Γράφει ο Ηλίας Κανέλλης
Η κυβέρνηση οδηγεί τη χώρα στα βράχια, επιμένοντας σε μια πολιτική που δεν αντιμετωπίζει τα πραγματικά προβλήματα αλλά, απλώς, αρκείται στην επικοινωνιακή διαχείρισή τους.
Την ίδια στιγμή που πρόσωπα προσκείμενα στην κυβερνητική πλειοψηφία καταλαμβάνουν τις διαθέσιμες δημόσιες θέσεις με αμιγώς κομματικά κριτήρια, αναπαράγοντας το μοντέλο των προηγούμενων κυβερνήσεων, τον κομματισμό εξαιτίας του οποίου σε μεγάλο βαθμό φτάσαμε στο σημείο μηδέν που διανύουμε, η κυβέρνηση ουσιαστικά πολιτεύεται κυρίως στο πεδίο της επικοινωνίας. Ανοίγει εσπευσμένα την ΕΡΤ, προσβλέποντας σε ένα δίκτυο ελεγχόμενης ενημέρωσης, φροντίζει να ελέγξει τα κρατικά ΜΜΕ, όπως π.χ. το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, δημιουργεί κατασταλτικό μηχανισμό ελέγχου των ενοχλητικών φωνών στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση τοποθετώντας επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης τη Λίνα Αλεξίου, μητέρα της προέδρου της Βουλής, Ζωής Κωνσταντοπούλου. Ταυτόχρονα, οι κομματικοί μηχανισμοί, τα κομματικά ΜΜΕ αλλά και οι ίδιοι οι κυβερνητικοί παράγοντες, ο Νίκος Βούτσης, ο Νίκος Φίλης, ο Νίκος Νικολόπουλος, ακόμα και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, απειλούν τα ΜΜΕ που αντιπολιτεύονται, ως διαπλεκόμενα. Την εβδομάδα που πέρασε, για πρώτη φορά στα χρονικά οργανώθηκε συγκέντρωση διαμαρτυρίας εναντίον αντιπολιτευόμενης εφημερίδας από κομματικές δυνάμεις που υπερασπίζονται τυφλά τις κυβερνητικές επιλογές. Απίστευτο;
Απίστευτο για δυτικού τύπου δημοκρατίες. Αλλά, στον τομέα της ενημέρωσης, η κυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει σε ιδιαίτερη υπόληψη τους κανόνες της δυτικής δημοκρατίας. Προτιμά να υπεραμύνεται τις θέσεις της επικαλούμενη μια κάποια υποτιθέμενη ηθική υπεροχή τους έναντι όλων των άλλων, οι οποίες σύμφωνα με το κυβερνητικό ερμηνευτικό σχήμα είναι χειραγωγητικές και διαπλεκόμενες.
***
Η κυβέρνηση στον τομέα της επικοινωνίας αμφισβητεί αυτονόητους κανόνες του δυτικού κόσμου. Καταρχάς, αρνείται κάτι ευνόητο: το δικαίωμα μιας εφημερίδας, ενός τηλεοπτικού δικτύου, μιας ιστοσελίδας να έχει σαφές ιδεολογικό προφίλ, να υπερασπίζεται συγκεκριμένες ιδέες, οι οποίες να αντιμάχονται τις ιδέες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Δεν είναι, άραγε, χαρακτηριστικά της δημοκρατίας η κριτική, ο λόγος και ο αντίλογος, η αντιπαράθεση; Και ποια είναι η δουλειά των μέσων ενημέρωσης απέναντι στα πολιτικά κόμματα στις δημοκρατίες; Απλώς να γλείφουν και να συγχαίρουν; Δεν είναι περισσότερο συμβατό με το ρόλο των ΜΜΕ να επιβραβεύουν ή να επικρίνουν πολιτικές και πολιτικούς; Με μικρή ή μεγαλύτερη επιτυχία, με πάθη, με λάθη, σε όλο τον ελεύθερο κόσμο αυτός ήταν ο ρόλος των ΜΜΕ όπου Γης. Τις προάλλες, π.χ., ο κεντροαριστερός «Guardian», στη Βρετανία, υποστήριξε με άρθρο του τους Εργατικούς. Δεν είναι δικαίωμά του; Μίλησε κανείς στη Βρετανία για διαπλεκόμενη εφημερίδα;
Θα πείτε, ο Ντέιβιντ Κάμερον δεν έχει ανάγκη να επινοήσει εχθρούς. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από τα χρόνια της αντιπολιτευτικής του κούρσας, αλλά πολύ περισσότερο σήμερα, με μια κυβέρνηση που προσπαθεί να διαχειριστεί επικοινωνιακά τη βαθύτερη ύφεση στην οποία έχει πέσει ποτέ η ελληνική οικονομία, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς εχθρούς.
