* Του Νίκ. Αθ. Παπαθεοδώρου
nikapap@hotmail.com
Η τοποθεσία «Τσούγκαρι» θεωρείται ότι ήταν μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες μία από τις εμπορικότερες περιοχές της Λάρισας. Ο χώρος του ορίζεται σήμερα ανατολικά από την οδό Ηφαίστου, νότια από την οδό Μανωλάκη, δυτικά από το ποτάμι και την είσοδο προς την μεγάλη γέφυρα και βόρεια φθάνει μέχρι τα υψώματα του λόφου του Φρουρίου. Οι παλαιότεροι Λαρισαίοι εξακολουθούν να ονομάζουν την περιοχή με αυτό το όνομα ακόμα και σήμερα.
Το Τσούγκαρι ήταν η μεγάλη πόρτα της Λάρισας, η οποία οδηγούσε από το νότιο τμήμα του ελληνικού χώρου στο βόρειο και αντιθέτως, μέσω της πέτρινης γέφυρας. Και εδώ η λέξη πόρτα αποτελεί κυριολεξία, γιατί τόσο στην είσοδο όσο και στην έξοδο της γέφυρας, στο σημείο όπου κατέληγαν τα πλάγια στηθαία, υπήρχαν παλιά δύο μεγάλες μαρμάρινες στήλες σε κάθε πλευρά, οι οποίες είχαν ύψος όσο περίπου ένα ανθρώπινο σώμα. Κατά τις βραδινές ώρες τις στήλες αυτές ένωνε μιαισχυρή σιδερένια αλυσίδα τόσο στην είσοδο όσο και στην έξοδο και έτσι η μεν κυκλοφορία των τροχοφόρων διακόπτονταν, ενώ επιτρέπονταν να τη διασχίζουν μόνον οι πεζοί.
Πώς προήλθε η ονομασία Τσούγκαρι δεν είναι ιστορικώς εξακριβωμένο. Η επικρατέστερη εκδοχή σύμφωνα με τους χρονικογράφους των παλαιών εφημερίδων της Λάρισας είναι ότι στην περιοχή αυτή από την εποχή της τουρκοκρατίας ακόμα, υπήρχε ένα φημισμένο πανδοχείο (χάνι) του οποίου ο ιδιοκτήτης ονομαζόταν Τσούγκαρης. Το πανδοχείο αυτό πρόσφερε κάθε πρωί πατσά, ο οποίος ήταν τόσο νόστιμος, ώστε η φήμη του είχε εξαπλωθεί όχι μόνον στην πόλη, αλλά και στους διερχόμενους. Έτσι το «πάμε στον Τσούγκαρη για πατσά» έγινε εύκολα «πάμε στο Τσούγκαρι για πατσά» και η παρουσία του έγινε αφορμή να πάρει το όνομά του ολόκληρη η περιοχή όπου βρισκόταν το πατσατζίδικο. Η συνοικία αυτή παλιά είχε πολλά καταστήματα που πρόσφεραν πατσά. Αρκετά απ’ αυτά διατηρήθηκαν και κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αλλά βαθμιαία ο αριθμός τους μειώνονταν και έτσι σήμερα δε νομίζω να υπάρχει αμιγές πατσατζίδικο στην περιοχή.
Η Λάρισα ανέκαθεν παρουσίαζε μεγάλη εμπορική κίνηση, γιατί αποτελούσε ενδιάμεσο μετακομιστικό σταθμό ταξιδιωτών από την Νότια Ελλάδα και την Ήπειρο, προς την τουρκοκρατούμενη Βόρειο Ελλάδα και ιδίως με τη Δυτική Μακεδονία. Η μοναδική διαδρομή που συνέδεε τις περιοχές αυτές ήταν ένας άθλιος αμαξιτός δρόμος ο οποίος περνούσε από τα στενά της Μελούνας, όπου μέχρι το 1912 υπήρχαν τα σύνορα της Ελλάδος με την Τουρκία. Η σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών-Λαρίσης επεκτάθηκε μέχρι τη Θεσσαλονίκη πολύ αργότερα.
