Παρά την επαναλαμβανόμενη επισήμανση του Συλλόγου μας, καθώς και αρκετών Ιατρικών Συλλόγων της χώρας εδώ και πολλά χρόνια, η Πολιτεία εκώφευσε, με αποτέλεσμα σήμερα να βιώνουμε τις συνέπειες του υπέρμετρου ιατρικού πληθωρισμού στη χώρα μας. Ήδη, μετά από επίσημες μετρήσεις, η Ελλάδα έχει τους περισσότερους γιατρούς στην Ευρώπη σε σχέση με τον πληθυσμό της (1 γιατρός ανά 170 κατοίκους, στην Αττική ο αριθμός των γιατρών είναι πραγματικά υπερβολικός, αφού η σχέση είναι 1:120). Στην Ε.Ε. ο μέσος όρος είναι περίπου 1 γιατρός ανά 300 κατοίκους.
Το φαινόμενο αυτό αναμένεται να διογκωθεί ακόμα περισσότερο τα προσεχή χρόνια, λόγω της ενσωμάτωσης στην Ε.Ε. χωρών της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, στις Ιατρικές Σχολές των οποίων σπουδάζουν πάρα πολλοί Έλληνες φοιτητές, που νομοτελικά θα συναθροιστούν στο ήδη υπερκορεσμένο δυναμικό της χώρας μας. Ο Ιατρικός πληθωρισμός, αποτελεί, κατά την εκτίμησή μας, μια βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της υγείας στη χώρα μας, που προσεγγίζεται με απαισιόδοξες προβλέψεις απ’ όλους. Ήδη με επίσημα στοιχεία από τον ΟΑΕΔ, το ποσοστό των ανέργων γιατρών αυξάνεται συνέχεια όλο και περισσότερο.
Ο πληθωρισμός των γιατρών έχει σαν συνέπεια:
α) Την αύξηση της κατανάλωσης των υπηρεσιών υγείας και επομένως την αύξηση των δαπανών της.
β) Την επιβάρυνση της εθνικής οικονομίας με μεγάλο κόστος παραγωγής ιατρικού δυναμικού, το οποίο δεν είναι δυνατόν να απορροφηθεί και λόγω εξειδίκευσης δεν μπορεί να ενταχθεί αλλού.
γ) Την υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών. Έχει αποδειχθεί ότι μέχρι ενός ορίου η αύξηση του ιατρικού δυναμικού σημαίνει και βελτίωση του επιπέδου υγείας του πληθυσμού, πέραν αυτού του ορίου, το επίπεδο υγείας του πληθυσμού δεν ακολουθεί ανοδική πορεία. Επίσης η ανισομερής κατανομή μεταξύ των μεγάλων πόλεων και της περιφέρειας επιτείνει ακόμα περισσότερο το πρόβλημα.
δ) Αύξηση των ποσοστών ανεργίας και υποαπασχόλησης των γιατρών (μόνον στην Αθήνα η ανεργία ξεπέρασε το 11% και υποαπασχόληση το 14%).
Ο Ιατρικός Σύλλογος Λάρισας αγκαλιάζει τους νέους συναδέλφους και αναγνωρίζει το αναφαίρετο δικαίωμά τους στην ιατρική εργασία και ότι σήμερα οι ανειδίκευτοι γιατροί αποτελούν το πλέον ανίσχυρο κομμάτι του ιατρικού κόσμου. Οι περισσότεροι από μας γνωρίζουμε ότι οι απογευματινές και νυχτερινές ιατρικές βάρδιες στις ιδιωτικές κλινικές καλύπτονται από ανειδίκευτους γιατρούς (γιατροί στην περίοδο αναμονής για λήψη ειδικότητας) που εργάζονται ανασφάλιστοι, χωρίς συμβάσεις εργασίας, έναντι 40-60 ευρώ για 16 ώρες εργασίας. Παρόμοιο καθεστώς εργασίας υπάρχει στα γηροκομεία, σε κέντρα αποκατάστασης, σε καλοκαιρινές κατασκηνώσεις και στα λεγόμενα «τουριστοϊατρεία». Η ιατρική εργασία σ’ όλους αυτούς τους χώρους είναι κατά κύριο λόγο «ανώνυμη», αφού όσοι την ασκούν δεν προστατεύονται στο πλαίσιο επίσημης σύμβασης, δεν αμείβονται νόμιμα, δεν έχουν ασφάλιση, δεν κατοχυρώνουν χρόνο προϋπηρεσίας και επαγγελματικής εμπειρίας, βρίσκονται σε επισφαλές και ανά πάσα στιγμή τροποποιημένο από τον εργοδότη καθεστώς και ωράριο εργασίας.
