* Του Οδυσσέα Β. Τσιντζιράκου
φιλολόγου
Με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο η θέση του Ευάγγελου Παπανούτσου ότι το Κράτος, ως συγκεκριμένο βίωμα, λείπει από τους σημερινούς Έλληνες. Κι επιπλέον ότι οι Έλληνες αντιμετωπίζουν το Κράτος τους με αδιαφορία ή και εχθρότητα ακόμα, ενώ αυτοί οι ίδιοι, την ίδια στιγμή, τρέφουν παθολογική αγάπη για την πατρίδα τους κι είναι ικανοί να πεθάνουν με την πιο μεγάλη ευκολία για μια χούφτα χώμα ελληνικό, ποτισμένο βέβαια με το αίμα τους. Εδώ όμως πρέπει εξαρχής να γίνει ένας σαφής διαχωρισμός: Άλλο Πατρίδα, άλλο Πολιτεία – Κράτος.
Και για τη στάση που κρατά διαχρονικά ο Έλληνας απέναντι στο Κράτος του κι αν δεν έχουν ασχοληθεί στοχαστές ολκής, ιστορικοί, φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι και κοινωνικοί επιστήμονες. Κι αν δεν έχουν γραφεί τόμοι και τόμοι! Το συμπέρασμα δυστυχώς για μας είναι τούτο: Οι Έλληνες, τελικά, δεν είναι νοικοκυραίοι στον τόπο τους, ενώ μεγαλουργούν, όταν βρεθούν σε τόπο ξένο. Κι αν κανείς εξετάσει σε βάθος την όλη κατάσταση, θα διαπιστώσει ότι αυτή η έλλειψη νοικοκυροσύνης οφείλεται στη σχέση του Έλληνα με το Κράτος του. Νομίζω πως αξίζει τον κόπο για μια προσέγγιση των αιτίων που έκαμαν τους Έλληνες να θεωρούν το Κράτος τους όχι μόνο «ξένο», αλλά και ενεργά εχθρικό προς αυτούς.
Η χώρα μας, ως γνωστό, βρέθηκε σε αρκετές και μακρές περιόδους κάτω από ξένους δυνάστες. Ως Έθνος λοιπόν είχαμε ν’ αντιμετωπίσουμε μια εξουσία ξένη, μια διοίκηση εχθρική απέναντι στην εθνική μας υπόσταση, οπότε γενεές γενεών Ελλήνων, προκειμένου να διασφαλίσουν την εθνική τους ταυτότητα, αναγκάζονταν να μισούν, να εξαπατούν ή και να πολεμούν τα όργανα και τις λειτουργίες του Κράτους. Ενός Κράτους που επιδιδόταν στη στυγνή απαίτηση φόρου υποτέλειας. Αν και εκείνος ο φόρος ήταν ανάξιος λόγου, δυστυχώς, μπροστά στα σημερινά τερατουργήματα του ελληνικού πλέον Κράτους...
Και η κακοδαιμονία αυτή διαιωνίστηκε, καθώς μετά την εθνική μας απελευθέρωση «υπό την εγγύησιν των τριών δυνάμεων» το Κράτος που εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα ήταν Κράτος ξενοκίνητο, όργανο των προστατών, των συμμάχων ή των εκάστοτε δανειστών, από τη Βαυαροκρατία και εξής, όποια μορφή κι αν παρουσίαζε η επίσημη Πολιτεία μας (Βασίλειο, Κοινοβουλευτική δημοκρατία, δικτατορία).
