Από τον Κων/νο οικονόμου
ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 10ΟΥ ΑΙ.: Όταν το 976 πέθανε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τζιμισκής, οι Βούλγαροι της ΒΔ Μακεδονίας αποστάτησαν, έχοντας επικεφαλής τους τούς τέσσερις γιους του κόμη της περιοχής Νικολάου (γι’ αυτό ονομάστηκαν από τους ιστορικούς της εποχής Κομητόπουλοι), Δαβίδ, Μωυσή, Ααρών και Σαμουήλ. Αυτοί ήταν αρμενο-βουλγαρικής καταγωγής διότι η μητέρα τους, Ριψίμη, ήταν Αρμένια. Φιλοδοξία τους ήταν να αναστήσουν το βουλγαρικό κράτος δίνοντάς του τη χαμένη του αίγλη. Οι τρεις πρώτοι βγήκαν νωρίς εκτός μάχης. Ο Δαβίδ σκοτώθηκε στην Καστοριά, ο Μωυσής φονεύτηκε στην πολιορκία των Σερρών, ενώ ο Ααρών εξοντώθηκε μαζί με την οικογένειά του από τον αδελφό του Σαμουήλ, με την κατηγορία του φιλοβυζαντινού, άρα του προδότη.
ΣΑΜΟΥΗΛ – ΤΣΑΡΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ: Μόνος επιζών ο Σαμουήλ αυτοανακηρύχτηκε τσάρος της Βουλγαρίας, ξεκινώντας έναν 40ετή αγώνα κατά του Βυζαντίου, που κατέληξε σε σοβαρές ήττες στο Κλειδί, στο Σπερχειό και αλλού, με τελική κατάληξη την οριστική συντριβή του ιδίου και την κατάλυση του κράτους του το 1014 από το Βουλγαροκτόνο.
ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ: Ο Σκυλίτσης αναφέρει ότι το έτος 986 ο Σαμουήλ κυρίεψε τη Λάρισα «της Θεσσαλίας αρχαίαν πρωτεύουσαν της πολυανθρώπου ταύτης επαρχίας». Για τις λεπτομέρειες αυτής της πολιορκίας και της άλωσης μπορούμε να καταφύγουμε στο «Στρατηγικόν» του Κεκαυμένου. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η πόλη πολιορκούνταν χαλαρά για τρία με τέσσερα έτη και εξαιτίας των ενεργειών του στρατηγού Κεκαυμένου άντεχε χωρίς να λιμοκτονεί. Όταν, όμως, ο έμπειρος στρατηγός μετατέθηκε και αντικαταστάθηκε από άλλο στρατιωτικό διοικητή, ο διάδοχός του δεν έδειξε τις ίδιες ικανότητες. Έτσι, οι Λαρισαίοι δεν μπόρεσαν να θερίσουν τη γη τους και, όταν τέλειωσαν τα αποθέματα τροφών, αναγκάστηκαν να φάνε ακόμα και σκύλους, άλογα και οτιδήποτε άλλο ξεγελούσε την πείνα τους. Ο Σαμουήλ άφησε να φύγει μόνο μια βλάχικη οικογένεια, αυτή του Νικουλιτζά, ενώ οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να ξεσπιτωθούν και, συρόμενοι από το στρατό των εισβολέων, να μετοικήσουν οικογενειακώς στην Πρέσπα και βορειότερα. Όλοι οι άνδρες υποχρεώθηκαν να καταταγούν στο βουλγαρικό στρατό. Σύμφωνα με τους Κεδρηνό και Σκυλίτση, ο Σαμουήλ άρπαξε και το λείψανο του Αγίου Αχιλλίου, μεταφέροντάς το στην Μικρή Πρέσπα, στο ομώνυμο νησάκι του Αγίου Αχιλλίου, όπου ο Βούλγαρος ηγεμόνας ανήγειρε ναό προς τιμήν του αγίου, πλάθοντας έτσι ένα σύμβολο θρησκευτικότητας για το λαό του και (δήθεν) θείας επιστασίας στο “μεγαλόπνοο” έργο του. Εκτός των άλλων, ο Σαμουήλ βρήκε μεταξύ των αιχμαλώτων Λαρισαίων μια πανέμορφη κόρη την Έλα ή Ελένη και την νυμφεύτηκε. Σύμφωνα με μερίδα ιστορικών μελετητών η Έλα ήταν ήδη παντρεμένη με κάποιον αξιωματικό του βυζαντινού στρατού ονόματι Ρηγίνο. Αυτή υποχρεώθηκε να παντρευτεί τον Σαμουήλ, αλλά αργότερα εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Ρηγίνος, ο οποίος κατόρθωσε να την ελευθερώσει. Όμως, για κακή της τύχη, αυτή πνίγηκε κατά τη δραματική καταδίωξη του ζεύγους από τους Βουλγάρους στα νερά ενός ορμητικού ποταμού.
ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ: 1. Ο Κεκαυμένος για την άλωση της Λάρισας1: «… μέχρι την εποχή που ήταν ο μακαρίτης ο παππούς μου ο Κεκαυμένος στη Λάρισα, έχοντας την εξουσία της Ελλάδας, επιχείρησε πολλές φορές ο Βούλγαρος τύραννος Σαμουήλ, άλλοτε με πόλεμο, άλλοτε με δόλο, να καταλάβει τη Λάρισα και δεν τα κατάφερε, αλλά τον απέκρουσε και τον κορόιδεψε (ενν. ο παππούς του). Κι άλλες φορές τον έδιωχνε με πόλεμο, άλλες πάλι τον καλόπιανε με δώρα, προς τον ίδιο και τους ανθρώπους του, και με αυτά είχε το ελεύθερο να σπέρνει και να θερίζει τη γη και να διασώζει το λαό του έχοντας αυτάρκεια. Αλλά και όταν τον είδε να επικρατεί εντελώς, τον αναγνώρισε (ως ηγεμόνα), και έτσι ξεγελώντας τον πάλι έσπειρε και θέρισε. Έστειλε όμως και γράμμα προς τον Πορφυρογέννητο Βασίλειο (τον Β΄), λέγοντας : Εγώ, άγιε κύριέ μου, εξαναγκασμένος από τον αποστάτη πρόσταξα τους Λαρισαίους και τον επεφήμησαν, και με τη βοήθεια του Θεού έσπειρα και θέρισα. Και με τη βοήθεια της Μεγαλειότητάς σου αποθήκευσα καρπούς που φτάνουν στους Λαρισαίους για τέσσερα χρόνια και να(!), πάλι είναι δούλοι της Μεγαλειότητάς σου. Όταν τα πληροφορήθηκε αυτά ο αυτοκράτορας, αποδέχτηκε το τέχνασμα του παππού μου. Και μετά τρία χρόνια όρισε άλλον στρατηγό στην Ελλάδα. Όμως ο παππούς μου δεν κατοικούσε στη Λάρισα αλλά βρισκόταν στη Κων/λη κι ο (νέος) στρατηγός δεν είχε την πονηριά να σοφιστεί κάποιο στρατήγημα. Ήλθε λοιπόν ο Σαμουήλ και δεν τους άφησε να θερίσουν, αλλά την εποχή της σποράς τους έδινε την άδεια να σπέρνουν, ενώ το θέρος δεν τους επέτρεπε να βγουν έξω (από τα τείχη) καθόλου. Αυτό το έκανε επί τρία χρόνια , ώστε τους τελείωσαν οι τροφές και αναγκάστηκαν να φάνε σκύλους γαϊδούρια κι άλλα ακάθαρτα κρέατα. Όταν τους τελείωσαν κι αυτά, μάζευαν δέρματα που βρίσκονταν στις κοπριές και τα έψηναν και τα έτρωγαν, θέλοντας να ξεγελάσουν την πείνα τους. Μάλιστα μια γυναίκα που πέθανε ο άντρας της έφαγε το μηρό του. Έτσι από την πίεση της αφόρητης πείνας, ο Σαμουήλ τους υπέταξε αναίμακτα και υποδούλωσε όλους τους Λαρισαίους εκτός από τη γενιά του Νικουλιτζά2.
