Στην ανατολική πλευρά κάτω από το ξενοδοχείο «Κεντρικόν» (μετά ξενοδοχείο «Ολύμπιον» και σήμερα Φροντιστήρια) ήταν το καφεζαχαροπλαστείον του Παλάκα, πιο κάτω ο «Νέος Κόσμος» του Μήτσου Αντωνιάδη, και στην γωνία με την Κούμα «Ο Παράδεισος» ιδιοκτησίας του φαρμακοποιού Μανεσιώτη. Στη νότια πλευρά ήταν το καφεζαχαροπλαστείον του Δ. Πάλτσου που αργότερα μετονομάσθηκε σε «Παλλάδιον» και μετά την Εμπορική Τράπεζα βρισκόταν το «Πανελλήνιον» του Μπουσινιώτη. Τέλος στη δυτική πλευρά και κάτω από το κτίριο του Νικ. Καρανίκα ήταν το «Βασιλικόν» των αδελφών Ρεμπάκη[1]. Συνολικά εννέα καφενεία περιτριγύριζαν την πλατεία και τα καλοκαιρινά βράδια, καθώς τα περισσότερα άπλωναν έξω τραπεζοκαθίσματα, έσφυζε ο χώρος από ζωή.
Η σημερινή εικόνα απεικονίζει ένα από τα παλαιότερα καφενεία της Λάρισας τον «Νέο Κόσμο». Όπως αναφέρθηκε βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της πλατείας και ήταν από τα λίγα κτίσματα που ο σεισμός και οι βομβαρδισμοί δεν το έπληξαν, γι’ αυτό και λειτουργούσε και μεταπολεμικά, μέχρι το 1990 περίπου που κατεδαφίσθηκε και στη θέση του κατασκευάσθηκε πολυώροφη οικοδομή. Μεταπολεμικά συνόρευε με το ξενοδοχείο «Ολύμπιον» που είχε κτισθεί το 1936-37. Πριν από την χρονολογία αυτή όμως, είχε δίπλα του το βιβλιοπωλείο του Αλκιβιάδη Μακρή, που ήταν εξάδελφος του εκδότη της «Μικράς» Θρασύβουλου Μακρή. Όταν κατά το 1925 ο Αλκιβιάδης Μακρής μετέφερε την επιχείρησή του στο Βόλο, βιβλιοπωλείο και τυπογραφείο περιήλθαν στην Εταιρεία Δημητρακοπούλου-Παρασκευοπούλου-Παναγιωτακοπούλου. Ακριβώς πίσω από το μαγαζί αυτό ήταν εγκατεστημένα τα γραφεία και τυπογραφεία της «Ελευθερίας», που επικοινωνούσαν και από την οδό Φαρσάλων (Ρούσβελτ σήμερα) με ένα στενό. Το βιβλιοπωλείο διατηρήθηκε ως την ημέρα που ο Ανδρέας Κουτσίνας, στην ιδιοκτησία του οποίου ανήκαν και όλα τα διπλανά καταστήματα που καταλάμβαναν την γωνία Αλεξάνδρας (Κύπρου) και Μ. Αλεξάνδρου, τα κατεδάφισε και στη θέση τους δημιούργησε την τριώροφη οικοδομή που στεγαζόταν μέχρι πριν λίγα χρόνια το ξενοδοχείο «Ολύμπιον» και τα κάτω απ’ αυτό ισόγεια καταστήματα. Το «Ολύμπιον» λειτούργησε ως επιχείρηση του Γεωργίου Γάκου και ήταν για την εποχή του το πολυτελέστερο ξενοδοχείο.