Τα κάθε είδους ξενόφερτα καθεστώτα στην ουσία «σκότωσαν» ή μετάλλαξαν την αυτόχθονη απ’ τα πανάρχαια χρόνια μορφή κοινοτικής οργάνωσης και διοίκησης, που ως και τα χρόνια της Τουρκοκρατίας λειτουργούσε κατά τρόπο που εξυπηρετούσε την ιστορική κίνηση της ζωής του έθνους μας καλύπτοντας επαρκώς τις ψυχολογικές και τις άλλες ανάγκες του λαού μας. Οι διοικητικοί όμως και οι πολιτικοί θεσμοί που στη συνέχεια μας επιβλήθηκαν απ’ έξω δεν μίλησαν ποτέ στην ψυχή του λαού και ούτε ποτέ ανταποκρίθηκαν στις πραγματικές ανάγκες των Ελλήνων. Ήταν σαν το φόρεμα που ποτέ δεν δένει με το κορμί μας. Ωστόσο οι εκάστοτε κυβερνώντες επιμένουν πάση θυσία και παντί τρόπω να μας αναγκάσουν να το συνηθίσουμε πάνω μας. Οποίος ευτελισμός...
Μας βαραίνει επιπρόσθετα και μια θλιβερή πολιτική παράδοση. Οι πολιτικοί που έλαχε να πάρουν στα χέρια τους τις τύχες της Πατρίδας ανέκαθεν, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, αντί να επιδοθούν σε μιαν εθνική πολιτική στηρίζοντας την εγχώρια οικονομία με την επενδυτική αξιοποίηση των δικών μας παραγωγικών δυνάμεων και δυνατοτήτων, έφτασαν με την κακοδιοίκηση ν’ ανταγωνίζονται στο ποιος θα υπηρετήσει πιο πιστά την εξωτερική πολιτική των συμμάχων και των δανειστών εξαπατώντας κατά τρόπο ωμό και απροκάλυπτο την αδυναμία του λαού παγιώνοντας έτσι ένα απεχθές σύστημα πελατειακών σχέσεων. Φυσικό λοιπόν και επόμενο ήταν το βόλεμα του ημετερισμού να καταστεί «εθνικόν ιδεώδες» και ο σφετερισμός του εθνικού πλούτου να θεωρηθεί δεξιότητα. (Τυχαία τώρα τελευταία άραγε έγινε συχνότατη η κυκλοφορία της λέξης «λαμόγιο» ή τυχαία, λέτε, η ίδια λέξη να κυκλοφορεί ποτισμένη πλέον με τη φόρτιση της επιδεξιότητας έχοντας σχεδόν αποβάλει το αρνητικό της φορτίο; Δεν νομίζω).
Με κάτι τέτοια δώσαμε πλέον σε ορισμένους το δικαίωμα όχι μόνο να υμνούν, αλλά και να νοσταλγούν τα δικτατορικά καθεστώτα χαρακτηρίζοντάς τα ακραιφνώς πατριωτικά και διατυμπανίζοντας ότι ήταν λιγότερο υποκριτικά και περισσότερο τίμια, εφόσον επετέλεσαν έργο εθνικό και πατριωτικό. Κι επιπλέον δεν έχουμε επιχειρήματα ν’ απαντήσουμε, όταν οι άνθρωποι αυτοί υποστηρίζουν ότι η τελευταία δικτατορία έφυγε αφήνοντας την Ελλάδα δίχως χρέος, ενώ οι δημοκρατικές κυβερνήσεις, που ακολούθησαν έκτοτε, διόγκωσαν τόσο το χρέος, που το κατέστησαν μη βιώσιμο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να γίνει μη βιώσιμη η ίδια η χώρα μας! Ελπίζω οι υμνητές των ολοκληρωτικών καθεστώτων να μη δικαιωθούν ιστορικά, αν και πολύ το φοβούμαι παρατηρώντας τα πολιτικά μας δρώμενα.
