Στο σημερινό σημείωμα θα περιγράψουμε ένα έργο του, το οποίο δεν τόσο γνωστό στην πόλη μας, γιατί αναφέρεται σε τοπία του Πηλίου. Συγκεκριμένα, την δεκαετία του 1950 η Ανώνυμος Γενική Εταιρεία Τσιμέντων «Ηρακλής – Όλυμπος», της οποίας το εργοστάσιο βρισκόταν στις ανατολικές παρυφές του Βόλου, στον δρόμο προς την Αγριά, είχε την έμπνευση να κυκλοφορεί τις ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς πολύχρωμα ημερολόγια με ζωγραφικά έργα καταξιωμένων Ελλήνων καλλιτεχνών. Τα έργα που περιείχε το ετήσιο ημερολόγιο ήταν ειδικά ζωγραφισμένα από τους καλλιτέχνες για την Εταιρεία . Το ημερολόγιο του 1956 είχε τον τίτλο «Πήλιον», ήταν αφιερωμένο στο βουνό των Κενταύρων και ανάμεσα στις σελίδες του περιείχε 18 θαυμάσιες υδατογραφίες με απόψεις από διάφορες περιοχές του, τού συμπολίτη μας ζωγράφου Αγήνορα Αστεριάδη. Την επιμέλεια του ημερολογίου είχε ο Κίτσος Μακρής, που είχε γεννηθεί στη Λάρισα[1], αλλά σε μικρή ηλικία είχε μετακομίσει στον Βόλο. Την εκτύπωση του ημερολογίου είχε αναλάβει η εταιρεία Ασπιώτης – ΕΛΚΑ Α.Ε.[2].
Στην πρώτη σελίδα του υπάρχει γραμμένο από τον Αστεριάδη με βυζαντινή γραφή το εξής εμπνευσμένο ανυπόγραφο κείμενο[3], το οποίο αναφέρεται στην μεγάλη ανάπτυξη που παρατηρήθηκε στα χωριά του Πηλίου σε πολλούς τομείς κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας (18ος - 19ος): «Με του τεχνίτη το μόχθο και του πραματευτή την αξιωσύνη, με του σοφού το στοχασμό και του κλέφτη την άσκηση, ωρίμαζεν το Γένος το ελληνικό για το μεγάλο Σηκωμό του 21. Δύο αιώνες κράτησεν αυτή η προπαρασκευή. Τι ώρες τούτες τις βαρειές σε σημασία και πυκνές σε νόημα, έλαχε να τις εκφράσουν καλλιτεχνικά άνθρωποι απλοί και τυραγνισμένοι. Αρχιμαστόροι χτίζουν σπίτια, εκκλησιές βρύσες και γιοφύρια, ζωγράφοι απλώνουν στους τοίχους τους καημούς και τις ελπίδες του Ρωμιού, ταγιαδόροι[4] σκαλίζουν τις αδρές μορφές που εκφράζουν το Καινούριο που έρχεται, γλύπτες ασκούν, με τα λιτά τους μέσα, την πανάρχαια τέχνη του τόπου. Στο Πήλιο το άνθισμα της τέχνης βρήκε την πιο ευτυχισμένη του έκφραση. Ο πλούτος του τόπου και το ξεμάκραιμα απ’ τη φοβέρα του Ξένου, έδωσε στους ταπεινούς τεχνίτες πιο ελεύθερην ανάσα να πουν το τραγούδι τους με το μυστρί, με το πινέλλο και το καλέμι. Μια θαυμαστή φυσική ομορφιά αγκαλιάζει τα έργα του ανθρώπου, κι’ εκείνα τόσο δένονται μαζί της που θαρρείς πως τα έπλασεν η φύση, όπως τα δέντρα, τους βράχους και τα νερά».