Αν δεν είχε εχθρούς, η κυβέρνηση θα έπρεπε να εξειδικεύει πολιτικές θέσεις, να μιλάει τη γλώσσα του πολιτικού ρεαλισμού, να προσπαθεί να προσδιορίσει με σαφήνεια (και αριθμούς) την κυβερνητική πολιτική του και τις προοπτικές της.
Αντίθετα, η έλλειψη σχεδίου, οι εμμονές, οι καθυστερήσεις και η προσπάθεια αποφυγής του πολιτικού κόστους, μέχρι να αναγκαστεί να πάρει αναπόφευκτες σκληρές αποφάσεις, αναγκάζουν τα επικοινωνιακά επιτελεία της κυβέρνησης να δημιουργεί εχθρούς, να πολώνει την αντιπαράθεση.
***
Η αλήθεια είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας υλοποιεί, από θέσεις ισχύος, τις παλαιές, δοκιμασμένες επικοινωνιακές μεθόδους του. Μεθόδους που έχουν δοκιμαστεί σε αυταρχικά καθεστώτα – όχι μόνο καθεστώτα κομμουνιστικά. Προς τούτο, άλλωστε, υπάρχει μεγάλη προσφορά προθύμων να εξυπηρετήσουν αυτό το σχέδιο δαιμονοποίησης των πολιτικών αντιπάλων. Προσδοκία αυτών των προθύμων: ή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο νομή μεριδίου της εξουσίας.
Ο τρόπος όσων, στο κυβερνητικό περιβάλλον, επενδύουν σε ένα αυταρχικό πλαίσιο για την πληροφόρηση, έχει συγκεκριμένες μεθοδεύσεις και χαρακτηριστικά:
* Τα μίντια που ασκούν κριτική στις θέσεις και στις πολιτικές της κυβέρνησης πρέπει να δαιμονοποιηθούν.
* Μέσα ενημέρωσης, δημοσιογράφοι, ακόμη και γελοιογράφοι που θεωρούνται ενοχλητικοί, απειλούνται ή και διώκονται (ο Πάνος Καμμένος με συστηματική βιομηχανία αγωγών, αλλά και κυβερνητικά στελέχη όπως ο Νίκος Κοτζιάς ή ο Γιώργος Κατρούγκαλος καταφεύγουν σε αγωγές για δημοσιεύματα που τους ασκούν κριτική). Ποτέ άλλοτε τα κριτικά επιχειρήματα δεν αφορίστηκαν ως διαπλοκή, ποτέ άλλοτε ο φανατισμός δεν υποκατέστησε τον διάλογο.
* Η επαναφορά του εμφυλιακού «ή εμείς ή αυτοί», διχαστικού σχήματος με το οποίο απειλούσαν διακεκριμένοι αρθρογράφοι τους αντιπάλους τους προεκλογικά, τείνει να γίνει σταθερή πρακτική της κυβέρνησης. Οι αποχρώσεις της κοινωνίας, σύμφωνα με τις κυβερνητικές μεθοδεύσεις, καταργούνται για να διαιωνιστεί το εμφυλιοπολεμικό σχήμα «μνημονιακές» εναντίον «αντιμνημονιακών» δυνάμεων. Κορυφαία έκφραση αυτής της πρακτικής, η επίθεση κατά του προέδρου της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος υποτίθεται έστειλε μέιλ με το οποίο περιέγραφε την κακή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας (μια επίθεση που είναι βέβαιο ότι έχει, σε μεγάλο βαθμό, μεθοδευθεί από σκοτεινούς μηχανισμούς).
* Η μόνιμη απειλή απέναντι στους «μνημονιακούς» εκτελεστές «συμβολαίων» με την τρόικα και με τους «μερκελιστές» ξενόδουλους οπαδούς της «εξάρτησης» ήδη έχει αρχίσει να αποκτά σάρκα και οστά. Ακόμα κι αν οι απόπειρες διαφόρων επιτροπών της Βουλής να φτιάξουν κλίμα ενοχής για επιλεγμένες προσωπικότητες παλαιών κυβερνήσεων προσκρούουν συχνά στη γραφικότητα και στη συνωμοσιολογία, είναι βέβαιο ότι προετοιμάζουν ένα κλίμα ρεβανσισμού σε περίπτωση που η κυβέρνηση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, διασφαλίσει και διευρύνει την εξουσία της.
Όλα αυτά, και πολλά άλλα, συνιστούν μια υπόσχεση αυταρχισμού, γιγάντωσής του και διεύρυνσής του. Ή, για να το πούμε τα λόγια του Μιχάλη Κατσαρού, «ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν».