Οι δρόμοι όμως ήταν σε κακά χάλια (στην καλύτερη περίπτωση σκυρόστρωτοι). Ο παλιός δημοσιογράφος Κώστας Περραιβός είχε μια φράση κλισέ για τους δρόμους της Λάρισας αυτής της περιόδου, «κονισαλέοι και λασποβριθείς», δηλ. γεμάτοι σκόνη (το καλοκαίρι) και λάσπη (τον χειμώνα). Παρ’ όλα αυτά οι απλοί Λαρισαίοι διάνυαν καθημερινά μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια για τις καθημερινές τους ασχολίες και όχι μόνον. Και για τους περιπάτους, οι οποίοι ξεκούραζαν από τον μόχθο της ημέρας τούς εργαζόμενους που ήθελαν να βρεθούν μακριά από τα καφενεία, παρέες ολιγάριθμων ατόμων κατευθύνονταν σε εξοχικά σημεία της πόλεως όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες.
Ένας από τους πλέον δημοφιλείς περιπάτους για τους Λαρισαίους ήταν η πορεία προς την περιοχή του Αλκαζάρ. Ησυχία, πράσινο, καθαρός αέρας συνόδευε τους περιπατητές. Και όταν η κόπωση δυσκόλευε τη συνέχεια της βόλτας, υπήρχαν διάφορα εξοχικά κέντρα στην περιοχή, όπου σταματούσαν να αναπαυθούν, να απολαύσουν τη θέα και να πιουν τον καφέ ή το τσιπουράκι τους. Το σπουδαιότερο ήταν το κέντρο «Αλκαζάρ», για το οποίο μιλήσαμε διεξοδικά πριν από καιρό[1]. Ένα άλλο στην κυριολεξία εξοχικό σημείο το οποίο δεχόταν μεγάλο κύμα Λαρισαίων ήταν το κέντρο «Κιβωτός». Βρισκόταν στο τέρμα της περιοχής «Μεριάς»[2], ανάμεσα στην αριστερή όχθη του Πηνειού, και στο «Στάδιο Αλκαζάρ», εκεί που αρχίζει η σημερινή συνοικία Αλκαζάρ[3]. Το εξοχικό κέντρο ήταν ένα μικρό, χαμηλό τετράγωνο κτίσμα. Εσωτερικά ίσα που χωρούσε τον μπουφέ, την μικρή αποθήκη και δυο-τρία τραπέζια με λιγοστές καρέκλες. Γι’ αυτό και η «Κιβωτός» ήταν κατ’ εξοχήν θερινό κέντρο, επειδή τότε ο καιρός επέτρεπε να απλώνει στον περιβάλλοντα εξωτερικό χώρο και κάτω από τη σκιά των δένδρων πολλά τραπεζάκια.
Το κέντρο το διαχειριζόταν ένας Ζαρκαδούλας, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Το δούλευε ολόκληρο τον χρόνο, ακόμα και τις παγερές ημέρες του χειμώνα γιατί δεν ήθελε να στριφογυρνάει στα καφενεία. Μοναδικοί πελάτες του τον χειμώνα ήταν συνήθως κάποιοι ψαράδες του Πηνειού, οι οποίοι πήγαιναν και τον έκαναν συντροφιά τρώγοντας τηγανιές με ποταμίσια ψάρια και πίνοντας κρασί ή τσίπουρο. Όσοι τον γνώρισαν έλεγαν ότι ο Ζαρκαδούλας ήταν άνθρωπος ήσυχος, ήρεμος, αγαθός και λιγομίλητος. Το τελευταίο μπορούμε να πούμε ότι ήταν προσόν, γιατί στο κέντρο του κατέφευγαν και μερικά παράνομα ερωτικά ζευγαράκια τα οποία αποζητούσαν εχεμύθεια, την οποία ο ιδιοκτήτης παρείχε αφειδώς.