2.Ο Ιωάννης Σκυλίτσης γράφει για την αιχμαλωσία των Λαρισαίων και του λειψάνου του Αγίου Αχιλλίου: «Ο Σαμουήλ επέδραμε [...] και στη Θεσσαλία, την Ελλάδα (Στερεά) και την Πελοπόννησο. Και πολλά φρούρια κατέκτησε, απ’ τα οποία το κορυφαίο η Λάρισα, τους κατοίκους της οποίας μετέφερε στα ενδότερα της Βουλγαρίας μαζί με τις οικοσκευές τους και τους κατέταξε στα συμμαχικά του στρατεύματα που τα χρησιμοποιούσε κατά των Ρωμαίων (Βυζαντινών). Μετέφερε και το λείψανο του Αγίου Αχιλλίου, που είχε χρηματίσει επίσκοπος Λαρίσης στα χρόνια του Μεγάλου Κων/νου και ήταν παρών κατά την Πρώτη και μεγάλη (Οικουμενική) Σύνοδο μαζί με το Ρηγίνο της Σκοπέλου και το Διόδωρο της Τρίκκης και το τοποθέτησε στην Πρέσπα, όπου ήταν το βασίλειό του, οικοδομώντας ένα ναό πολύ όμορφο και πολύ μεγάλο στο όνομά του (ενν. του Α. Αχιλλίου)3.»
3. Ο Ι. Σκυλίτσης για την άλωση της Λάρισας από το Σαμουήλ: «καὶ καθίσταται μόναρχος Βουλγαρίας ἁπάσης ὁ Σαμουήλ. οὗτος πολεμικὸς ἄνθρωπος ὢν καὶ μηδέποτε εἰδὼς ἠρεμεῖν, τῶν Ῥωμαϊκῶν στρατευμάτων ταῖς πρὸς τὸν Σκληρὸν μάχαις ἀσχολουμένων ἀδείας τυχὼν κατέδραμε πᾶσαν τὴν ἑσπέραν, οὐ μόνον Θρᾴκην καὶ Μακεδονίαν καὶ τὰ τῇ Θεσσαλονίκῃ πρόσχωρα, ἀλλὰ καὶ Θετταλίαν καὶ Ἑλλάδα καὶ Πελοπόννησον. καὶ πολλὰ φρούρια παρεστήσατο, ὧν ἦν τὸ κορυφαῖον ἡ Λάρισσα, ἧς τοὺς ἐποίκους μετῴκισεν εἰς τὰ τῆς Βουλγαρίας ἐνδότερα πανεστίους, καὶ τοῖς καταλόγοις τῶν ἑαυτοῦ κατατάξας στρατιωτῶν συμμάχοις ἐχρῆτο κατὰ Ῥωμαίων. μετήγαγε δὲ καὶ τὸ λείψανον τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου, ἐπισκόπου Λαρίσσης χρηματίσαντος ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ μεγάλου κἀν τῇ μεγάλῃ καὶ πρώτῃ συνόδῳ παρόντος σὺν Ῥηγίνῳ Σκοπέλων (Σκοπέλου α) καὶ ∆ιοδώρῳ (∆ιοδώρου αξ) Τρίκκης (Τρίκης αξε), καὶ εἰς τὴν Πρέσπαν ἀπέθετο, ἔνθα ἦσαν αὐτῷ τὰ βασίλεια, οἶκον κάλλιστον καὶ μέγιστον ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ δομησάμενος.4»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Γ. Μωυσείδου, Βυζάντιο και σλαβο-βυζαντινός κόσμος, Ιστορία των Ελλήνων, τ. 6ος, Δομή, σελ. 460,1. www.aegean.gr/culturaltec/chmlab
Ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου, είναι δάσκαλος στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας, συγγραφέας
konstantinosa.oikonomou@gmail.com www.scribd.com/oikonomoukon
1. Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, εισαγ. μετάφρ., σχόλια Δ. Τσουγκαράκης, Αθήνα 1996, σελ. 214-7
2 Πρόκειται για την πιο ονομαστή βλάχικη οικογένεια στη Μεσαιωνική Θεσσαλία.
3. Ιωάννης Σκυλίτσης, εκδ.I. Thurn, Βερολίνο, 1973, σελ. 330 , απόδ. Κ. Οικ.
4. Σύνοψις Ιστοριών Ι. Σκυλίτση (Βασ., Κων., 8,11).