* Του Δημητρίου Κουγιώνη
Η οικονομική κρίση μιας χώρας δημιουργεί τεράστια κοινωνικά προβλήματα στον λαό της, αλλά με τον χρόνο έρχεται η στιγμή που αυτά ξεπερνιούνται και οι πολίτες “ανασαίνουν” . Η Ελλάδα, όπως είναι γνωστό, τα τελευταία χρόνια της κρίσης, βρίσκεται σε μια διαρκή οικονομική ύφεση, με βαριές και δυσάρεστες συνέπειες για τους Έλληνες πολίτες και, ιδιαίτερα, για τους νέους.
Η πολυαναμενόμενη ανάπτυξη, δυστυχώς, δεν έχει ακόμη εμφανιστεί και χωρίς ανάπτυξη, χωρίς παραγωγή, ουδεμία ελπίδα υπάρχει, για να αναρρώσει ο μεγάλος “ασθενής”, η ελληνική οικονομία.
Πρόσφατα, εξαγγέλθηκε από κυβερνητικά στελέχη, η σύνταξη ενός Εθνικού Σχεδίου Ανάπτυξης που, ίσως, αποτελέσει το πρώτο μεγάλο βήμα για το πολυπόθητο ζητούμενο, την Ανάπτυξη. Προφανώς η σύνταξη και υλοποίηση του σχεδίου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Χρειάζεται επιστημονική γνώση και συμμετοχική διαδικασία και, όταν συνταχθεί, χρειάζεται δυνατούς συντελεστές υλοποίησης, χρειάζεται τα αναγκαία χρηματοδοτικά μέσα και το πλέον βασικό, χρειάζειται το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό.
Το τελευταίο, οι κατάλληλοι δηλαδή άνθρωποι, είναι η βάση στην οποία στηρίζεται και γράφεται το παρόν σημείωμα.
Κύριο λόγο στην ανάπτυξη έχουν - και πρέπει να έχουν - οι νέοι άνθρωποι και ανάμεσά τους, το πιο σημαντικό κομμάτι, που είναι το επιστημονικό δυναμικό, οι νέοι, δηλαδή, επιστήμονες στους οποίους έχει επενδύσει η ελληνική πολιτεία και ακόμη περισσότερο η ελληνική οικογένεια και από τους οποίους προσδοκάται η συμμετοχή στην αναπτυξιακή διαδικασία.
Τα τελευταία όμως χρόνια της κρίσης, χιλιάδες είναι οι Έλληνες νέοι που υποχρεώθηκαν σε αναγκαστική μετανάστευση στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και όχι μόνο. Ανάμεσά τους πολλές χιλιάδες είναι οι νέοι επιστήμονες που “κουβαλούν¨ πολύ δυνατά βιογραφικά, με σημαντικά μεταπτυχιακά και επιστημονικές “περγαμηνές” από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Οι τελευταίοι έφυγαν και εργάζονται, διαπρέποντας στο εξωτερικό, χωρίς προοπτικές επιστροφής.
Έτσι η Ελλάδα είναι εμφανές ότι “ξόδεψε” γι’ αυτούς τους νέους και άλλοι, οι χώρες στις οποίες εργάζονται, τους εκμεταλλεύονται, αφού χρησιμοποιούν την κατακτημένη απο αυτούς επιστημονική γνώση προς όφελος των λαών τους.
Αυτούς τους νέους επιστήμονες έχουμε υποχρέωση να τους φέρουμε πίσω. Τους έχουμε ανάγκη, τους θέλουμε, γιατί είναι το καλύτερο ανθρώπινο υλικό που μπορεί να διαθέτει μια χώρα. Αυτοί είναι οι φορείς της επιστημονικής γνώσης, των εμπειριών και των γνώσεων που απέκτησαν στο χώρο της εργασίας τους, της καινοτομίας και των νέων ιδεών, στοιχεία, χωρίς τα οποία η προοπτική της όποιας ανάπτυξης θα είναι περιορισμένη.
Το νέο Εθνικό Σχέδιο Ανάπτυξης, ανάμεσα στα πολλά άλλα, είναι επιβεβλημένο να περιλαμβάνει και την επιστροφή των αυτών των νέων επιστημόνων, μεταναστών του εξωτερικού, αφού η συμμετοχή τους στην προσδοκώμενη ανάπτυξη θα είναι ουσιαστική.
Το βασικό, φυσικά, ερώτημα που εξαρχής τίθεται, είναι το κατά πόσο αυτό είναι εφικτό και πώς μπορεί να γίνει πράξη.
Προφανώς, χρειάζεται μελέτη, αλλά μια πρώτη προσέγγιση μπορεί να γίνει στη βάση των λόγων που οδήγησαν αυτούς τους νέους στο εξωτερικό, όπως είναι η ανάγκη να βρουν εργασία αλλά και ένα διαφορετικό εργασιακό περιβάλλον, όπου η γνώση θα εκτιμάται, η προσφορά θα αναγνωρίζεται και θα επικρατεί αξιοκρατία, στοιχεία τα οποία, δυστυχώς, πάντα εξέλειπαν από τη χώρα μας.
Η επιστροφή αυτών των ανθρώπων έχει εθνικά χαρακτηριστικά και, ως εκ τούτου, πρέπει να καταστεί Εθνικός στόχος, για την επίτευξη του οποίου, έστω και μερικώς, επιβάλλεται, πρώτα από όλα, η ανάπτυξη ενός ουσιαστικού διαλόγου ανάμεσα στην πολιτεία και τους συγκεκριμένους νέους, με σκοπό να καταγραφούν απευθείας οι απόψεις τους και να αξιοποιηθούν καταλλήλως.
Πρώτο πρακτικό, προς αυτή την κατεύθυνση, μέτρο θα μπορούσε να είναι η δημιουργία ενός οργάνου, ενός φορέα αποκλειστικής ενασχόλησης με το αντικείμενο, με σκοπό την συγκέντρωση όλων στοιχείων των απαραίτητων για την ανάλυση του προβλήματος και την κατάληξη σε πορίσματα-προτάσεις.
Ο συγκεκριμένος φορέας θα πρέπει να αναπτύξει, απευθείας, επικοινωνία με τους νέους επιστήμονες του εξωτερικού. Οι τρόποι επικοινωνίας μπορούν να βρεθούν, με βασικότερο τη δημιουργία στο διαδίκτυο, ενός χώρου – Πύλης Επικοινωνίας, στον οποίο θα καταγράφονται οι σκέψεις, οι ιδέες και οι προτάσεις όλων αυτών που η πολιτεία επιθυμεί την επιστροφή τους.
Από τη συγκεκριμένη καταγραφή και διαβούλευση, θα βγούν πολλά χρήσιμα συμπεράσματα, τα οποία η πολιτεία θα αξιοποιήσει, δημιουργώντας το κατάλληλο πλαίσιο προσέλκυσης στο οποίο κάποιοι, μακάρι πολλοί, να ανταποκριθούν και να επιστρέψουν στην πατρίδα μας, για να συμβάλουν, με τον δικό τους τρόπο, στην επιθυμητή πρόοδο και Ανάπτυξη.
Δεν απομένει παρά μόνο η πολιτική βούληση των ιθυνόντων και οι ενέργειες που θα κάνουν το στόχο αυτό υλοποιήσιμο, δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες επιστροφής.
*Ο κ. Δημήτριος Κουγιώνης διετέλεσε δήμαρχος Τυρνάβου επί δεκαέξι χρόνια