Η κατάσταση αυτή εκθέτει τον χώρο της υγείας, υποβαθμίζει την ιατρική εργασία, απαξιώνει το πτυχίο της ιατρικής και κυρίως παρανομεί σε βάρος των εργαζόμενων γιατρών, αλλά προφανώς και των ασθενών, που είναι οι αποδέκτες μιας τέτοιου είδους εργασίας. Εγείρει όμως και σοβαρά ερωτήματα για την ηθική του κλάδου μας, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις ο εργοδότης-κλινικάρχης είναι επίσης γιατρός. Ο Σύλλογός μας, παρότι έχει θέσει τα μείζονα προβλήματα των ανειδίκευτων γιατρών με κυρίαρχο αυτό της ασφάλισης της ιδιότητας του γιατρού και όχι της ιατρικής εργασίας, τόσο στον ΠΙΣ, όσο και στα συναρμόδια Υπουργεία, δεν βρήκε μέχρι τώρα ανταπόκριση. Πρέπει να υπάρξει άμεσα βούληση για τη λήψη δεσμευτικών αποφάσεων που θα αφορούν τη ρύθμιση της απασχόλησης των ανειδίκευτων γιατρών. Χρειάζονται σύννομες αποφάσεις, που να αποτρέπουν και να τιμωρούν τη μαύρη εργασία συναδέλφων, να εξασφαλίζουν τα εργασιακά τους δικαιώματα και να κατοχυρώνουν το ιατρικό πτυχίο. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει παράλληλα να επισημάνουμε τη μεγάλη δυσχέρεια προσέγγισης της αγοράς ιατρικής εργασίας από τους ανειδίκευτους νέους γιατρούς. Η πρότασή μας για την στοιχειώδη και πρόσκαιρη αντιμετώπιση του μεγάλου αυτού προβλήματος είναι σαφής: (α) Αύξηση του αριθμού των ειδικευομένων σε πιστοποιημένα Κέντρα Δημόσιων Νοσοκομείων (κυρίως της περιφέρειας). (β) Δημιουργία νέων θέσεων θητείας υπαίθρου στα Κ.Υ. και τα Περιφερειακά Ιατρεία και (γ) Δημιουργία κινήτρων ιατρικής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα (ασφαλιστική κάλυψη, αξιοπρεπείς αμοιβές, ανθρώπινο ωράριο εργασίας, προϋπηρεσία κ.λπ.).
Ο Ιατρικός Σύλλογος Λάρισας προσεγγίζει με την ίδια ευαισθησία και τους εν δυνάμει συναδέλφους που επέλεξαν να σπουδάσουν την Ιατρική Επιστήμη στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Αποτελεί ωστόσο γενική πεποίθηση ότι η κατάσταση έχει υπερκορεσθεί και συνέχεια επιδεινώνεται. Επιβάλλεται πάντως να υπάρξει ένας σχεδιασμός, το συντομότερο δυνατόν, για τις πραγματικές ανάγκες της χώρας μας σε ιατρική στελέχωση. Ο σχεδιασμός αυτός θα πρέπει να γίνει μετά από ουσιαστικό και ρεαλιστικό διάλογο μεταξύ Πολιτείας, Πανεπιστημίων και Ιατρικών συλλόγων, στον οποίο θα τεθεί και το θέμα της ποιότητας των σπουδών. Θα πρέπει δε να έχει σαν βασικό στόχο την ανακατανομή του ιατρικού δυναμικού προς αποφυγή ακόμα δυσμενέστερων προβλημάτων στο μέλλον. Αυτό μπορεί να γίνει, είτε με κίνητρα στους γιατρούς που εγκαθίστανται στην περιφέρεια, είτε με αξιοποίηση των δυνατοτήτων που δημιουργούνται με την προώθηση νόμου για την Π.Φ.Υ. Με τη νέα οργάνωση της Π.Φ.Υ. θα δημιουργηθούν οι συνθήκες να αναπτυχθούν ειδικότητες που σήμερα παρουσιάζουν ελλείψεις, όπως η γενική ιατρική, η ιατρική της εργασίας, η ιατρική της δημόσιας υγείας κ.ά. Όλο βέβαια αυτό το έργο, θα πρέπει να εκτελεστεί παράλληλα με την διαμόρφωση του υγειονομικού χάρτη της χώρας.
* Ο κ. Κων. Γιαννακόπουλος είναι πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Λάρισας