Το καφενείο «Νέος Κόσμος» διατηρεί ακριβώς τη ίδια μορφή όπως είχε όταν άρχισε να λειτουργεί στις αρχές του 20ουαιώνα. Αποτελούσε ιδιοκτησία του πιο ξακουσμένου εμποροράφτη της παλιάς εποχής Αγγελίδη. Αρχικά το λειτούργησε ως καφενείο ο Αθανάσιος Μπουσινιώτης, ο οποίος του έδωσε και τον τίτλο «Νέος Κόσμος». Όταν ο Μπουσινιώτης με τον αδελφό του Δημήτριο ανήγειραν το τριώροφο «Πανελλήνιον», την επιχείρηση του «Νέου Κόσμου» ανέλαβε ο Γ. Καρανίκας. Το δούλεψε μόνος του για κάποιο διάστημα και αργότερα πήρε για συνεταίρο του τον Μήτσο Αντωνιάδη, ο οποίος ήταν κληρονόμος του εμποροράφτη Αγγελίδη. Ο Αντωνιάδης ήταν και δυναμικός συνδικαλιστής του κλάδου του και για αρκετά χρόνια διετέλεσε Πρόεδρος των Επαγγελματιών Λαρίσης. Κατά την διάρκεια της κατοχής επιτάχθηκε για ένα διάστημα από τους Γερμανούς και χρησιμοποιήθηκε για κατάλυμα στρατιωτών. Αλλά γρήγορα εγκαταλείφθηκε και λειτούργησε και πάλι το καφενείο. Διάφορα θεατρικά σχήματα που έρχονταν στην Λάρισα κατά την διάρκεια της κατοχής, το χρησιμοποίησαν και σαν θεατρική σκηνή, καθώς τα άλλα καφενεία που διέθεταν προπολεμικά θεατρική σκηνή (Πανελλήνιον, Παράδεισος) είχαν καταστραφεί σοβαρά από τον σεισμό. Οι παλιοί θυμούνται τους θιάσους Τσάκωνα και Μυλωνά και τους ηθοποιούς Χατζηχρήστο και Σπεράντζα Βρανά, παιδιά τότε, να διασκεδάζουν τους καταπονημένους και πεινασμένους Λαρισαίους. Κατά την μεταπολεμική περίοδοο «Νέος Κόσμος» ευπρεπίσθηκε, ανανεώθηκε και αναπτύχθηκε σε όλη του την έκταση και την λειτουργία του συνέχισαν τα παιδιά του Μήτσου Αντωνιάδη. Το καφενείο αυτό από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του υπήρξε εντευκτήριο εμπόρων, επαγγελματιών και συνταξιούχων. Στους χώρους του συνεδρίαζαν τα επαγγελματικά σωματεία, ήταν ο τόπος διεξαγωγής δημοπρασιών και δίνονταν χοροεσπερίδες.
Όπως φαίνεται και στην φωτογραφία, ο «Νέος Κόσμος» ήταν ένα επίμηκες κτίσμα που έβλεπε προς την πλατεία. Διέθετε πέντε μεγάλες και ψηλές τοξοειδείς πόρτες και το πεζοδρόμιό του στεγαζόταν από μεταλλικό σκέπαστρο, στηριγμένο με όμορφες πολύκλαδες σιδεριές. Τα πρώτα χρόνια δεν ανήκε όλος ο χώρος στο καφενείο. Η πρώτη πόρτα δίπλα από το βιβλιοπωλείο του Αλκ. Μακρή (αργότερα δίπλα από την είσοδο του ξενοδοχείου «Ολύμπιον») χρησίμευε για καπνοπωλείο του Θανάση Καραλόπουλου,ο οποίος είχε δική του βιομηχανία τσιγάρων, των οποίων η ονομασία στο εμπόριο ήταν «Κόκορας»[2]. Στην τελευταία πέμπτη πόρτα είχε το ραφείο του ο Αγγελίδης, που ήταν και ο ιδιοκτήτης της οικοδομής. Οι Λαρισαίοι του είχαν δώσει την περιπαικτική επωνυμία «Λόρδος Σαλίσμπουρυ», γιατί κάποια στιγμή είχε πάει στο Λονδίνο για να παρακολουθήσει την ανδρική μόδα, και όταν γύρισε ήταν ντυμένος σαν Άγγλος λόρδος.
[1]. Ο Νικ. Καρανίκας, πατέρας της Θάλειας Δημητράτου,το 1910 έκτισε τη διώροφη οικοδομή που υπήρχε στη γωνία των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Ίωνος Δραγούμη. Στον επάνω όροφο έμενε αυτός με την οικογένειά του και στο ισόγειο λειτουργούσε το καφεζαχαροπλαστείον «Βασιλικόν», το οποίο παραδόξως, παρά την ονομασία του ήταν στέκι αντιβασιλικών (βενιζελικών).
[2]. Η Λάρισα κατά τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα διέθετε πολλές μικροβιομηχανίες τσιγάρων, τα οποία τα κατασκεύαζαν στο Δημόσιο Καπνεργοστάσιο που βρισκόταν στην οδό Φιλελλήνων, εκεί όπου σήμερα είναι το κτίριο του ΟΤΕ. Οι τοπικές καπνοβιομηχανίες της εποχής εκείνης αποτελούν ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο της τοπικής μας ιστορίας και θα αναφερθούμε σ’ αυτές σε προσεχές σημείωμά μας.
* Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com