Τον τελευταίο καιρό κάποιοι, ενώ για άλλα μας προετοίμαζαν, με απανωτές ανακοινώσεις οικονομικών μέτρων βάλθηκαν να μας ξεκάνουν αλλά και να οδηγήσουν μεγάλες μάζες της νεολαίας και του λαού γενικότερα σε απόγνωση και σε τρομερά αδιέξοδα.
Μπρος σ΄αυτή την απελπιστική κατάσταση αρκετοί κατεβαίνουν στους δρόμους και διεκδικούν τα δίκια τους και το δικαίωμά τους στη ζωή, έστω κι αν κτυπούν σε πόρτες μη ακουόντων. Οι περισσότεροι, όμως, παρότι δυσφορούν, μένουν για την ώρα σχεδόν αδρανείς συσσωρεύοντας, ωστόσο, μέσα τους έντονη οργή και αγανάκτηση για τα τεκταινόμενα και τους υπαιτίους.
Τούτη την περίοδο αρκούνται στο να σφίγγουν, συνεχώς, τα ζωνάρια τους, να κάνουν περικοπές στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, στους σχεδιασμούς και στα όνειρά τους και να παρακολουθούν άναυδοι τις μειώσεις μισθών και συντάξεων, το γκρέμισμα του κοινωνικού κράτους και του ασφαλιστικού συστήματος, την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, τις απολύσεις και την άνοδο της ανεργίας και τόσες άλλες εφιαλτικές εξελίξεις. Είναι σίγουρο ότι, αν συνεχισθούν οι προκλήσεις σε βάρος τους, κάποια στιγμή θα ξεσπάσουν και, τότε, μακάρι ο Θεός να βάλει το χέρι του.
Παράλληλα, άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι πλησιάζει το τέλος του καταναλωτικού ευδαιμονισμού και της σπατάλης, του υπέρμετρου δανεισμού, του πλαστικού χρήματος και της νεοπλουτίστικης νοοτροπίας, που μας έκαναν επί δεκαετίες να τρώμε απ΄το μέλλον των παιδιών μας και ότι ήρθε και πάλι η εποχή να κτίζουμε τα όνειρά μας ακουμπώντας σε στέρεες βάσεις και λαμβάνοντας υπόψη την ωμή πραγματικότητα.
Ορισμένοι, που πριν μερικές δεκαετίες αφήσαμε τα χωριά μας και τον τρόπο ζωής μας σ΄αυτά και ήρθαμε στα αστικά κέντρα με την ελπίδα για κάτι καλύτερο, θέλοντας και μη αναπολούμε αυτές τις μέρες τα παλιά και θυμόμαστε με νοσταλγία, πώς ήταν η ζωή μας, πριν μπούμε σ΄αυτή την περιπέτεια.
Σίγουρα δεν είχαμε, τότε, τις ανέσεις τις σημερινές, που κοστίζουν, ωστόσο, ακριβά. Είχαμε, όμως, την καθαρή ατμόσφαιρα, το φρέσκο γάλα απ΄την οικόσιτη κατσίκα, την προβατίνα ή την αγελάδα μας, την ντομάτα και τα λαχανικά απ΄ το μπαξεδάκι μας χωρίς φάρμακα και λιπάσματα, το νόστιμο κρέας και τα αυγά απ΄ τις κοτούλες μας, το ζυμωτό ψωμί απ΄ το φούρνο του σπιτιού μας, το γνήσιο ελαιόλαδο, τα σταφύλια και άλλα νόστιμα φρούτα απ΄ τα μικροκτήματά μας, ποτισμένα, έστω, με τον ιδρώτα του προσώπου μας και δουλεμένα με τα ροζιασμένα χέρια μας.
Τι κι αν κατοικούσαμε σε χαμόσπιτα και φτωχόσπιτα; Τι κι αν εισπράτταμε ελάχιστα απ΄την καλλιέργεια των αγροκτημάτων μας; Τι κι αν δεν είχαμε τη δυνατότητα να αγοράζουμε, συχνά, μοντέρνα συνολάκια αλλά ήμασταν αναγκασμένοι να φορούμε φθαρμένα απ΄την πολυκαιρία και μπαλωμένα, πολλές φορές, ρούχα; Δεν μας έλειπε ούτε το χαμόγελο της αισιοδοξίας για το αύριο, ούτε η διάθεση για χορό, τραγούδι και δημιουργία.
Ωστόσο, χάριν καλύτερων ημερών και βελτίωσης του βιοτικού μας επιπέδου, που υποσχόταν η ζωή στα αστικά κέντρα, αφήσαμε να ερημώσουν τα σπίτια μας και τα χωριά μας και να χορταριάσουν οι μπαξέδες και τα κτήματά μας και προσαρμόσαμε τις συμπεριφορές μας στα δεδομένα της νέας τάξης πραγμάτων.
Το δυστύχημα είναι ότι, ακόμη και όσοι έμειναν όλα αυτά τα χρόνια στα χωριά τους, απέκτησαν κι αυτοί τις συνήθειες των αστών. Ψωνίζουν σχεδόν τα πάντα απ΄τους μανάβηδες ή απ΄τα αυτοκίνητα των πλανόδιων, απ΄τους φούρνους, τα κρεοπωλεία και τα σούπερ μάρκετς των χωριών και αποφεύγουν οι περισσότεροι να παράγουν οι ίδιοι, παρότι μπορούν.
Μήπως, τελικά, ήρθε η ώρα ν΄αλλάξουμε ζωή; Μήπως πρέπει να την κάνουμε και πάλι απλή, λιτή και απέριττη, περικόπτοντας ό,τι μας είναι παραπανίσιο; Μήπως ήρθε η ώρα να σταματήσουμε τη σπατάλη, να ξαναθυμηθούμε την αποταμίευση και να προγραμματίζουμε ανάλογα με το έχει μας; Μήπως πρέπει ορισμένοι, εφόσον διαθέτουμε παραθεριστική κατοικία στα χωριά μας, να σκεπτόμαστε την επιστροφή μας και πάλι σ΄αυτά καθιστώντας την παραθεριστική ως κύρια κατοικία, για να γλιτώνουμε έξοδα; Μήπως ήρθε η ώρα να ξεχορταριάσουμε, όσοι έχουμε, έστω, και μια σπιθαμή γης, και να ρουφήξουμε χυμούς της; Μήπως ήρθε η ώρα να πείσουμε τα παιδιά μας ότι είναι δυνατή η επιτυχία τους στις εξετάσεις και χωρίς φροντιστήριο; Μήπως πρέπει να ξαναθυμηθούμε κάποια επαγγέλματα, που τα εμπιστευθήκαμε σε οικονομικούς μετανάστες;
Αν θέλουμε να επιβιώσουμε, καλό είναι ν΄αρχίσουμε να τα σκεπτόμαστε όλα αυτά. Γιατί, αν συνεχίσουμε έτσι, όπως κακομάθαμε, περιμένοντας να αποδώσουν τα κυβερνητικά μέτρα, που δεν έχουν τέλος, τότε, «ζήτω που καήκαμε».