Ανάμεσα στα φύλλα του Ημερολογίου, παρεμβάλλονται οι 18 υδατογραφίες του Αγήνορα Αστεριάδη. Οι περισσότερες απεικονίζουν τοπία από τα όμορφα χωριά του Πηλίου, σε μερικές αποδίδονται οι τοπικές φορεσιές της περιοχής, καθώς και διάφορα έργα ζωγραφικής και ξυλογλυπτικής, τα οποία κατασκεύασαν με τα χέρια τους άξιοι λαϊκοί τεχνίτες. Η καλλιτεχνική απόδοση των εικόνων από τον Αστεριάδη είναι εξαιρετική και ο χρωματισμός τους ήπιος και γλυκύς. Παρ' όλο που οι εκδόσεις αυτές των Ημερολογίων κυκλοφορούσαν σε μεγάλο αριθμό, εν τούτοις η καθημερινή και για έναν ολόκληρο χρόνο χρήση τους, τα έφθειρε και γι' αυτό σήμερα έχουν απομείνει ακέραια λίγα αντίτυπα.
Για την οικογένεια Αστεριάδη έχουμε γράψει αρκετές φορές, καθώς τα μέλη της είχαν διαπρέψει σε πολλούς τομείς της κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής τους. Ο Αγήνορας Αστεριάδης γεννήθηκε στη Λάρισα στις 24 Αυγούστου 1898. Μεγάλωσε στο πατρικό του σπίτι[5], το οποίο βρισκόταν στην συνοικία του Αγίου Νικολάου, στη διασταύρωση των σημερινών οδών Ρούσβελτ και Γρηγορίου Ε΄. Γονείς του ήταν, ο φαρμακοποιός Κωνσταντίνος Αστεριάδης (1856-1908), οι πρόγονοι του οποίου είχαν Σουλιώτικη καταγωγή και η Αικατερίνη Δρίτσα (1866-1931) από αρχοντική οικογένεια της Ύδρας. Ήταν ο τρίτος στη σειρά από τα έξι αγόρια που είχαν αποκτήσει οι γονείς του. Από νεαρή ηλικία και ενώ φοιτούσε στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, έπαιρνε μαθήματα σχεδίου από τον γνωστό ζωγράφο-αγιογράφο-φωτογράφο της Λάρισας Χρυσόστομο Παπαμερκουρίου. Σ’ αυτόν αποδίδεται και η εφηβική προσωπογραφία του νεαρού Αγήνορα Αστεριάδη που του έκανε το 1915. Τη ίδια χρονιά άρχισε την φοίτησή του στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, που η συγκυρία το έφερε να έχει σπουδαίους δασκάλους. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του γνωρίσθηκε με την Ασπασία Κωλλέτη (1903-1970), την μέλλουσα σύζυγό του, η οικογένεια της οποίας κρατούσε από τον ηπειρώτη αγωνιστή του 1821 και πρωθυπουργό επί Όθωνος Ιωάννη Κωλλέτη. Μετά την αποφοίτησή του από την Σχολή ανοίχτηκε μπροστά του μια λαμπρή καλλιτεχνική πορεία, η οποία ξεκίνησε από τη Λάρισα το 1921, όταν έκανε την πρώτη ατομική του έκθεση στο φωτογραφείο του Γεράσιμου Δαφνόπουλου, που τότε βρισκόταν στην συμβολή των σημερινών οδών Μεγ. Αλεξάνδρου, Δευκαλίωνος και Πατρόκλου.
