Γράφει ο Ηλίας Κανέλλης
Την εβδομάδα που πέρασε, η δημόσια ζωή της χώρας μας ζει έντονες αναταράξεις, με επανεμφάνιση των Αγανακτισμένων του 2011 και της βίας κατά πολιτικών στους δρόμους, για ένα θέμα ιστορίας. Ο λόγος, βεβαίως, για τη δήλωση του υπουργού Παιδείας, Νίκου Φίλη, σύμφωνα με την οποία οι διωγμοί του ποντιακού στοιχείου από τους Τούρκους το διάστημα 1914-1922 δεν ήταν «γενοκτονία» αλλά «εθνοκάθαρση».
Ο Φίλης δεν αμφισβήτησε τα σοβαρότατα εγκλήματα των στρατιωτικών και παραστρατιωτικών ομάδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την περίοδο της μετατροπής της στο σύγχρονο τουρκικό εθνικό κράτος. Κανείς δεν θα μπορούσε να την αμφισβητήσει. Την περίοδο εκείνη, οι Πόντιοι στο βορειοανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας υπέστησαν ιδιαιτέρως βίαιους διωγμούς. Στόχος, σύμφωνα με ό,τι συνηθιζόταν την εποχή εκείνη, το πιθανότερο, ήταν η εξαφάνιση των μειονοτήτων, η εθνολογική καθαρότητα του νέου εθνικού κράτους που ανέτελλε – αυτά τουλάχιστον υποστηρίζουν ακόμα και οι πιο συντηρητικοί Έλληνες ιστορικοί, μεταξύ των οποίων ο Σπύρος Μαρκεζίνης στην Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος (τ. Δ΄), αλλά και οι συνεργάτες τής, πολύ κοντά στην εθνική ερμηνεία των γεγονότων, Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΕ’).
Για όλα αυτά, οι Έλληνες και οι ξένοι ιστορικοί έχουν αποδεχθεί τον όρο Μικρασιατική Καταστροφή, που θεωρούν ότι καλύπτει όλα τα επεισόδια και τις διώξεις του ελληνισμού, γύρω από την ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία η οποία κατέληξε άδοξα το 1922, με την καταστροφή της Σμύρνης και το μεγαλύτερο κύμα αναγκαστικού εκπατρισμού και προσφυγιάς που έχει ζήσει ο ελληνισμός.
Κι ύστερα ήρθε η πολιτική.
***
Τα χρόνια που ακολούθησαν την ανακίνηση της υπόθεσης για το όνομα της Μακεδονίας, βρήκαν την ευκαιρία διάφορα λόμπι που υπεράσπιζαν δήθεν το εθνικό συμφέρον να αρχίσουν διαφόρων τύπων διεκδικήσεις. Μια απ’ αυτές, ήταν η διεκδίκηση εκ μέρους διαφόρων ποντιακών σωματείων το ελληνικό κράτος να δώσει έμφαση στην εθνική ήττα της δικής τους κοινότητας.
Η διεκδίκηση αυτή έγινε νόμος του κράτους (ν. 2645/1998), παρά τις αρνητικές γνωμοδοτήσεις των ιστορικών, οι οποίοι κυρίως έθεσαν θέμα αν ευσταθεί σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα η ορολογία «γενοκτονία», ενώ τόνισαν ότι ο όρος εισήχθη πολύ αργότερα, μετά το Ολοκαύτωμα των Ευρωπαίων εβραίων από τον χιτλερικό ναζισμό. Αντέδρασαν πολλοί επιστήμονες, ακόμα και οι ιστορικοί του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Σταύρος Ανεστίδης, Ματούλα Κουρουπού και Ιωάννα Πετροπούλου. Ματαίως.
