Από τον Κώστα Γιαννούλα
Όνειρο και επιδίωξη της αριστεράς εδώ και δεκαετίες ήταν να γίνει πλειοψηφικό ρεύμα και να αναλάβει τις τύχες της χώρας. Το προσπάθησε αρκετές φορές μέχρι τώρα, όπως π.χ. κατά τη διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου κατόπιν, με τον ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και την κυβέρνηση του βουνού ή με τη ΕΔΑ αργότερα, αλλά δεν τα κατάφερνε. Βασική αιτία; Η πολυδιάσπασή της και ο συσχετισμός δυνάμεων στο εσωτερικό και προπάντων στο εξωτερικό της χώρας.
Εν τω μεταξύ, ποτέ δεν καθόταν, βέβαια, με σταυρωμένα τα χέρια. Ασκούσε δριμεία κριτική εναντίον των αντιπάλων της προσπαθώντας να δυσφημίσει και να μηδενίσει το έργο τους, πρωτοστατούσε σε απεργιακούς και κοινωνικούς αγώνες και σε καταλήψεις, οργάνωνε συλλαλητήρια, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέγερση του πολυτεχνείου και δημιουργούσε ήρωες και επετειακές εκδηλώσεις, για να τους τιμήσει, έκανε επιθέσεις εναντίον του κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου, κατακεραύνωνε τους ευρωπαίους συμμάχους αλλά και τους πέραν του Ατλαντικού αφήνοντας στο απυρόβλητο τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού και φορτώνοντας όλες τις ευθύνες για την κακή πορεία της χώρας σ’ όλους τους άλλους εκτός απ’ τον εαυτό της, με τη δικαιολογία ότι αυτή δεν άσκησε ποτέ κυβερνητική εξουσία στη χώρα μας.
Κατάφερε, έτσι με την πάροδο του χρόνου, να κυριαρχήσει ιδεολογικά, και ας μην κυβερνούσε, και να φθείρει με την ακατάσχετη υποσχεσιολογία και μηδενιστική τακτική της τους αντιπάλους της σε τέτοιο βαθμό, ώστε με τη συνδρομή και των συνεπειών, που προέκυψαν απ’ την εφαρμογή των δύο πρώτων μνημονίων, να πάρει το πάνω χέρι, με αποτέλεσμα τον περασμένο Γενάρη να σχηματίσει για πρώτη φορά συγκυβέρνηση με βασικό κορμό το ΣΥΡΙΖΑ.
Στη συγκυβέρνηση αυτή αλλά και στη σημερινή δε συμμετέχει, ως γνωστόν, το ΚΚΕ, ο κύριος εκφραστής της αριστερής ιδεολογίας στη χώρα μας, εξαιτίας της αρνητικής εμπειρίας του απ’ τη συμμετοχή του ως συνασπισμός της αριστεράς και της προόδου στη συγκυβέρνηση Τζανετάκη αρχικά και στην οικουμενική Ζολώτα κατόπιν, κατά την περίοδο 1989-1990, η οποία οδήγησε στην εκ νέου διάσπαση της ενωμένης, τότε, αριστεράς. Εν τούτοις, ο κ. Τσίπρας και η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ, που εκπροσωπεί, στην προσπάθειά του να δείξει, ότι δεν έχει καμία σχέση με το αμαρτωλό παρελθόν της χώρας, επαναλαμβάνει μονότονα ότι η αριστερά κυβερνά για πρώτη φορά απ’ τον Ιανουάριο του 2015 και εντεύθεν, έστω κι αν χρειάζεται δεκανίκι, για να πορεύεται, και μάλιστα ακροδεξιό.
