Έχουμε γράψει και παλαιότερα για τον Αυδή, έναν ευφυή και προοδευτικό επαγγελματία, ο οποίος είχε αφήσει εποχή στη Λάρισα στον τομέα της ψυχαγωγίας κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου. Αρχικά είχε δημιουργήσει το κέντρο "Αλκαζάρ", όμως το 1925 μια πυρκαγιά το κατέστρεψε ολοκληρωτικά. Μετά την καταστροφή αυτή ο Αυδής έστρεψε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητές σε άλλα σημεία της πόλεως. Έπειτα από πολλές αναζητήσεις προτίμησε μια περιοχή πρασίνου που εντόπισε στην αριστερή όχθη του Πηνειού, απέναντι από τα Σφαγεία. Η περιοχή αυτή αποτελούσε το τελευταίο υπόλειμμα πυκνού δάσους, το οποίο από την περίοδο της τουρκοκρατίας κάλυπτε τον χώρο που εκτεινόταν από το Δασοχώρι (Ορμάν τσιφλίκ) και έφθανε μέχρι την αριστερή όχθη του Πηνειού. Το δένδρο που κυριαρχούσε τότε στο δάσος αυτό ήταν κυρίως το καραγάτσι.
Ο Αυδής βρήκε την τοποθεσία μαγευτική, ειδυλλιακή και ιδιαίτερα δροσερή κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Αποφάσισε λοιπόν να ζητήσει από τον Δήμο να του παραχωρηθεί ένα τμήμα του για μια πενταετία, με σκοπό να δημιουργήσει ένα θερινό κέντρο αναψυχής για τους Λαρισαίους. Ο Δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας διείδε την αξία της περιοχής και έφερε το θέμα στο Δημοτικό Συμβούλιο το οποίο έδωσε την έγκρισή του. Ο Ρωμύλος Αυδής με την εμπειρία που είχε από το κέντρο «Αλκαζάρ», δημιούργησε ένα πολιτισμένο οικογενειακό ψυχαγωγικό κέντρο με το ξενικό όνομα «Λούνα πάρκ», το οποίο ελληνικά θα το μεταφράζαμε «Άλσος του φεγγαριού».
Το πρόβλημα που είχε εξ αρχής με την διακίνηση των ατόμων ανάμεσα στις δύο όχθες του Πηνειού το έλυσε με την εγκατάσταση ειδικής σχεδίας, το «καραβάκι» όπως το έλεγαν τότε, η πορεία του οποίου καθοδηγείτο με ένα χοντρό συρματόσχοινο, προσαρμοσμένο στερεά στις δύο όχθες (περαταριά). Ο κόσμος έφθανε με τα πόδια ή με τις άμαξες στη δεξιά όχθη του ποταμού, την σημερινή οδό Αεροδρομίου, κατέβαινε το μονοπάτι της όχθης μέχρι το σημείο όπου προσάραζε το καραβάκι, επιβιβαζόταν και στη συνέχεια κατευθυνόταν στην αριστερή άχθη. Εκεί αποβιβαζόταν και ανεβαίνοντας λίγα σκαλοπάτια κατέληγε σε ένα ξέφωτο. Υπήρχε και άλλη διαδρομή η οποία ξεκινούσε από το Αλκαζάρ, ακολουθούσε τον χωματόδρομο που είχε χαραχθεί στην αριστερή όχθη, παράλληλα με την πορεία του ποταμού και ανάμεσα από δένδρα, έφθανε στο «Λούνα πάρκ».
Επειδή το κέντρο ήταν θερινό και έπειτα από σύσταση του Δήμου, ο καταστηματάρχης απέφυγε να δημιουργήσει μόνιμη κατασκευή. Μόνο σε κάποιο ξέφωτο είχε διαμορφώσει έναν σκεπαστό μπουφέ και κάτω από τα βαθύσκια δένδρα είχε απλώσει τα τραπεζοκαθίσματα.