Τώρα πώς γίνεται και ο καθημαγμένος πια ελληνικός λαός φορτώθηκε πάνω του τη διασπάθιση των χρημάτων απ’ τα υπέρογκα αυτά δάνεια ή πώς γίνεται να παρακολουθεί, ανήμπορος μάλιστα ν’ αντιδράσει, την επιδεξιότητα των σφετεριστών του εθνικού μας πλούτου, αυτό ομολογώ, αδυνατώ να το κατανοήσω λογικά! Μήπως δεν είναι ο ίδιος λαός που βροντοφώναξε το ΟΧΙ στο ιταμό ιταλικό τελεσίγραφο ή εκείνος που με την εθνική του αντίσταση κουρέλιασε τη φασιστική λαίλαπα και σήμανε την αρχή του τέλους του ναζισμού αφήνοντας άναυδη την υφήλιο; Πώς λοιπόν αυτός ο ηρωικός λαός έφτασε να άγεται και να φέρεται μέσα στις «Μνημονιακές» επιταγές;
Και πέρα απ’ αυτά μπορεί κανείς στον Έλληνα να διακρίνει κι έναν άλλο παράδοξο ψυχολογικό μηχανισμό: Απ’ τις κάθε είδους συνειδησιακές κακώσεις που προκλήθηκαν απ’ τις τόσες καταπιέσεις που δέχτηκε, όταν πάρει στα χέρια του κάποιας μορφής εξουσία, μετατρέπεται άρδην και άμεσα σε «σατράπη». Κι όσα ως τότε μισούσε ως αρχόμενος, τα εφαρμόζει ο ίδιος με κυνισμό πάνω στους άλλους από θέση ισχύος πλέον! Με δεδομένη λοιπόν και την απαρέγκλιτη κοινωνιολογική άποψη ότι κάθε καινούργια εξουσία αντιγράφει όλα τα αρνητικά της προκατόχου της και τα επιβάλλει πάνω στονν λαό με ωμότητα, ας μη μας εκπλήσσει στο ελάχιστο η σκληρή «Μνημονιακή» κατάσταση που βιώνουμε στις μέρες μας.
Και η κατάσταση είναι ήδη γνωστή, ας μην επεκτεινόμαστε σε περαιτέρω αναλύσεις. Ας σταθούμε μονάχα στο εξής: Οι περισσότερες απ’ τις λέξεις που προφέρουμε καθημερινά είναι σύνθετα ή παράγωγα της λέξης «φόρος», ή αρκτικόλεξα που στρέφονται επίσης γύρω απ’ την ίδια λέξη. Τι μεγαλείο για την Ελλάδα του 2015 μ.Χ.! Φορολογία, φοροδιαφυγή, φοροεισπράκτορες, εφορίες, έμμεσοι και άμεσοι φόροι, φοροκλοπή, φορομπηχτικό κράτος, Φ.Π.Α., Φ.Α.Π., Ε.Ν.Φ.Ι.Α... Και πάει λέγοντας. Και το κακό είναι ότι βρεθήκαμε να χρωστούμε της Μιχαλούς δάνεια, που, ήρθαν μεν στη χώρα μας, αλλά διασπαθίστηκαν από «επιτήδειους Πατριώτες», οι οποίοι ζουν στο απυρόβλητο υπό την σκέπην των εκάστοτε διοικούντων κι ο ελληνικός λαός μοιάζει πλέον να καρτερεί «να φτάσουν οι βάρβαροι...». Κι ας σημειωθεί και τούτο: Παλιότερα στο όποιο κάλεσμα της Αστυνομίας ο Έλληνας κατουριόταν απ’ το φόβο. Σήμερα την ίδια αντίδραση την εκδηλώνει στο κάλεσμα της εφορίας! Κι απ’ τα πιο ανησυχητικά: Οι σημερινοί νέοι στο σύνολό τους αρνούνται να φέρουν στον κόσμο παιδιά γνωρίζοντας ότι τα παιδιά αυτά, απ’ την εμβρυακή τους ακόμα φάση, βρίσκονται να χρωστούν δεκάδες χιλιάδες ευρώ...
Πώς λοιπόν ο σημερινός Έλληνας μπορεί ν’ αγαπήσει το κράτος του; Πάντως καλό είναι να μη βιαζόμαστε να χαρακτηρίσουμε τους Έλληνες ελαφρά τη συνειδήσει ατομιστές ή απείθαρχους ή αναρχικούς. Γιατί και οι καλύτεροι νοικοκυραίοι στα σπίτια τους μάλλον αναγκάζονται να γίνονται ανοικοκύρευτοί απέναντι σ’ ένα εντελώς ανοικοκύρευτο κράτος...