Στο Τσούγκαρι ήταν συγκεντρωμένα όλα τα καταστήματα τα οποία μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες όλων των ταξιδιωτών. Υπήρχαν άφθονα πανδοχεία όπου δεν πρόσφεραν μόνον καταλύματα για να διανυκτερεύουν οι ταξιδιώτες, αλλά διέθεταν λιτά εστιατόρια για να γευματίζουν και στάβλους για να αναπαύονται και να σιτίζονται τα ζώα, και να σταθμεύουν τις σούστες και τα κάρα τους. Πιο ξακουστό απ’ όλα ήταν το χάνι των αδελφών Σαχίνη, το οποίο στεγαζόταν σε ένα τεράστιο κτίριο στις νότιες παρυφές του Φρουρίου[1]. Στην ίδια περιοχή υπήρχαν και άλλα βοηθητικά καταστήματα τα οποία χρειάζονταν οι εποχούμενοι ταξιδιώτες, όπως καροποιεία, σιδηρουργεία, πεταλωτήρια, αμαξοποιεία, σαγματοποιεία και άλλα παρόμοια.
Επίσης το Τσούγκαρι ήταν η περιοχή όπου έβρισκε κανείς εμπόρους και παντός είδους ταξιδιώτες οι οποίοι συνδιαλέγονταν με τους οδηγούς μεταφορικών αμαξών, για να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την Μακεδονία. Το ίδιο γινόταν και με επιβάτες οι οποίοι ακολουθούσαν την αντίστροφη διαδρομή. Οι άμαξες δεν είχαν συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα αναχώρησης. Ξεκινούσαν το ταξίδι όταν συμπληρωνόταν ο απαιτούμενος αριθμός των επιβατών.
Πέρα απ’ όλα αυτά, στην οδό Μακεδονίας (τη σημερινή Βενιζέλου) η οποία διέσχιζε το Τσούγκαρι, υπήρχαν διάφορα καταστήματα με αποικιακά είδη, υφάσματα, ρούχα, γαλατάδικα, ψιλικατζίδικα, καφενεία, ταβέρνες και κάθε είδους επιχειρήσεις. Εδώ αναζητούσαν πελατεία και οι επαγγελματίες του ποδαριού, όπως κουλουρτζήδες, καστανάδες, σαλεπιτζήδες και διάφοροι επιτήδειοι. Πέρα από τη γέφυρα, προς την περιοχή του Πέρα μαχαλά, βρίσκονταν οι χώροι ψυχαγωγίας, όπως θέατρα, καφενεία ειδικά για ανδρικό πληθυσμό, τα λεγόμενα καφωδεία ή «Καφέ Σαντάν», τα οποία είχαν ζωντανή μουσική και τραγουδούσαν ξεπεσμένες αοιδοί, οι αυτοαποκαλούμενες «αρτίστες», που όταν τελείωναν το πρόγραμμά τους έκαναν παρέα στους πελάτες των καταστημάτων. Ήταν συνήθως ξένες και προέρχονταν από την Ιταλία, την Αυστροουγγαρία και την Γαλλία.
Γενικά το Τσούγκαρι ήταν από τις πλέον πολυσύχναστες και θορυβώδεις περιοχές της Λάρισας. Στους δρόμους του κυκλοφορούσαν ετερόκλητα πλήθη ανθρώπων, τα οποία τον χειμώνα μπορεί να βούλιαζαν στη λάσπη όταν ο καιρός δεν ήταν καλός και το καλοκαίρι πνίγονταν στη σκόνη. Αξίζει τον κόπο να περιγράφουμε τους αυτοσχέδιους καταβρεχτήρες του Δήμου, οι οποίοι προσπαθούσαν να μειώσουν τα σύννεφα σκόνης που άφηναν πίσω τους τα ιππήλατα τροχοφόρα ή δημιουργούσε ένα φύσημα του αέρα, τις ζεστές ημέρες του χρόνου. Πάνω σε κάρα φόρτωναν δεξαμενές με νερό, το οποίο το αντλούσαν από τον Πηνειό που ήταν δίπλα τους. Στο πίσω μέρος προσάρμοζαν σε χαμηλότερο επίπεδο μεταλλικό σωλήνα με πολλές τρύπες, τον οποίο συνέδεαν με τη δεξαμενή του νερού. Μ’ αυτό τον τρόπο προσπαθούσαν να κάνουν ένα υποτυπώδες κατάβρεγμα των δρόμων και να μειώσουν έστω και για λίγο διάστημα τη σκόνη. Αυτά βέβαια μέχρι το 1929, όταν ο δήμαρχος Μιχαήλ Σάπκας αγόρασε δύο ειδικά αυτοκίνητα-καταβρεχτήρες, τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και σαν πυροσβεστικά οχήματα.