Η ονομασία του κέντρου ως «Κιβωτός» προήλθε, σύμφωνα με τους παλιούς ιστορικούς, ύστερα από μια πλημμύρα του Πηνειού, όταν η επίπεδη αυτή περιοχή, μαζί με τον απέναντι συνοικισμό Ταμπάκικα, κατακλύσθηκαν από νερά, από τα οποία προεξείχε μόνον το εξοχικό κέντρο από την πλευρά του Αλκαζάρ και η εκκλησία της Παναγίας στα Ταμπάκικα. Νονός του κέντρου ήταν ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Ελευθερία» Ευάγγελος Τσιρόπουλος[4], ο οποίος περιέγραψε ως εξής την πλημμύρα στην περιοχή αυτή: «Ολόκληρον το πεδίον του Αλκαζάρ εκαλύφθη υπό υγράν σινδόνην, ήτις εξετείνετο μέχρι του αγροκτήματος Χαροκόπου[5]. Τα πάντα είχον καλυφθεί από τα πλημμυρίσαντα ύδατα και εν τω μέσω της σχηματισθείσης απεράντου λίμνης επρόβαλεν, ως η Κιβωτός του Νώε, το εξοχικόν κέντρον παρά τον κήπον Παπασταύρου»[6].Η παρομοίωση αυτή του Τσιρόπουλου ήταν πετυχημένη, άρεσε στους αναγνώστες της εφημερίδας και στον Ζαρκαδούλα, ο οποίος έσπευσε να υιοθετήσει την ονομασία αυτή και από τότε η «Κιβωτός» υπήρξε σημείο αναφοράς πολλών περιπατητών. Μεταπολεμικά στην ίδια τοποθεσία δημιουργήθηκε το εξοχικό κέντρο «Άλσος», γνωστό περισσότερο ως «Τζίμης» του Δημητρίου Αχιλλείου.
Η περισσότερη δουλειά για την Κιβωτό του Ζαρκαδούλα άρχιζε τον Μάιο. Τότε οι Λαρισαίοι, όταν οι Κυριακές και γιορτές ήταν ηλιόλουστες, κατέβαιναν οικογενειακώς μετά τον εκκλησιασμό στο Αλκαζάρ και πολλοί κατευθύνονταν στην «Κιβωτό». Οι περισσότεροι απ’ αυτούς κατανάλωναν τα φρέσκα και τρυφερά αγγουράκια που ήταν παραγωγή του αγροκτήματος Παπασταύρου και τα πωλούσε στον κόσμο ο επιστάτης του Μπαξεβάνος. Κάθονταν στα τραπέζια του κέντρου και απολάμβαναν τα αγγουράκια με τη συνοδεία τσίπουρου και άλλων μεζέδων του Ζαρκαδούλα.
Από την πλευρά της συνοικίας Ταμπάκικα, λίγο πιο κάτω από την στροφή της σημερινής οδού Γεωργιάδου και δίπλα στην δεξιά όχθη του Πηνειού, υπήρχε ένα άλλο εξοχικό κέντρο. Δεν είχε ιδιαίτερη ονομασία και ο κόσμος το γνώριζε σαν «Κήπος Κατσαούνη». Στις αρχές του 20ουαιώνα ο Γεώργιος Κατσαούνης[7] είχε ιδρύσει σε μια μεγάλη ιδιόκτητη έκταση που διέθετε κοντά στο ποτάμι, ένα από τα πρώτα παγοποιεία της Λάρισας, το οποίο σταμάτησε τη λειτουργία του το 1925. Επειδή προς την πλευρά του Πηνειού το κτήμα διέθετε κήπο με άφθονα δένδρα, κυρίως λεύκες, ένα έξυπνος επιχειρηματίας ονόματι Θεοδώρου εκμεταλλεύθηκε την ειδυλλιακή αυτή θέση, την εμπλούτισε με άνθη και άλλα φυτά και το 1928 λειτούργησε ένα θαυμάσιο θερινό εξοχικό κέντρο, εφοδιασμένο με γραμμόφωνο τελευταίου τύπου με μεγάλο χωνί. Το κέντρο δεν είχε εύκολη πρόσβαση από την δεξιά όχθη του ποταμού στα Ταμπάκικα και οι πελάτες για να φθάσουν επιβιβάζονταν σε μια περαταριά που βρισκόταν στο Αλκαζάρ και έκανε διαδρομές μεταξύ των δύο οχθών του ποταμού. Ήταν κάπως απομονωμένο και ευνοούσε, όπως και η «Κιβωτός», τα παράνομα ερωτικά ζευγάρια και αποτελούσε ένα φιλόξενο καταφύγιο των νέων οι οποίοι ήθελαν να αποφύγουν τα αδιάκριτα βλέμματα των πολλών. Η ζωή του κέντρου αυτού υπήρξε βραχύβια, μόλις δύο καλοκαίρια, και μετά διέκοψε τη λειτουργία του.
