Καλώς να ορίσουν βεβαίως οι άνθρωποι, διότι ως λαός είμεθα και γνωστοί για τη φιλοξενία μας, οπότε εξίσου φιλόξενοι και καλοπροαίρετοι πρέπει να είμεθα και εν προκειμένω, αλλά...
...Αλλά υπάρχει και αυτό το «αλλά», το οποίο δεν μπορεί παρά να προβληματίζει και να γεννά αμφιβολίες, ερωτηματικά και δεύτερες σκέψεις.
Ο τουρκικός τύπος μαθαίνουμε ότι χαρακτηρίζει την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα - κατά την οποία συνοδεύεται από 110 νοματέους (100 επιχειρηματίες, 10 υπουργούς) - ως «επίθεση φιλίας». Και η μεν «φιλία» δεν μας χαλάει, η «επίθεση» όμως δεν μπορεί παρά να μας ανησυχεί. Άλλωστε και η περιβόητη «φιλία» με τη γείτονα είναι κατά βάση μια «λυκοφιλία» και αυτό είχαμε μέχρι τώρα άπειρες ευκαιρίες να το διαπιστώσουμε.
Βέβαια, ο Τούρκος πρωθυπουργός, που για μια ακόμη φορά είναι στριμωγμένος στο εσωτερικό και δεν αποκλείεται να εξωθηθεί και σε πρόωρες εκλογές, μας λέει ότι έρχεται πλήρης καλών προθέσεων. Και, μας λέει, επίσης, ότι έρχεται να δώσει χείρα οικονομικής βοηθείας - εξ ου και όλη η κουστωδία των επιχειρηματιών - προκειμένου να πάρουμε τα πάνω μας οικονομικά, τώρα που έχουμε το μαύρο μας το χάλι. Και το ίδιο ισχυρίζεται και η δική μας κυβέρνηση. Όμως είναι γνωστό, μεταξύ των επιχειρηματιών τουλάχιστον, ότι οι επιχειρηματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών δεν είναι κάτι που ξεκινάει τώρα. Είναι ένα «κεφάλαιο» που βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη, παρά τις όποιες πολιτικές αντιπαραθέσεις και... αερομαχίες, μεταξύ των δύο χωρών, γιατί «οι μπίζνες είναι μπίζνες» και έτσι το βλέπουν το πράγμα και οι επιχειρηματίες.
Να θυμηθούμε δε ότι δεν πάνε δυο χρόνια που ο πρωθυπουργός τότε, Κώστας Καραμανλής, είχε επισκεφθεί την Άγκυρα και εν συνεχεία την Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε μεγάλο επιχειρηματικό συνέδριο, που συμμετείχαν επίσης καμιά 100στί Έλληνες επιχειρηματίες και άλλοι τόσοι Τούρκοι. Δεν μπορούμε να ξέρουμε στο μεταξύ τους αλισβερίσι τι γίνεται, αλλά δεν είδαμε δα να προκύπτει και καμιά οικονομική... κοσμογονία για την Ελλάδα από αυτή την ιστορία. Έτσι για να μην ξεχνιόμαστε κιόλας.
Από την άλλη, ο υπουργός Επικρατείας Μπαγίς, επικαλούμενος μάλιστα και σχετική ελληνική παροιμία, είπε ότι «όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού σου, αν δεν βοηθήσεις να σβήσει, η φωτιά θα κάψει και το δικό σου». Και, τέλος πάντων, γι’ αυτό έρχεται τώρα ο Ερντογάν ως... πυροσβέστης να βοηθήσει εμάς στην κατάσβεση για να μην επεκταθεί η οικονομική κρίση και στη χώρα του.
Καλά και άγια όλα αυτά, αλλά... Αλλά, είναι γεγονός ότι η Ελλάδα διάγει - και έχει πολύ δρόμο ακόμη μπροστά της - μια περίοδο κατά την οποία έχει χάσει σημαντικό μέρος της εθνικής της κυριαρχίας. Διότι άμα είσαι πεσμένος στο έδαφος, χρεοκοπημένος, δανεισμένος με απεχθείς όρους και κακολογημένος από όλο τον κόσμο, ε, φυσικό και επόμενο είναι αυτό να αποτελεί πλήγμα και για τη βαρύτητα της φωνής και των επιχειρημάτων του, όταν πρόκειται για τα εθνικά του δίκαια. Και ποιος, περισσότερο όλων «απειλεί» και «επιβουλεύεται» αυτά τα εθνικά δίκαια; Η Τουρκία, βεβαίως-βεβαίως, αυτό το γνωρίζουν και τα νήπια.
Να υφαλοκρηπίδα, να γκρίζες ζώνες, να Κυπριακό, να «Θράκη», διαλέχτε και πάρτε. Όλα τα μέτωπα ανοιχτά είναι. Και όλα θα πέσουν στο τραπέζι της κουβέντας Παπανδρέου - Ερντογάν, ανεξάρτητα από το «τι» θα μας ανακοινώσουν επίσημα. Και το θέμα δεν είναι ότι θα πέσουν στο τραπέζι, το θέμα είναι «πώς» θα σηκωθούν από αυτό τώρα. Εδώ σε περιόδους που δεν είχαμε αυτό το χάλι και δεν έχουμε το θάρρος να διεκδικήσουμε τα αυτονόητα και κατοχυρωμένα από το Διεθνές Δίκαιο, τώρα που έχουμε γίνει ένα με το πάτωμα πόσο υπολογίζεται η όποια άποψή μας;
Με αυτά και με κείνα, μπορεί δικαιολογημένα κανείς ν’ αναρωτιέται «τι ζητάει η αλεπού στο παζάρι» ή να σκέφτεται ότι «ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται» και άλλα παρόμοια, και να μην απέχει πολύ από τη... φιλική (πάντα) αλήθεια.