Γράφει ο Ηλίας Κανέλλης
Το χθεσινό φιάσκο με τις εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ που δεν έγιναν εξαιτίας τεχνικής αδυναμίας, εξαιτίας δηλαδή μιας επιπόλαιης (πελατειακής;) ανάθεσης εν λευκώ μιας ψηφοφορίας ρουτίνας σε μια εταιρία η οποία δεν κατάφερε να ανταποκριθεί, αποδεικνύει ότι, όπως η κυβέρνηση, έτσι και η αντιπολίτευση δεν ζει και δεν κινείται στους ρυθμούς της εποχής μας – το έλεγε κι ο Μητροπάνος, βάσανο «τα κομπιούτερ κι οι αριθμοί». Ο μεγάλος κόσμος γύρω τρέχει ιλιγγιωδώς, αλλά στο κόμμα που διεκδικούσε τη διακυβέρνηση της χώρας κοιμούνται όρθιοι.
Έτσι φτάσαμε στο σημείο, ένα κόμμα που εδώ και κοντά δύο μήνες ταλαιπωρείται από μια άγονη και εσωστρεφή διαδικασία δήθεν για την ανανέωση της ηγεσίας του που θα του επιτρέψει να κάνει επανεκκίνηση, να βυθίζεται σε ακόμα μεγαλύτερη εσωστρέφεια από την αδυναμία του να κάνει κάτι στοιχειώδες: να οργανώσει μια ψηφοφορία.
Κατά τη γνώμη μου, πάντως, τα κομπιούτερ που δεν λειτούργησαν επιτάχυναν τις εξελίξεις σε ένα κόμμα που δεν κατάφερε να ανανεωθεί, να προσαρμοστεί στις συνθήκες της χρεοκοπίας, να αναλύσει με σύγχρονα εργαλεία την πραγματικότητα και να συμβάλει στην ανάκαμψη της χώρας. Ένα κόμμα, δηλαδή, που δεν άλλαξε τον τρόπο ανάλυσης της πραγματικότητας που είχε π.χ. το 2000, ένα κόμμα στο εσωτερικό του οποίου πάντα παίζονταν παιχνίδια εξουσίας και σχεδόν ποτέ δεν συζητήθηκε η ιδεολογία του.
***
Η Νέα Δημοκρατία γεννήθηκε ως η δυνάμει ευρωπαϊκή φωνή σε μια περίοδο που κυρίαρχη ήταν η ιδεολογία της εθνικοφροσύνης: πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Ο ιδρυτής της, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, έδωσε το στίγμα της νέας εποχής: «Ανήκομεν εις την Δύσιν».
Με αυτό το ιδεολογικό στίγμα πορεύθηκε ο διάδοχος του Καραμανλή, ο Γεώργιος Ράλλης. Αλλά, μετά το 1981, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ίσως για να αποκτήσει συνοχή μια παράταξη που είχε απέναντι το κυρίαρχο σε όλα ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, έδωσε έμφαση στα παλαιά χαρακτηριστικά του κόμματος, στην ταυτότητα της εθνικοφροσύνης και στον κομματικό πατριωτισμό. Η ταυτότητα που επέβαλε στο κόμμα ο Αβέρωφ, στην πορεία, εμπλουτισμένη με στοιχεία που στο μεταξύ λόγω της ανεπαρκούς και ουδέποτε μεταρρυθμισμένης παιδείας, λόγω της επιρροής κυρίως της Εκκλησίας και λόγω της γενικόλογης ανεπάρκειας των ΜΜΕ, δημόσιων και ιδιωτικών, παγιώθηκε ως εθνική ιδεολογία. Η μοναδική φορά που η ΝΔ είχε την ευκαιρία να γίνει ένα κανονικό συντηρητικό ευρωπαϊκό κόμμα ήταν στα χρόνια του Μητσοτάκη, ο οποίος, ως γνωστόν, ανετράπη από την ανακίνηση ενός ασήμαντου θέματος στην εθνική ατζέντα, το όνομα της μικρής χώρας που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας (της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, όπως τη λέμε εμείς σήμερα).