[1]. Βλέπε σχετικά στο Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα. 53 δημοσιεύματα στην καθημερινή εφημερίδα της Λάρισας «Ελευθερία» κάθε Τετάρτη, κατά το έτος 2014, Λάρισα (2016) σελ. 33-40.
[2]. Μεριάς ονομαζόταν από την περίοδο ακόμα της Τουρκοκρατίας, όλη η περιοχή που περικλειόταν από την έξοδο της γέφυρας, τον οδικό δρόμο προς Γιάννουλη, το ανάχωμα πίσω από το Στάδιο και την αριστερή όχθη του Πηνειού. Ήταν ένα απέραντος επίπεδος χώρος, όπου γινόταν τα στρατιωτικά γυμνάσια των Τούρκων. Μετά την απελευθέρωση της Λάρισας η περιοχή ονομάσθηκε Πεδίον του Άρεως και μετά την δενδροφύτευση του Αλκαζάρ ο Μεριάς είχε περιορισθεί στον χώρο της εμποροζωοπανήγυρης.
[3]. Μέχρι πριν λίγα χρόνια η συνοικία αυτή λεγόταν Παπασταύρου. Πήρε το όνομα από το μεγάλο ομώνυμο αγρόκτημα που βρισκόταν στην περιοχή και ανήκε στον φαρμακοποιό της Λάρισας Κωνσταντίνο Παπασταύρου.
[4]. Ο Ευάγγελος Τσιρόπουλος (1900-1938) ήταν αρχικά αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Ελευθερία» και από 1925 διετέλεσε διευθυντής της έως το 1935, όταν προσβλήθηκε από φυματίωση και απεβίωσε στις 18 Φεβρουαρίου 1938. Γιός του ήταν ο Κώστας Τσιρόπουλους (1930-2017) σπουδαίος συγγραφέας και διανοούμενος στην Αθήνα, ο οποίος απεβίωσε πρόσφατα.
[5].Τα κτήματα του Παναγή Χαροκόπου, ιδιοκτήτη του πύργου Χαροκόπου στην Γιάννουλη, έφθαναν μέχρι το ανάχωμα, δηλ. μέχρι το ύψος του οδικού άξοναπου δημιουργήθηκε πρόσφατα και ο οποίος ξεκινάει από τον Υδατόπυργο και καταλήγει στη γέφυρα της Ν. Σμύρνης.
[6]. Βλέπε: Ολύμπιος (Περραιβός Κώστας), Η Λάρισα που χάθηκε, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 20ης Αυγούστου 1979.
[7]. Ο Γεώργιος Κατσαούνης ήταν ιδιοκτήτης πολλών αστικών ακινήτων μέσα στην πόλη. Τα περισσότερα από τα καταστήματα του ανηφορικού δρόμου (οδός Ακροπόλεως) πάνω από το Αρχαίο Θέατρο, ήταν δικά του. Επίσης ιδιοκτησία του ήταν και το μέγαρο Κατσαούνη, το νεοκλασικό κτίριο που βρισκόταν στη νότια πλευρά της πλατείας, ανάμεσα από τα Δικαστήρια και το υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας και έμεινε περισσότερο γνωστό ως «Παλλάδιον», γιατί λίγο πριν τον πόλεμο λειτουργούσε στο ισόγειο το ομώνυμο καφεζαχαροπλαστείο. Το 1920 ο Κατσαούνης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Για την τύχη της τεράστιας ακίνητης περιουσίας του θα πρέπει να γίνει μια επισταμένη μελέτη.
* Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com