Όμως, έστω κι αν είναι νωρίς ακόμη, για να πει κανείς με σιγουριά, αν αυτή η επιλογή του λαού θα μας βγει σε καλό ή όχι, παρότι η μέρα η καλή φαίνεται απ’ το πρωί και, δυστυχώς, κάθε άλλο παρά καλή δείχνει, έπρεπε, κατά τη δική μου άποψη, κάποια στιγμή να δοθεί απ’ τον λαό και στην αριστερά ή σ’ ένα κομμάτι της μια ευκαιρία να κυβερνήσει και μακάρι να συμμετείχε σύμπασα. Έστω, όμως, και χωρίς το Κ.Κ.Ε, νά γιατί έπρεπε να κυβερνήσει.
Πρώτα – πρώτα, για να συνειδητοποιήσει η πλειονότητα του λαού και ο ΣΥΡΙΖΑ με τους συν αυτώ, που υπόσχονταν μέχρι πρότινος στους πάντες τα πάντα, πόσα απίδια έχει ο σάκος τους και πόσο δύσκολο είναι να κυβερνήσει κανείς αυτή τη χώρα και να κάνει πράξη, όλα όσα έχει στο μυαλό του, ξεκομμένος απ’ την πραγματικότητα και εν μέσω υπερκαταναλωτισμού, υπερδανεισμού, ανισοκατανομής του πλούτου, δεσμεύσεων της χώρας και αντικρουόμενων συμφερόντων, ντόπιων και ξένων, μια που μόνο έξω απ’ το χορό της εξουσίας μπορεί κανείς να λέει πολλά και όποια τραγούδια επιθυμεί, και να χορεύει, όποιο χορό θέλει.Εφαρμόζοντας, επίσης, ένα τρίτο και μάλιστα νεοφιλελεύθερο μνημόνιο, που φέρνει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του κ. Τσίπρα και αποκτώντας, επίσης, παρελθόν στην άσκηση εξουσίας θα μπορούν οι πολίτες, προσεχώς, να συγκρίνουν τις υποσχέσεις της αριστεράς με τις πράξεις της και το έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων με το δικό της όχι σε θεωρητικό αλλά σε πρακτικό επίπεδο, οπότε και θα είναι, έτσι, σε θέση, να βγάλουν τα συμπεράσματά τους και να βάλουν, δοθείσης ευκαιρίας, κάθε κατεργάρη και λαοπλάνο στον πάγκο του.
Πέραν τούτων, εκτιμώ ότι το πολιτικό μας σύστημα κάτω απ’ τις νέες συνθήκες θα ισορροπήσει περισσότερο, ότι η έπαρση και η αλαζονεία για το αλάθητο της αριστεράς θα περιορισθούν, ότι θα πέσουν οι τόνοι της αντιπαράθεσης και θα μετριασθεί ο κομματικός φανατισμός, που ταλανίζει τον τόπο, γιατί, κακά τα ψέματα, η άσκηση εξουσίας φθείρει, οπότε με την νεοφιλελεύθερη, τελικά, αριστερά στην εξουσία σχεδόν όλες οι πολιτικές δυνάμεις, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, θα έχουν τη φωλιά τους λερωμένη και κατά συνέπεια θα είναι λιγότερο επιθετικές μεταξύ τους .
Το καλύτερο, βέβαια, θα ήταν να μαθαίνει κανείς χωρίς να παθαίνει. Αν, παρόλα αυτά όμως, έπρεπε ο ελληνικός λαός να υποστεί και αυτό το πάθημα, προκειμένου στο μέλλον να παίρνει τις αποφάσεις του με περισσότερη σοφία και με όπλο του όχι την οργή και την αγανάκτηση αλλά την κοινή λογική και την κριτική σκέψη, είναι και αυτό κέρδος και για τη δημοκρατία και για τον τόπο.
Και επειδή, ήδη, αυτές τις μέρες η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου αντιμετωπίζει τριγμούς με τις διαρροές βουλευτών, που απειλούν τη συνοχή της και τη σταθερότητά της, παρότι αντιφρονών, εύχομαι και ελπίζω ν’ αντέξει, γιατί, αν μη τι άλλο, ο τόπος δεν είναι έτοιμος ούτε αντέχει κι άλλες εκλογές.