Εκτός από την εθνικοφροσύνη, δύο ακόμα ιδεολογικά συστατικά σφράγισαν τη ΝΔ.
Το ένα, η πεποίθηση ότι ήταν (με το ΠΑΣΟΚ, και με την αναλογική εκπροσώπηση της Αριστεράς) η διαχειρίστρια του κράτους. Όπου το κράτος ήταν ένας μηχανισμός εξυπηρετήσεων της κομματικής πελατείας.
Το άλλο, η ανάθεση των κομματικών υποθέσεων όχι σε ικανούς πολιτικούς αλλά σε κομματικούς πατριώτες. Η ΝΔ, όπως κατά κανόνα και τα υπόλοιπα κόμματα, έκανε την πολιτική απεχθή για εγγράμματους ανθρώπους.
Τα αποτελέσματα τα βρήκαμε όλοι μας στις ζωές μας.
***
Θα μπορούσαν οι εσωκομματικές εκλογές στο κόμμα να αλλάξουν την κατάσταση;
Κατά τη γνώμη μου, όχι. Διότι στον προεκλογικό διάλογο (τον όποιο διάλογο) είτε δεν τέθηκε το πρωτεύον κατά τη γνώμη μου θέμα της ιδεολογίας είτε τέθηκε ελάχιστα και χωρίς ελπίδα να καθορίσει, αυτό, την εξέλιξη του κόμματος.
Δύο από τους τέσσερις υποψήφιους, είναι αλήθεια, διεκδίκησαν ιδεολογική ταυτότητα για τη ΝΔ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποσχόταν κεντροδεξιά ευρωπαϊκή μεταρρυθμιστική ατζέντα, εξαιρετικά δύσκολη να εφαρμοστεί σε ένα κόμμα μηχανισμών. Ο Άδωνις Γεωργιάδης, αντίθετα, προτείνει μια φιλελεύθερη και ακροδεξιά αυστηρότητα, που επίσης είναι ανέφικτος στόχος, εκτός των άλλων και επειδή το παρελθόν του τηλεβιβλιοπώλη, με τις συγκεκριμένες επιλογές, έχει σημαδέψει και τη σημερινή προσπάθειά του να δείξει ότι έχει αλλάξει.
Οι άλλοι δύο υποψήφιοι, Μεϊμαράκης και Τζιτζικώστας, ως εκφραστές της εθνολαϊκής κοινοτοπίας και της γενικολογίας, της παράδοσης των ιερών φετίχ του κόμματος και του κρατισμού, είναι πιθανότερο ότι αν γίνονταν εκλογές θα ήταν αυτοί που θα διεκδικούσαν να ελέγξουν το κόμμα. Στην πραγματικότητα, θα έλεγχαν τις δομές ενός μηχανισμού που περίμενε την πτώση «των άλλων» για να ανεβεί αυτός στην εξουσία. Αλλά κανείς δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι η εξουσία, και σε αυτή την περίπτωση, θα ήταν αυτοσκοπός.
Άρα;
Άρα, από μια άποψη, ευτυχώς που το σκάλωμα με τα κομπιούτερ απέδειξε τη γύμνια του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Απέδειξε δηλαδή ότι η σημερινή ΝΔ δεν είναι μέρος της λύσης, αλλά μέρος του προβλήματος της χώρας.
Ποιος όμως θα διεκδικήσει την ελεύθερη οικονομία, την ανάπτυξη, την αριστεία, την ανταγωνιστικότητα, την εξωστρέφεια, τη μείωση της φορολογίας; Ποιοι θα εκφράσουν τους ανέστιους ευρωπαϊστές; Αυτό είναι το πολιτικό στοίχημα. Κι αυτό, ως έχουν τα πράγματα, αποκλείεται να τεθεί εντός της ΝΔ. Η βλάβη του κομπιούτερ επιταχύνει τις φυγόκεντρες δυνάμεις από τα σημερινά κόμματα, που μαζί με άλλες προσωπικότητες, ενδεχομένως εκτός της πολιτικής, θα εκφράσουν την πραγματική Ελλάδα που έπνιξε ο λαϊκισμός των εξτρεμιστικών πολιτικών στο όνομα του αντιμνημονιακού αγώνα.