Η σημερινή φωτογραφία είναι του Λαρισαίου Παντελή Γκίνη. Γεννήθηκε στη πόλη Δάρδα της Β. Ηπείρου, αλλά σε ηλικία 15 τον βρίσκουμε στο Άγιον Όρος όπου εργαζόταν ο πατέρας του. Στην Αθωνική πολιτεία μαθήτευσε σε σπουδαίους αγιογράφους μοναχούς. Όταν το 1908 υποχρεώθηκε από τις τουρκικές αρχές να καταταγεί στον στρατό, εγκατέλειψε σιωπηρά το Άγιον Όρος, το οποίο την περίοδο εκείνη ανήκε στην τουρκική επικράτεια και αναγκάσθηκε να καταφύγει στην Ελλάδα.
Το 1911 βρήκε καταφύγιο στη Λάρισα όπου συνάντησε κάποιον γνωστό του, ο οποίος λόγω επαγγέλματος είχε εμπορικές δοσοληψίες (εικόνες, άμφια και λοιπά λειτουργικά είδη) με το Άγιον Όρος και εγκαταστάθηκε μόνιμα. Εργάσθηκε ως αγιογράφος, αρχικά σε συνεργασία με τον Ιωάννη Παντοστόπουλο και στη συνέχεια είχε μακροχρόνια και εποικοδομητική συνεργασία με τον ζωγράφο-αγιογράφο Χρυσόστομο Παπαμερκουρίου, ενώ παράλληλα παρέδιδε και μαθήματα ζωγραφικής σε νέους που αγαπούσαν την τέχνη αυτή. Από το 1925 άρχισε να ασχολείται και με την φωτογραφία[1]. Δεν ήταν φωτογράφος studio, αλλά αποτύπωνε με τον φακό του τοπία της Λάρισας και της περιοχής. Ένα από τα τοπία της Λάρισας του Παντελή Γκίνη θα περιγράψουμε σήμερα.
Ο φωτογράφος ανέβηκε στο υπερώο του νεοκλασικού κτιρίου του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας και έστρεψε τον φακό του ανατολικά. Στη φωτογραφία ξεχωρίζει η ευθεία της οδού Αλεξάνδρας η οποία εκτείνεται από την διασταύρωσή της με την οδό Ακροπόλεως (Κύπρου) και φθάνει μέχρι την οδό Βόλου (23ης Οκτωβρίου). Με την λήψη αυτή το τοπίο που αποτυπώνεται χωρίζεται σε δύο τμήματα, αριστερό και δεξιό.
Το αριστερό τμήμα ξεκινάει από το ισόγειο κτίσμα που στέγαζε το φαρμακείο του Νικολάου Ζησιάδου και Σία, του οποίου μέρος της επιγραφής μόλις διακρίνεται. Ακολουθεί το ξενοδοχείο «Στέμμα». Είχε κτισθεί το 1887 επί δημαρχίας Διονυσίου Γαλάτη και στη φωτογραφία διακρίνεται μόνον ο όροφος που φιλοξενούσε το ξενοδοχείο. Φαίνεται καθαρά ότι διατηρούσε ακόμη την κομψή του εμφάνιση, ενώ το ισόγειο δεν είναι ορατό καθώς καλύπτεται από τα δένδρα του πεζοδρομίου. Απουσιάζει η επιγραφή «Μέγα Ξενοδοχείον το Στέμμα» που ήταν γραμμένη στα ελληνικά και τα γαλλικά από την περίοδο της κατασκευής του και βρισκόταν κάτω από τη στέγη της πρόσοψης.
Στη συνέχεια μόλις αποτυπώνεται το ισόγειο όπου λειτουργούσε για πολλά χρόνια η Λαϊκή Τράπεζα. Παρεμβάλλεται η αρχή της οδού Φιλελλήνων και το επόμενο κτίριο ήταν το ομορφότερο της Πλατείας Θέμιδος (Κεντρική Πλατεία), ίσως και της Λάρισας. Η ιδιότυπη κατασκευή της γωνίας, με κορύφωση τον ψηλό τρούλο, καθιστούσε το κτίσμα μοναδικό για την πόλη [2]. Έμεινε στην ιστορία της Λάρισας σαν Λέσχη Ασλάνη, από το όνομα του επιχειρηματία που το ενοικίαζε, ενώ ήταν ιδιοκτησία του μουσουλμάνου Χατζημέτου, ενός πάμπλουτου Τούρκου που είχε παραμείνει στη Λάρισα και μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας.