Από τότε μέχρι και τον θάνατό του το 1977, περίπου για 56 χρόνια, εργάσθηκε ακατάπαυστα σε πολλούς τομείς εικαστικής δημιουργίας (ελαιογραφίες, υδατογραφίες, σχέδια, χαρακτικά, τοιχογραφίες, φορητές εικόνες, κλπ.). Από τα έργα του προέχουν οι ζωγραφικοί πίνακες. Μερικοί απ’ αυτούς έχουν σαν θέμα τη Λάρισα και σήμερα βρίσκονται στην Δημοτική μας Πινακοθήκη και άλλοι, διάσπαρτοι, σε δημόσια ιδρύματα και ιδιωτικές συλλογές τόσο της πόλεώς μας, όσο και πανελλήνια. Ασχολήθηκε επίσης με την εκκλησιαστική ζωγραφική. Πιο εντυπωσιακό είναι το σύνολο που αγιογράφησε στον στρατιωτικό ναό της Μεταμορφώσεως, στο στρατόπεδο της 1ης Στρατιάς. Δική του και των μαθητών του είναι και η αγιογράφηση του ναΐσκου του Αγίου Βησσαρίωνος στην πλατεία του Δημοτικού Ωδείου. Επίσης λίγοι γνωρίζουν σήμερα ότι το σύνολο των φορητών εικόνων που κοσμούν το μαρμάρινο τέμπλο του Αγίου Αχιλλίου προέρχεται από τα ικανά χέρια του. Ακόμα εικονογράφησε αρκετά βιβλία (λογοτεχνικά, ιστορικά, μαθητικά) και έλαβε μέρος σε πολλές συλλογικές και ατομικές εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Κυκλοφόρησε και δύο αξιόλογα λευκώματα με σχέδια του, όπως «Το σπίτι του Σβαρτς στα Αμπελάκια», έκδοση του 1928 και το «Λάρισα», έκδοση του 1978, το οποίο κυκλοφόρησε λίγο μετά τον θάνατό του. Για την πόλη μας κορυφαίο έργο του θεωρείται η «Πολιτεία», που ζωγράφισε το 1969, έχει δωριθεί από την οικογένειά του στον Δήμο και σήμερα κοσμεί την Δημοτική μας Πινακοθήκη.
Πέθανε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 1977 και ενταφιάσθηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, αλλά μετά από πέντε χρόνια τα οστά του μεταφέρθηκαν στο Δημοτικό νεκροταφείο της Λάρισας, κοντά στον τάφο της γυναίκας του που είχε πεθάνει στη Λάρισα νωρίτερα, το 1970.
[1].Ο Κίτσος Μακρής γεννήθηκε στη Λάρισα, στις 2 Σεπτεμβρίου 1917. Γονείς του ήταν ο Αλκιβιάδης και Ευθαλία Μακρή. Ο πατέρας του διατηρούσε τυπογραφείο σε κατάστημα της Κεντρικής πλατείας, όπως και ο αδελφός του Γεώργιος Μακρής, πατέρας του δημοσιογράφου και εκδότη της εφημερίδας "Μικρά" Θρασύβουλου Μακρή. Ο αδελφός του Κίτσου Μακρή Φαίδων διακρίθηκε σαν δημοσιογράφος, η αδελφή του Άρτεμις, σπούδασε και εργάσθηκε σαν δασκάλα και ο άλλος αδελφός του Άρης διακρίθηκε στη μουσική. Το 1926 εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στον Βόλο και ο Κίτσος αναδείχθηκε σε διαπρεπή λαογράφο. Χάρισε το σπίτι του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, όπου σήμερα στεγάζεται το Λαογραφικό Μουσείο Κίτσου Μακρή. Πέθανε στον Βόλο το 1988.
[2]. Το λιθογραφείο ΑΣΠΙΩΤΗ ιδρύθηκε το 1873 στην Κέρκυρα από τον Γεράσιμο Ασπιώτη. Η δραστηριότητά του έφθανε μέχρι και την φιλοτέχνιση γραμματοσήμων, χαρτοσήμων, επιστολικών δελταρίων, και άλλων. Το 1928 συγχωνεύθηκε με την ΕΛΚΑ. Αφού πέρασε από διάφορα χέρια τελικά το 1997, έπειτα από πτώχευση, κατέληξε στην Εθνική Τράπεζα.
[3]. Το ανυπόγραφο κείμενο πρέπει λογικά να αποδοθεί στον επιμελητή της έκδοσης Κίτσο Μακρή.
[4]. Ξυλογλύπτες.
[5]. Το πατρικό του σπίτι το έχει αποτυπώσει σε ζωγραφικό έργο του, το οποίο το ονομάζει «Αστεριαδαίικο».
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com