Πότε ακούει η πολιτική τους επιστήμονες; Ο πελατειακός χαρακτήρας της πολιτικής, μαζί με την περιρρέουσα εθνικοφροσύνη, έκανε σχεδόν νομοτελειακή την ψήφιση του νόμου. Όσοι αντιτάχθηκαν, με επιστημονικά ή και με πολιτιικά επιχειρήματα, αποκλήθηκαν προδότες ή μειωμένης εθνικής συνείδησης πολίτες και το θέμα έκλεισε. Λίγο μετά, ακολούθησε το φιάσκο Οτσαλάν – οπότε, για να το ισοφαρίσει, η εθνικοφροσύνη ανακάλυψε ακόμα μια γενοκτονία: μετονόμασε νομοθετικά και τη Μικρασιατική Καταστροφή σε «γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος». Άμα είσαι ένδοξη χώρα, όπως η Ελλάδα, δεν γίνεται να μην έχεις στην ιστορία σου μια, δυο, τρεις γενοκτονίες.
Τα χρόνια πέρασαν, οι ιστορικοί δεν άλλαξαν γνώμη, τα πανεπιστήμια συνεχίζουν να μιλάνε για διωγμό και εθνικές εκκαθαρίσεις των Ποντίων ή για τη Μικρασιατική Καταστροφή – αλλά τις ψήφους δεν τις έχουν οι ιστορικοί, αλλά τα σωματεία που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν την εθνική μνήμη. Και οι πολιτικοί, που δεν τους νοιάζει η ιστορία, αλλά ξέρουν ότι πουλάει το εθνικό παραμύθι συνεχίζουν να το πωλούν – συνεπικουρούμενοι από άλλους φορείς της εθνικοφροσύνης αλλά κι από τα αγράμματα ΜΜΕ. Το αποτέλεσμα, το ζούμε: φτιάχνεται σιγά σιγά ακόμα ένα κύμα «Αγανακτισμένων», αυτή τη φορά εναντίον των συνειδητά «ανθελλήνων».
Και η διαμαρτυρία, που άρχισε ως ανεξάρτητη και αντιμνημονιακή, σιγά σιγά γίνεται εκστρατεία των φορέων εθνικιστικών ιδεών, προνομιακός χώρος δράσης και ενίσχυσης της Χρυσής Αυγής – μέλη της οποίας, σύμφωνα με τις πρώτες καταγγελίες και τις ανακοινώσεις των αρχών, συμμετείχαν στον ξυλοδαρμό του βουλευτή της ΝΔ, Γιώργου Κουμουτσάκου, την περασμένη Πέμπτη.
***
Ανάμεσα στους πολλούς μύθους που κυκλοφορούν, υπάρχει ένας ακόμα: ότι τα εθνικά θέματα είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητα, γι’ αυτό και η δημοσιογραφία δεν τα αγγίζει.
Ψέμα. Η δημοσιογραφία πρέπει να αναδεικνύει ότι, σύμφωνα με τον εθνικό ποιητή, Διονύσιο Σολωμό, είναι αληθές – διότι η αλήθεια είναι εθνικά συμφέρουσα, όχι τα παραμύθια. Ποια είναι η αλήθεια στο συγκεκριμένο ζήτημα;
Ότι η Ελλάδα συνεχίζει να συμπεριφέρεται σαν παράξενη χώρα, που ζει μόνη της στο διάστημα. Ως εκ τούτου, την ελληνική ιστορία την «ψηφίζει» η Βουλή των Ελλήνων. Οι υπουργοί δεν δικαιούνται να υποστηρίζουν αντίθετες θέσεις με την ιστορία όπως την αντιλαμβάνεται η Βουλή. Αν το κάνουν, θα θεωρηθούν ηθικοί αυτουργοί βιαιοπραγιών που θα διαπράξουν εθνικώς θιγμένοι, που αυτοί μόνο ξέρουν την αλήθεια. Και όπως λέει ο καθηγητής Αριστείδης Χατζής:
«Οι κορυφαίοι ιστορικοί και κοινωνικοί επιστήμονες που ασχολούνται σοβαρά με την επιστήμη της ιστορίας (δηλαδή με διεθνείς δημοσιεύσεις, αναφορές, συνέδρια, έρευνα σε αρχεία και άλλα ξενέρωτα) και απορρίπτουν την “εθνικά ορθή” εκδοχή της νεοελληνικής μυθολογίας να φύγουνε, να πάνε αλλού».
Η χρεοκοπία της χώρας είναι πολλαπλή. Δυστυχώς.