Από εμπειρικές έρευνες, διαπιστώνεται ότι οι γυναίκες της Τρίτης Ηλικίας έχουν σχεδόν ισχνή συμμετοχή σε πολιτιστικές δραστηριότητες. Ουσιαστικά, ο ονομαζόμενος ελεύθερος χρόνος για τις γυναίκες αυτής της ηλικίας συνδέεται με την απασχόληση μέσα στο σπίτι. Το χαμηλό – κατά βάση – μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο που έχει η υπερήλικη γυναίκα, καθώς και η νοοτροπία που έχει καλλιεργηθεί για τη θέση της γυναίκας, περιορίζουν τις επιλογές χρήσης του ελεύθερου χρόνου. Η μειωμένη αυτή δραστηριότητα έχει συνέπεια και τη μηδαμινή ενδεχομένως ενασχόληση με τα κοινά. Από μια εμπειρική έρευνα για την πολιτική συμπεριφορά των γυναικών διαπιστώθηκε ένα αρκετά υψηλό ποσοστό αδιαφορίας για την πολιτική στις γυναίκες 60 ετών και άνω.
Π.χ. στην ερώτηση αν ενδιαφέρονται (πολύ ή αρκετά) για την πολιτική, απαντά καταφατικά το 42,9%, με αντίστοιχο το 68,5% των ανδρών της ίδιας ηλικίας. Η αδιάφορη αυτή στάση επεκτείνεται και σε άλλα θέματα που αφορούν σε μια γενικότερη κοινωνική συμπεριφορά. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι κάποιοι νέοι θεσμοί που εμφανίστηκαν – προ εικοσαετίας – περίπου, με σκοπό να καλύψουν ανάγκες της ομάδας αυτής του πληθυσμού. Παράδειγμα αποτελεί ο θεσμός της Ανοικτής Προστασίας Ηλικιωμένων (ΚΑΠΗ). Ένας θεσμός που φαίνεται ότι «έχει στους ηλικιωμένους θετικό βαθμό απήχησης». Όμως δεν αρκούν μόνο μερικά προγράμματα τα οποία προχωρούν αλλά δεν περιλαμβάνουν όλο το φάσμα των αναγκών των ηλικιωμένων. Στο σημείο αυτό επισημαίνονται οι αυξημένες και ειδικότερες ανάγκες των μη αυτοεξυπηρετούμενων ηλικιών της Τρίτης και περισσότερο της Τέταρτης Ηλικίας (75 ετών και άνω). Χρειάζεται μια πιο ουσιαστική κοινωνική εργασία για τη μεγάλη αυτή ομάδα του πληθυσμού. Μια αντιμετώπιση των θεμάτων τους σε βάση σωστή, αυτό ίσως επιζητούν οι ηλικιωμένοι. Επειδή υπάρχουν αλλαγές κατά περιοχή, η αντιμετώπιση να είναι σε τοπικό επίπεδο και αναμφισβήτητα εθνικό.
Εάν αναζητηθεί «η δημιουργία καινούριων ρόλων για τα άτομα της Τρίτης Ηλικίας, που θα τους επιτρέψει να αναλάβουν ευθύνες», καθώς επίσης να γίνει «κοινή συνείδηση ότι η Τρίτη Ηλικία δεν απαρτίζεται από απόμαχους, αλλά από πολίτες ενεργούς που έχουν πολλά ακόμα να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο», τότε ίσως μόνον η αντιμετώπιση του 1/4 περίπου του πληθυσμού (που θα είναι το 2012) θα έχει τεθεί σε νέες βάσεις. Σε παγκόσμιο επίπεδο διαπιστώθηκε στην Παγκόσμια Συνέλευση Γήρατος (Βιέννη) ότι «το πρόβλημα γήρανσης του πληθυσμού στα διάφορα κράτη παρουσιάζει διάφορη οξύτητα, ανάλογα με το βαθμό ανάπτυξης των κρατών και το προσδόκιμο επιβίωσης του πληθυσμού μετά το 60ό έτος». Κανένα κράτος, ούτε εκείνα που διακρίνονται για τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας τους, ούτε τα πλουσιότερα του κόσμου είχαν να επιδείξουν καθολικό πρόγραμμα για το πρόβλημα. Ζητήθηκε από τη Γενική Συνέλευση να υιοθετήσει για τους ηλικιωμένους την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή σε όλες τις δραστηριότητες της κοινωνίας, και ηθική και υλική κάλυψη για τους ανήμπορους, τους ασθενείς και τους μόνους. Προτάθηκε κάθε σχεδιασμός και απόφαση που αφορά τους ηλικιωμένους να παίρνεται όχι μόνο γι’ αυτούς αλλά και μ’ αυτούς. Τέλος, το Σχέδιο Δράσης είναι μια έκφραση της βούλησης των Ηνωμένων Εθνών, ώστε τα κράτη – μέλη να ανταποκριθούν στις μεγάλες μεταβολές από τη δημογραφική γήρανση και στην αναζήτηση τρόπου αξιοποίησης της συμβολής των ηλικιωμένων στην ανάπτυξη κάθε χώρας. Σε ό,τι αφορά στην ψυχολογία του γήρατος εν γένει, η αξία που αποδίδεται στην προσφορά του ηλικιωμένου ατόμου είναι καθοριστική για την αντιμετώπιση των ψυχολογικών προβλημάτων που διακατέχουν αυτή την ηλικία. Μια μελέτη που έγινε από την έδρα Δημόσιας Υγιεινής της Υγειονομικής Σχολής Αθηνών, έδειξε τα εξής: ψυχολογικά προβλήματα: α) απομόνωση η οποία προέρχεται κυρίως από μεγάλη λύπη που αισθάνεται το άτομο από διάφορα πλήγματα που έχει υποστεί στη ζωή του β) μαρασμό που είναι συνέπεια της συνταξιοδότησης μακρόχρονων ασθενειών που υποβάλλουν το άτομο σε αναγκαστική αδράνεια γ) πλήρη κατάπτωση που προέρχεται από τη σημαντική μείωση της όρασης και της ακοής, και δ) διεκδικητικές τάσεις προς την οικογένεια αλλά προς την κοινωνία (Μ. Μαλικιώση, «Η ψυχολογία του γήρατος», Αθήνα ΕΚΚΕ).
Γιώργος Ξενόφος