Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου
Η σημερινή φωτογραφία ας πούμε ότι είναι κάπως εορταστική. Ο χιονιάς που έπληξε αυτές τις ημέρες πολλές περιοχές της χώρας μας, εμείς εδώ όπως πάντα είχαμε μερικές νιφάδες, την κάνουν επίκαιρη. Ο φωτογράφος στάθηκε σε ένα μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου του ξενοδοχείου «Πανελλήνιον», το οποίο βρισκόταν στη νότια πλευρά της πλατείας και κατηύθυνε τον φακό του βόρεια. Είναι μια μέρα χειμωνιάτικη, έπειτα από κάποια χιονόπτωση. Το χιόνι εξακολουθεί να διατηρείται μόνον στις στέγες και στα παρτέρια της πλατείας. Η κάρτα είναι ταχυδρομημένη το 1933. Δεν αναφέρεται ο φωτογράφος, θα πρέπει όμως να είναι Λαρισαίος. Οι άλλοι που εκτύπωναν επιστολικά δελτάρια και τα κυκλοφορούσαν πανελλήνια, συνήθως χρησιμοποιούσαν τον λογότυπό τους καμιά φορά στην πρόσθια όψη, κυρίως όμως στην οπίσθια. Από τους Λαρισαίους πάλι ο Ιωάν. Κουμουνδούρος έγραφε πάντα στην πρόσθια όψη. Εκείνος όμως ο οποίος δεν υπέγραφε καθόλου τις φωτογραφίες του ήταν ο Παντελής Γκίνης. Γι’ αυτό δια της εις άτοπον απαγωγής καταλήγουμε μεν να την αποδώσουμε σ’ αυτόν, χωρίς όμως αποδεικτικά στοιχεία. Η χρονολογία λήψεως προσδιορίζεται ότι είναι προ του 1933 που ταχυδρομήθηκε. Εξ άλλου είναι γνωστό ότι ο Παντελής Γκίνης δραστηριοποιήθηκε στις φωτογραφίες τοπίου τη δεκαετία του 1930.
Χαμηλά σε πρώτο πλάνο αποτυπώνεται ένα μέρος από την κεντρική πλατεία Θέμιδος τότε. Τα δένδρα έχουν συγκρατήσει το χιόνι, ενώ η κίνηση είναι αραιή. Επί της οδού Κύπρου (την περίοδο εκείνη ονομαζόταν οδός των Έξ[1]) και παράλληλα με την πλατεία, παρατηρούμε να είναι σταθμευμένες στη σειρά οι άμαξες, οι οποίες συγχρόνως με τα αγοραία αυτοκίνητα τα οποία στάθμευαν όπως και σήμερα στην οδό Μεγ. Αλεξάνδρου, εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των Λαρισαίων για τις μετακινήσεις εντός της πόλεως.
Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας διακρίνουμε τέσσερα γνωστά κτίρια. Τα έχουμε περιγράψει επανειλημμένα και νομίζω ότι περιττεύει να τα επαναλάβουμε, απλώςθα προσθέσουμε μόνον κάποια νέα στοιχεία. Αρχικά θα πρέπει να τονίσουμε την ξεχωριστή αρχιτεκτονική κατασκευή του κτιρίου του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας. Απ’ αυτή τη γωνία λήψεως αναδεικνύεται όλη η νεοκλασική μεγαλοπρέπειά της και κυρίως μας δίνει μια ακριβή εικόνα του πολύ μεγάλου υπερώου το οποίο επιστεγάζει το όλο κτίριο. Η ομορφιά του όταν το αντικρίζει κανείς σε φωτογραφίες της εποχής ήταν αξεπέραστη.
