσίες». Κάτι θα έβγαινε από την υπόθεση αυτή. Έτσι φαίνεται ότι πίστευε. Και όταν στα 1939 οι Ιταλοί πήδησαν την Αδριατική και σκαρφάλωσαν στην Αλβανία, ο Βιανέλλι επωφελήθηκε της ευκαιρίας. Όπως θυμούνται οι Λαρισινοί, την ημέρα που οι Ιταλοί έκαναν την απόβαση στην Αλβανία, ο βασιλιάς Αχμέτ Ζώγου, η Αυλή του και όλη η Κυβέρνησή του κατέφυγαν στην πόλη μας[5], όπου βρήκαν άσυλο με την έγκριση της τότε Κυβερνήσεως. Αυτά όλα ήταν σύμφωνα με τα διεθνή νόμιμα. Ο Βιανέλλι όμως έσπευσε να δώσει ένα «ραπόρτο» στην Ιταλική Πρεσβεία στην Αθήνα … Δεν έμενε πια καμιά αμφιβολία ότι ο Τζούλιο επανέλαβε τον ρόλο που είχε παίξει και κατά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Την διαπίστωση αυτή φαίνεται ότι την έκαμαν καλύτερα και οι υπηρεσίες ασφαλείας του Στρατού και της Χωροφυλακής. Έτσι στις 28 Οκτωβρίου 1940 που κηρύχθηκε ο πόλεμος, τον πρώτο που έπιασαν ήταν ο Τζούλιο Βιανέλλι και τον απέλασαν.
Μετά την είσοδο των Ιταλών στα 1941, ο Βιανέλλι επανεμφανίσθηκε στη Λάρισα. Παρουσιάσθηκε στην Ιταλική Στρατιωτική Διοίκηση, παρουσίασε τους τίτλους του (Cavalliero, Commendatore, gia Consulo di Larissa), εντυπωσίασε τους Ιταλούς και εκείνοι για να τον τιμήσουν επίταξαν ένα σπίτι στη σημερινή οδό 28ης Οκτωβρίου, του το επίπλωσαν με πλιάτσικα και από τότε άρχισε να κάνει μεγάλη ζωή. Επί πλέον στον καιρό της Ιταλικής κατοχής όλες σχεδόν οι Κοινότητες του νομού μας τον ανακήρυξαν επίτιμο δημότη, μόνο και μόνο επειδή οι Κοινοτάρχαι πίστευαν ότι θα μπορούσε σε δύσκολες ώρες να τους προσφέρει την προστασία του. Τότε ήταν αδύνατο να συμπεριλάβει στο επισκεπτήριό του όλα τα αξιώματα και σημείωνε: «Επίτιμος Πρόεδρος εξήντα Σωματείων και υπερεκατόν Κοινοτήτων του Νομού Λαρίσης». Τις πράξεις των Κοινοτικών Συμβουλίων τις κορνιζάρισε και κάλυψε μ’ αυτές όλους τους τοίχους του γραφείου του. Ήταν η πιο παράξενη ταπετσαρία που μπορούσε να δημιουργήσει …
Όταν όμως οι Ιταλοί γονάτισαν και συνθηκολόγησαν, ο Βιανέλλι κόλλησε στους Γερμανούς και συνέχισε την προσφορά των «καλών υπηρεσιών» του. Και όταν ήλθε η ώρα να φύγουν και οι χιτλερικοί, κατάλαβε ότι δεν τον σήκωνε πια το κλίμα της Λαρίσης..".
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1944, με την προτροπή φίλων του, εγκατέλειψε σιδηροδρομικώς τη Λάρισα και μετά από πολυήμερο περιπετειώδες ταξίδι έφθασε στη Βενετία όπου διέμενε ως τρόφιμος σε Άσυλο Πολιτικών Προσφύγων. Μεταπολεμικά δικάσθηκε ερήμην και καταδικάσθηκε στην ποινή του θανάτου. Τα επόμενα χρόνια έγραφε σε γνωστούς του εδώ στη Λάρισα να προβούν σε ενέργειες αναθεώρησης της δίκης του, καθώς ο ίδιος δεν τολμούσε να έλθει, φοβούμενος τα χειρότερα. Δεν κατάφερε όμως τίποτα. Αργότερα από τη Βενετία μεταφέρθηκε στο Lecce της Απουλίας στη Νότιο Ιταλία όπου και πέθανε στις 17 Μαΐου 1961 σε μεγάλη ηλικία, χωρίς να πραγματοποιηθεί το όνειρό του που ήταν η επιστροφή ή επίσκεψή του στην Ελλάδα.
[1]. Διατηρούσε παντοπωλείο στην προκυμαία της Σμύρνης, απέναντι από το Γαλλικό Προξενείο και με την καταστροφή της Σμύρνης βρέθηκε έπειτα από περιπέτειες στον Πειραιά. Όταν έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924-25, πολλοί συγγενείς και συγχωριανοί του εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Λάρισας. Το γεγονός αυτό στάθηκε ικανό να τον οδηγήσει στην απόφαση να εγκαταλείψει τον Πειραιά και να έλθει στα μέρη μας για να τους συναντήσει. Εδώ ζήτησε από τον Βιανέλλι να εργασθεί στο αγρόκτημα και αυτός τον προσέλαβε ως αρτοποιό, για την παρασκευή ψωμιού για το προσωπικό του. Η εργατικότητά του εκτιμήθηκε από τον Βιανέλλι, ο οποίος τον τοποθέτησε επιστάτη της εργατών της Εταιρείας.
[2]. Η κατάρρευση (κραχ) του αμερικανικού χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης το φθινόπωρο του 1929, είχε σοβαρές συνέπειες και στην Ελλάδα. Ήδη από το 1930, άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια της κρίσης και το 1932 η χώρα χρεοκόπησε.
[3]. Το σπίτι του στις καλές εποχές βρισκόταν επί της οδού Αγιάς, απέναντι από το "Ξενοδοχείο της Ιταλίας". Βλέπε εφ. "Μικρά", φύλλο 21ης Οκτωβρίου 1907.
[4]. Το Προξενείο της Ιταλίας στεγαζόταν σε ένα πέτρινο σπίτι το οποίο βρισκόταν στη γωνία των σημερινών οδών Λορέντζου Μαβίλη και Δροσίνη. Όπως θυμάται ο συμπολίτης μας Σπύρος Κανταράς, η οικογένεια της μητέρας του Αργυρώς Μαυρογιάννη κατά την περίοδο 1910-1920 διέμενε στην περιοχή αυτή. Στις αφηγήσεις της μιλούσε τακτικά για τον Βιανέλλι, ο οποίος είχε συμπεριφορά αριστοκράτη, ήταν ψηλός στο ανάστημα και άτομο καλοδιατηρημένο. Η κόρη του Σύλβια έπαιζε πιάνο και δεν της επέτρεπαν να κάνει παρέα με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς.
[5]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ένας βασιλιάς διαμένει το 1939 στη Λάρισα, εφ. "Ελευθερία", φύλλο της 7ης Οκτωβρίου 2015.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com