Αβεβαιότητα, ανασφάλεια, αμηχανία, φόβος, περιέργεια, απορίες για την... απορία που μας επιφυλάσσει το μέλλον, μεμψιμοιρία, απαισιοδοξία, αγανάκτηση, θυμός, καταναγκασμός, είναι μερικά από τα συναισθήματα που σήμερα συνθέτουν την εικόνα του σύγχρονου Έλληνα. Και την οριοθετούν και για ένα μέλλον που φαντάζει, και είναι, εξαιρετικά αβέβαιο.
Ανεξάρτητα από το πώς θα διαβούμε τον Ρουβίκωνα της οικονομικής κρίσης με τη λήψη πρωτοφανών στα χρονικά - όπως παραδέχονται και οι ξένοι - οικονομικών μέρων, το σίγουρο είναι ένα: ότι η Ελλάδα από τούδε και στο εξής δεν θα είναι η ίδια. Όπως και οι Έλληνες, που άλλωστε θα είναι και αυτοί που θα την αλλάξουν. Ουσιαστικά τώρα σημαίνει με τον πλέον σκληρό και τραγικό τρόπο, δίχως να είναι υπερβολικός, η μεταπολιτευτική περίοδος για την Ελλάδα. Και από δω και πέρα μιλούν και για τη «νέα εποχή» της βαριάς καταχνιάς και της κοινωνικής ομίχλης, προκειμένου να την καθορίσουμε χρονικά, θα λέμε «π.Δ.Ν.Τ.» και «μ.Δ.Ν.Τ.», δηλαδή «προ» και «μετά». Για την Ελλάδα και τον Έλληνα του πριν, με την αισιοδοξία, τον ζαμανφουτισμό, το βόλεμα, την έξη στον εύκολο πλουτισμό, την καλοπέραση, αλλά σε κάθε περίπτωση μια «χαρούμενη» Ελλάδα με χαρούμενους ανθρώπους, που έτσι κι αλλιώς ζούσαν, «βολευόταν», προόδευαν, αναπτυσσόταν με δανεικά (άλλωστε και ποιος ή ποια χώρα δεν δανείζεται σε τούτο τον κόσμο), αλλά... Αλλά υπήρχε ένα κλίμα γενικής ευφορίας (από τη στιγμή μάλιστα που δεν πλήρωναν και κάμποσοι στην Εφορία) και ανάτασης για το παρόν και το μέλλον.
Αυτή η Ελλάδα τελείωσε. Και τώρα μέσα από συσσωρευμένα λάθη οικονομικής διαχείρισης και σπατάλης, από τη μεταπολίτευση και μετά και της χαλαρότητας που συνόδευσε όλο αυτό το κλίμα τεχνητής οικονομικής άπλας, ήρθε η ώρα να πληρώσουμε το τίμημα. Ακριβά, πιεστικά, άδικα (για τα μεσαία και κατώτερα στρώματα που πάντα πληρώνουν τη νύφη) και ακροβατώντας ανάμεσα στη χρεοκοπία και την απελπισία για ένα αύριο που δεν προσφέρει διεξόδους.
Θα επιβιώσουμε. Δεν υπάρχει θέμα. Αν έχουμε μάθει κάτι καλά στη μακραίωνη ιστορία μας είναι αυτό: να επιβιώνουμε. Μπορεί ποτέ να μην καταλάβαμε ακριβώς τη «συνταγή», γιατί μπορεί απλά να μην υπάρχει. Απλά πηγάζει, αναβλύζει και εν τέλει κατακλύζει τη ζωή, όχι για να την πνίξει αλλά για να την αναγεννήσει. Το θέμα είναι ότι η «επόμενη μέρα» θα βρει μια άλλη Ελλάδα. Η Πολιτεία θα ’χει αλλάξει, οι πολίτες θα έχουν αλλάξει, το σύστημα θα έχει αλλάξει, τα πολιτικά κόμματα θα έχουν αλλάξει. Και αυτό, αν μπορεί να το δει κανείς πιο ψύχραιμα και σε βάθος χρόνου, δεν είναι κακό. Ή, ίσως είναι αυτό που λέμε «αναγκαίο κακό». Μόνο που δεν αποτελεί επιλογή αλλά καταδυναστευτική επιβολή ως απόρροια καταστάσεων και εσφαλμένων χειρισμών.
Το θέμα είναι ότι και πάλι και για πάντα, ως φαίνεται, αυτοί που θα περάσουν τους άλλους απέναντι στον Ρουβίκωνα είναι τα «συνήθη θύματα». ΟΙ μικρομεσαίοι και οι συνταξιούχοι. Τους ανακοινώνεται ότι είναι εθελοντές να θυσιαστούν και έτσι ξαφνικά ο άνθρωπος γίνεται νούμερο που συμπιέζεται, επίδομα που περικόπτεται, μονάδα που συνυπολογίζεται για να βγει στη σούμα το επιθυμητό ποσό.
Η «τάξη» και η «γοητεία» της σύγχρονης Ελλάδας προέρχεται από την «αταξία» της και από τον χαρακτήρα του Έλληνα με τις ακατανόητες - τις περισσότερες φορές - για τους ξένους αντιδράσεις. Σε αυτή την περίοδο του «μεσαίωνα» που μπαίνουμε πια επίσημα, είναι απορίας άξιον τι θα επιβιώσει απ’ ό,τι σήμερα συνθέτει την Ελλάδα και τους πολίτες της. Κάτι μου λέει ότι στην πραγματικότητα τώρα, με το μαστίγιο και χωρίς καρότο, ξεκινάμε να γίνουμε πραγματικά Ευρωπαίοι. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα καλό. Ή μόνο καλό.