Μεταπολεμικά στον χώρο αυτόν έχει οικοδομηθεί το κτίριο της Λέσχης Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης, το ωραιότερο σήμερα κτίριο της Πλατείας Μιχαήλ Σάπκα. Ο αρχιτέκτονας είχε την ευφυΐα να διαμορφώσει την γωνία του κτιρίου της Λέσχης στα πρότυπα του προπολεμικού κτιρίου, χωρίς φυσικά τον τρούλο. Σε απόσταση εικονίζονται τα υπόλοιπα καταστήματα της αριστερής πλευράς του δρόμου, αλλά η μακρινή απόσταση δεν προσφέρει λεπτομέρειες. Μόνον ο μιναρές του Γενή τζαμί εξέχει ακέραιος πάνω από τις στέγες των καταστημάτων.
Το δεξιό τμήμα της φωτογραφίας απεικονίζει την βόρεια πλευρά της Κεντρικής Πλατείας. Στην άκρη του δρόμου προς την πλατεία είναι σταθμευμένες ορισμένες άμαξες, οι οποίες αποτελούσαν τα αγοραία της εποχής. Αμέσως μετά την πλατεία ξεχωρίζει ένα διώροφο κτίριο με την επιγραφή «Ξενοδοχείον Ύπνου[3] Κεντρικόν». Το 1938 το ξενοδοχείο αυτό μαζί με ορισμένα διπλανά καταστήματα, όλα ιδιοκτησίας Κουτσίνα, κατεδαφίσθηκαν και στη θέσης τους κατασκευάσθηκε το τριώροφο ξενοδοχείο «Ολύμπιον». Ήταν το πολυτελέστερο ξενοδοχείο της εποχής εκείνης και φιλοξένησε πολλές προσωπικότητες της πολιτικής, των γραμμάτων και των τεχνών.
Η πιο επεισοδιακή ήταν η παραμονή το 1939 του έκπτωτου βασιλιά της Αλβανίας Ζώγου με την σύζυγό του και το νεογέννητο βρέφος τους. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια από τον εξώστη του τελευταίου ορόφου μιλούσαν όλοι οι αρχηγοί των μεγάλων κομμάτων κατά τις προεκλογικές συγκεντρώσεις. Εδώ και μερικά χρόνια οι δύο όροφοι άλλαξαν χρήση, ενώ το ισόγειο ανέκαθεν φιλοξενούσε καταστήματα παντός είδους. Απ’ αυτά ιστορικό έμεινε το ζαχαροπλαστείο Γκουνταρούλη, από τους χώρους του οποίου περνούσε όλη η «καλή» Λάρισα. Στο βάθος, πίσω από το ξενοδοχείο «Κεντρικόν» διακρίνονται τα καταστήματα της δεξιάς πλευράς της οδού Αλεξάνδρας.
Η χρονολογία λήψεως της φωτογραφίας δεν είναι ακριβής. Αποδίδεται στα μέσα της δεκαετίας του 1930, με μεγάλη πιθανότητα να είναι του 1935, όπως και οι υπόλοιπες φωτογραφίες του με τοπία της Λάρισας, αλλά και από την παρουσία λεπτομερειών από τα απεικονιζόμενα κτίρια.
[1]. Βλέπε: Γεώργιος Γ. Γουργιώτης. Μικρά Μελετηματα, εκδ. Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου, Λάρισα (2000), σελ. 134.
[2]. Παρόμοια κτίσματα στη Θεσσαλία με τρούλο υπήρχαν προπολεμικά στην Καρδίτσα το ξενοδοχείο «Άρνη» και στον Βόλο το κτίριο Παπαστράτου στην παραλία, στο οποίο σήμερα βρίσκονται οι κεντρικές υπηρεσίες του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Από τα τρία αυτά κτίσματα επέζησε μέχρι σήμερα μόνον του Βόλου.
[3]. Γίνεται η διάκριση «Ξενοδοχείον Ύπνου», γιατί υπήρχαν και «Ξενοδοχεία Φαγητού». Η τελευταία ονομασία προσδιόριζε τα εστιατόρια.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com