Στο Τσούγκαρι λειτουργούσε ακόμη και ένα ιδιότυπο «παζάρι» εργασίας. Γύρω στις αρχές Ιουνίου, όταν επρόκειτο να αρχίσει ο θερισμός, κατέβαιναν κατά ομάδες καραβάνια θεριστών από την Δυτική Μακεδονία και την Αλβανία. Ο θεσσαλικός κάμπος είχε ανάγκη από πολλά εργατικά χέρια για να θερίσουν και να αλωνίσουν τα σπαρτά. Όλοι αυτοί κατέκλυζαν τα πεζοδρόμια της οδού Μακεδονίας με το δρεπάνι στο χέρι, περιμένοντας τους κτηματίες για να συζητήσουν τους όρους εργασίας στα χωράφια τους. Κάτι αντίστοιχο παρατηρούσαμε και πρόσφατα στην πόλη μας, όταν κατά τις πρωινές ώρες και σε προκαθορισμένα σημεία, ομάδες αλλοδαπών εργατών αναζητούσαν μεροκάματο. Αυτά τα εργατικά «παζάρια» στο Τσούγκαρι κράτησαν μέχρι τις παραμονές του πολέμου του 1940. Μεταπολεμικά όλα άλλαξαν, καθώς οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές εξαφάνισαν τους θεριστάδες.
Παλαιότερα η ύδρευση της Λάρισας γινόταν με νερό από το ποτάμι στην περιοχή του Τσούγκαρι. Αρχικά ήταν οι σακατζήδες[2] οι οποίοι προμήθευαν την πόλη με πόσιμο νερό. Όταν επικράτησαν οι μηχανοκίνητες αντλίες, οι σακατζήδες καταργήθηκαν και η συλλογή του νερού γινόταν με άντληση σε μεγάλα μεταλλικά δοχεία με βρύσες, τα οποίαβρίσκονταν στην όχθη. Από τα δοχεία αυτά γέμιζαν βαρέλια που τα φόρτωναν σε σούστες και το νερό μεταφερόταν στα σπίτια. Με κάποια μικρή οικονομική επιβάρυνση του νοικοκύρη αποθηκευόταν σε μεγάλα πήλινα δοχεία, τα κιούπια, τα οποία ήταν παραχωμένα βαθιά στο χώμα. Έριχναν μέσα στα γεμάτα δοχεία μικρή ποσότητα στύψης, η οποία σε λίγες ώρες είχε την ιδιότητα να καθαρίζει το νερό από όλες τις φερτές ύλες, οι οποίες καθίζαναν στον πυθμένα του δοχείου και το νερό γινόταν διαυγές.
Τα πρώτα μετά την απελευθέρωση χρόνια μπορεί κανείς να πει ότι το Τσούγκαρι αποτελούσε το εμπορικότερο και το πολυπληθέστερο σημείο της Λάρισας. Βαθμιαία όμως με την ανάπτυξη των συγκοινωνιών και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων τηςτο εμπορικό κέντρο μετατοπίσθηκε γύρω από την Κεντρική πλατεία «Θέμιδος» και το Τσούγκαρι πλέον αποτελεί μια γλυκιά ανάμνηση.
------------------------------------------
[1]. Το χάνι αυτό λειτούργησε μέχρι το 1905, γιατί τη χρονολογία αυτή διαρρυθμίσθηκε κατάλληλα για να φιλοξενήσει τις ποινικές φυλακές, ενώ οι αδελφοί Σαχίνη μετέφεραν το πανδοχείο τους σε ένα κοντινό κτίριο επί της οδού Πολυκάρπου. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος,Το χάνι Σαχίνη μετατρέπεται σε φυλακή, εφ. «Ελευθερία», Λάρισα, φύλλο της 14ης Οκτωβρίου 1915.
[2]. Οι σακατζήδες ήταν εργάτες οι οποίοι φόρτωναν σε άλογοδύο ασκούςπου ονομάζονταν σακάδες,έναν από κάθε πλευρά του ζώου. Ο ιδιοκτήτης του κρατώντας ένα μεγάλο μεταλλικό δοχείο γέμιζε με νερό του ποταμού τους ασκούς (σακιά) και μετέφερε το περιεχόμενό τους στην πόλη για να το πουλήσει στα σπίτια.