Από τον Χρήστο Σχίζα
Η ανησυχία που επικρατεί σήμερα στην κοινωνία διαφαίνεται και βιώνεται πολύ πιο έντονα με τις επικείμενες αλλαγές στο χώρο της παιδείας, αφού ο χώρος της παιδείας καλείται για ακόμη μια φορά να γίνει χώρος πειραματισμού και μάλιστα με βεβιασμένο τρόπο και με “κατεπείγοντα μέτρα”. Η απουσία διαλόγου είναι αισθητή και γίνεται αντιληπτό ότι έννοιες όπως λαΐκισμός – ορθολογισμός αντιπαλεύουν- συγκρούονται για το ποια θα επικρατήσει.
Θα προσπαθήσω με σύντομο τρόπο να διατυπώσω τους προβληματισμούς- επισημάνσεις μου για ορισμένα επίμαχα σημεία που αφορούν κυρίως στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Πρώτα- πρώτα η σημερινή πολιτική ηγεσία, ενώ προεκλογικά διακήρυσσε την ελεύθερη πρόσβαση στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, άλλαξε τη θέση της, γιατί συνειδητοποίησε ότι είναι αδύνατη η ελεύθερη πρόσβαση, αφού το μεγαλύτερο μέρος των μαθητών θα επιθυμούσε να εισαχθεί στις περιζήτητες σχολές (Ιατρική, Πολυτεχνείο. Νομική...). Γι αυτό προσαρμόστηκε στην πραγματικότητα και πρότεινε κάτι ορθολογικότερο, δηλαδή τη μείωση των εξεταζόμενων μαθημάτων και τη δυνατότητα επιλογής ενός επιπλέον μαθήματος (4+1) για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πρυτάνευσε λοιπόν η λογική αφού διαπιστώθηκε ότι μείωση των εξεταζόμενων μαθημάτων, θα σήμαινε ταυτόχρονα περιορισμό των φροντιστηριακών ωρών και κατ΄επέκταση ελάττωση των εξόδων του οικογενειακού προΰπολογισμού.
Παράλληλα η κατάργηση της τράπεζας θεμάτων από τις Λυκειακές τάξεις έγινε αποδεκτή με έξαλλο ενθουσιασμό από τους μαθητές ,αλλά και με ένα «αρχαΐκό μειδίαμα» από τους εκπαιδευτικούς. Γιατί η τράπεζα θεμάτων απαιτούσε τεταμένη και συνεχή προσπάθεια από τους εκπαιδευτικούς για ολοκλήρωση της διδακτέας ύλης με ουσιαστικό τρόπο αφού ο μαθητής θα αξιολογούσε συνεχώς και θα έκρινε την ποιότητα της διδασκαλίας, το μεράκι του εκπαιδευτικού για προσφορά και γενικότερα την επιστημονική – παιδαγωγική κατάρτιση του, χωρίς την επίδειξη τίτλων, αλλά μέσα από την καθημερινή παρουσία και διδασκαλία. Αυτή η προσπάθεια βέβαια δε μειώνεται με την κατάργηση της τράπεζας θεμάτων από τον υπεύθυνο και συνειδητό εκπαιδευτικό, γιατί κριτής σε κάθε περίπτωση είναι η συνείδησή του.
Τέλος θα πρέπει να επισημάνω ότι η επιλογή των Διευθυντών των σχολικών μονάδων, με την ψήφο του συλλόγου των διδασκόντων να διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο, είναι ένα άλλο είδος πειραματισμού, που θα πρέπει να λειτουργήσει με περίσσεια προσοχή και κυρίως να μη διασπάσει του συλλόγους των διδασκόντων ή να μην τραυματίσει συναδέλφους. Γι αυτό η κρίση- ψήφος των συναδέλφων θα πρέπει να καταγράφει την αξιοσύνη , τη δημοκρατικότητα, την εντιμότητα, το ήθος και την αποτελεσματικότητα των υποψηφίων και να μην είναι απλά μία ψήφος με πολιτικά ή ωφελιμιστικά κριτήρια.
Καταλήγοντας θα ήθελα να τονίσω ότι το είδος του σχολείου δε χαρακτηρίζεται από τον επιθετικό προσδιορισμό που θα δώσει κάθε φορά η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας (βιωματικό δημοκρατικό, κοινωνικό ,πολιτιστικό...), αλλά από την υπευθυνότητα, το μεράκι του εκπαιδευτικού, την παιδαγωγική προσέγγιση των θεμάτων που προκύπτουν, την αγάπη για τα παιδιά και την επίγνωση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Η δημοκρατικότητα (τήρηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων) δεν καθορίζεται ούτε με ετικέτες ούτε με διακηρύξεις , αλλά προσμετράται μέσα από την καθημερινή στάση και δράση. Συνεπώς είναι ανάγκη να επικρατήσει ιδιαίτερα στο χώρο της εκπαίδευσης η σύνεση, ο οραματισμός και ο ορθολογισμός στη θέση του λαΐκισμού και του πειραματισμού.
* Ο Χρήστος Σχίζας είναι Φιλόλογος