Το «Λούνα πάρκ» άρχισε να λειτουργεί από την άνοιξη του 1926 και αμέσως η ομορφιά του τοπίου και η προσωπικότητα του καταστηματάρχη προσείλκυσε αρκετή πελατεία. Τις βραδινές ώρες κατέφθανε συνήθως η καλή κοινωνία της Λάρισας και με την συνοδεία κάποιου γραμμόφωνου χόρευαν και διασκέδαζαν μέχρι αργά. Σερβίριζε κάθε είδους ποτά και εδέσματα. Βανίλιες ή «υποβρύχια» όπως τα ονόμαζαν μικροί και μεγάλοι, λεμονάδες από τα τοπικά εργοστάσια του Χαμαϊδή και του Δικόπουλου, γλυκά του κουταλιού και τσίπουρο με γαργαλιστούς μεζέδες.
Η λειτουργία του ξεκινούσε κάθε χρόνο την ημέρα της Πρωτομαγιάς. Πολλοί Λαρισαίοι πήγαιναν και γιόρταζαν τον ερχομό της άνοιξης ανάμεσα στο πράσινο και την οργιώδη βλάστηση. Μάλιστα την ημέρα εκείνη ο Σύλλογος των Παντοπωλών της Λάρισας είχε καθιερώσει να κάνει την ετήσια συγκέντρωσή του και τα μέλη του κατέκλυζαν οικογενειακώς όλο το «Λούνα πάρκ». Έμεναν ολόκληρη την ημέρα, ξεφάντωναν και το βράδυ επέστρεφαν με πομπή μέχρι το κέντρο της πόλεως, όπου και διαλύονταν[1].
Ο χώρος του «Λούνα πάρκ» αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους παλιούς Λαρισαίους. Αλλά η λειτουργία του δεν κράτησε πολλά χρόνια. Κατά το 1930 ο Ρωμύλος Αυδής αρρώστησε σοβαρά, εξ άλλου είχε λήξει και η σύμβασή του με τον Δήμο. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στην διακοπή της λειτουργίας του. Μετά από λίγο χάθηκε και ο Αυδής και παραμένει άγνωστο γιατί, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να συνεχίσει την λειτουργία του «Λούνα πάρκ» που είχε προνομιακή θέση.
Κατά τον δριμύ χειμώνα του 1941-1942 τα λίγα δένδρα που είχα απομείνει από το μεγάλο δάσος του Ορμάν τσιφλίκ εξαφανίσθηκαν από την λαθραία υλοτόμηση από τους κατοίκους της Λάρισας. Σήμερα στην περιοχή αυτή περιφέρονται μόνον οι μνήμες από τα παλιά λαρισινά καλοκαίρια, με τις φεγγαρόλουστες βραδιές, τα γλέντια, τους ήχους του γραμμόφωνου, τους χορούς, και τα ερωτικά σκιρτήματα.
Η δημοσιευόμενη φωτογραφία απεικονίζει το ζεύγος Γεωργίου και Σταυρούλας Χατζηαναγνώστου[2] με την παρέα τους την Πρωτομαγιά του 1926 στο Λούνα Πάρκ της Λάρισας. Χαρακτηριστική είναι η ανθοδέσμη με τα ανοιξιάτικα λουλούδια στο κέντρο του τραπεζιού. Η φωτογραφία προέρχεται από το αρχείο της Λαρισαίας ιατρού κ. Βίλυς Κοζώνη η οποία διαμένει στην Αθήνα και προσφέρθηκε στον Θωμά Κυριάκο μέλος της Φωτοθήκης Λάρισας, για να προστεθεί στη Συλλογή της Φωτοθήκης.
[1]. Οι περισσότεροι σύλλογοι της Λάρισας, επαγγελματικοί, επιστημονικοί, πολιτιστικοί, κλπ. διοργάνωναν τις ετήσιες συγκεντρώσεις των μελών τους το καλοκαίρι. Από παλιά τόπος συγκεντρώσεως ήταν η περιοχή της Αγίας Μαρίνας, αλλά με την δημιουργία του «Λούνα παρκ», πολλοί προτιμούσαν το τελευταίο, γιατί ήταν πιο οργανωμένο και βρισκόταν και πιο κοντά.
[2]. Ο εικονιζόμενος αξιωματικός Χατζηαναγνώστου υπήρξε αργότερα διοικητής του 303 ΠΕΒ και λόγω της ηρωικής δράσης του κατά την διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940 στα βουνά της Αλβανίας, το στρατόπεδο αυτό φέρει σήμερα το όνομά του.
Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com