Το επόμενο διώροφο κτίριο στέγαζε στον επάνω όροφο το ξενοδοχείο «Όλυμπος», ένα από τα παλαιότερα ξενοδοχεία της Λάρισας. Το ισόγειο διέθετε καταστήματα σε διάφορους επαγγελματίες. Το γωνιακό, το οποίο ήταν μεγάλο και διέθετε πολλές πόρτες, είχε πρόσοψη σε τρεις δρόμους, Ακροπόλεως (Παπαναστασίου), των Εξ (Κύπρου) και Απόλλωνος και στέγαζε το «Κατάστημα Αποικιακών “Η Κρήτη” Κ. Μακρυγιάννη εν Λαρίση». Ο ιδιοκτήτης του είχε καταγωγή από την Κρήτη και προφανώς το αφιέρωσε στην πατρίδα του. Στον λογότυπο των επιστολικών του εγγράφων αναφέρει, με κάποιον …στομφώδη είναι αλήθεια τρόπο, τα αποικιακά προϊόντα που εμπορευόταν: «Καφέδες – Ζακχάρεις – Σαρδέλλαι – Αστακοί –Χαβιάρι μαύρο – Τυροί διάφοροι Ολύμπου και Κισσάβου»[2]. Κατά τον βομβαρδισμό της 21ης Δεκεμβρίου του 1940 από τα ιταλικά αεροπλάνα, η γωνία αυτή δέχθηκε μια βόμβα και σχεδόν ισοπεδώθηκε. Μετά τον πόλεμο λειτούργησε το υπόλοιπο κτίριο που έπαθε ελαφρότερες ζημιές, μέχρι που γκρεμίσθηκε κι’ αυτό και πήρε τη σημερινή μορφή του.
Το τρίτο στη σειρά κτίριο είναι ισόγειο στέγασε κυρίως φαρμακεία (του ισραηλίτη Ματαλών αρχικά και κατόπιν του Νικ. Ζησιάδη) και καταστράφηκε και αυτό από τον σεισμό και τους βομβαρδισμούς.
Τελευταίο είναι το «Μέγα Ξενοδοχείον το Στέμμα». Ήταν διάσημο για την εποχή του ξενοδοχείο καιείχε κτισθεί επί δημαρχίας Διονυσίου Γαλάτη το 1887, λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Λάρισας. Είχε δύο ορόφους και στον επάνω όροφο διέθετε δεκαοκτώ δωμάτια, ενώ στο ισόγειο υπήρχαν δύο μεγάλες αίθουσες οι οποίες φιλοξενούσαν η μία το εστιατόριο του ξενοδοχείου και η άλλη καφεζαχαροπλαστείο. Κατά τη διάρκεια του ελλληνοτουρκικού πολέμου του 1897 εδώ στεγάζονταν κυρίως τα ανώτερα στρατιωτικά στελέχη των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, ενώ στο διπλανό ξενοδοχείο «Όλυμπος» που αναφέραμε στεγάζονταν ως επί το πλείστον οι ανταποκριτές των ξένων μέσων ενημέρωσης.
Όλα αυτά τα συνεχόμενα κτίρια: Ξενοδοχείον Όλυμπος – Φαρμακείον Νικ. Ζησιάδη – Ξενοδοχείον το Στέμμα – και το διπλανό η Στρατιωτική Λέσχη, που προπολεμικά ήταν γνωστή σαν Λέσχη Ασλάνη, αφού δέχθηκαν «εν σειρά» τις ιταλικές βόμβες τον Δεκέμβριο του 1940, αποτελειώθηκαν από τον τρομερό σεισμό του Μαρτίου του 1941.
Μεταξύ των κτιρίων στο βάθος, επάνω στον λόφο της Ακρόπολης (Φρουρίου), προβάλλει το προπολεμικό Ρολόϊ που είχε ανακαινισθεί το 1923 και ως γνωστόν κατέπεσε με τον σεισμό.
Μελετώντας κανείς την ιστορική διαδρομή της Λάρισας από την απελευθέρωση μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, διαπιστώνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της πόλης καταστράφηκε σοβαρά από τον σεισμό και τους βομβαρδισμούς που αναφέρθηκαν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, μια που δεν υπήρξε καμία πρόνοια ούτε από το κράτος, αλλά ούτε και από τους ιδιοκτήτες, να αποκαταστήσουν τα κτίρια τους όπως ήταν πριν από τις μεγάλες καταστροφές, να αλλοιωθεί η μορφή της Λάρισας και η προπολεμική πόλη δεν έχει πλέον καμία σχέση με την σημερινή, οικοδομικά τουλάχιστον. Τώρα αν αυτό είναι καλό ή όχι, ας αφήσουμε τις φωτογραφίες να μιλήσουν.
--------------------------------------------
[1].Η ονομασία οδός των Έξ δόθηκε το 1932, όταν ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος εξέφρασε την επιθυμία να αποκατασταθεί η μνήμη των έξη (πέντε πολιτικοί και ένας στρατιωτικός), οι οποίοι εκτελέσθηκαν το 1922 ως πρωταίτιοι της μικρασιατικής καταστροφής.
[2]. Έχουν διασωθεί επιστολές του καταστήματος Μακρυγιάννη από το 1910, που σημαίνει ότι το μαγαζί αυτό λειτουργούσε ήδη από την περίοδο εκείνη.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com