Του κ. Κωνσταντίνου Μπαργιώτα, προέδρου του Συλλόγου Γιατρών του ΠΓΝΛ
Για μια ακόμη φορά τα προβλήματα του ΕΣΥ βρίσκονται στο προσκήνιο ενώ ταυτόχρονα όλα σχεδόν τα νοσοκομεία της χώρας- τα δύο νοσοκομεία της πόλης είναι ανάμεσά τους- είναι πρακτικά κλειστά ή λειτουργούν στοιχειωδώς. Για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια, οι νοσοκομειακοί γιατροί διεκδικούν το αυτονόητο, να πληρώνονται δηλαδή τις εφημερίες τους τακτικά και έγκαιρα. Το καινούργιο στοιχείο σ’ αυτή την κινητοποίηση είναι η περικοπή των εφημεριών από 1-1-2010 εξαιτίας των περικοπών των προϋπολογισμών και, για πρώτη φορά, την αυστηρότατη εφαρμογή τους. Έτσι οι περικοπές εφημεριών που πρέπει να γίνουν για να εναρμονιστούν με τα διαθέσιμα κονδύλια μεταφράζονται αφενός μεν σε περικοπές εισοδήματος της τάξης του 25% για τους γιατρούς και αφετέρου σε δραματικές και επικίνδυνες συνθήκες λειτουργίας πολλών μεγάλων νοσοκομειακών μονάδων.
Μέσα στο ζοφερό πολιτικό κλίμα των τελευταίων μηνών φαίνεται καταρχήν σε πολλούς άκαιρο και συντεχνιακό το να διεκδικεί μια κοινωνική ομάδα τη διατήρηση του εισοδήματός της, καθώς όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι πλήττονται από περικοπές και όλοι οι πολίτες από τα φορολογικά μέτρα. Καθώς αντικείμενο αυτής της παρέμβασης είναι κυρίως το θεσμικό μέρος του προβλήματος θα περιοριστώ μόνο να επισημάνω πως οι περικοπές του εισοδήματος των νοσοκομειακών γιατρών και μόνο αυτών είναι έξω και πάνω από κάθε σύγκριση ξεπερνώντας κατά περίπτωση έως και το ένα τέταρτο των καθαρών αποδοχών τους.
Σε αντίθεση με άλλες δημόσιες υπηρεσίες, το ΕΣΥ δεν αποτελεί ένα ομοιογενές σύστημα παροχής υπηρεσιών με δομές παρόμοιες σε όλη τη χώρα. Προικισμένο από την αρχή με ένα σύστημα διοίκησης βασισμένο σε μια λογική αυτοδιοίκησης και αυτοδιαχείρισης των μονάδων του, κατέληξε, μέσα σε 25 χρόνια λειτουργίας, σε ένα ανομοιογενές και άνισο άθροισμα νοσοκομείων και κέντρων υγείας, μια χαλαρή συνομοσπονδία, με σημαντικότατες αποκλίσεις στο κόστος λειτουργίας, τη στελέχωση , την αποτελεσματικότητα και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Αφημένα στην ουσία στην τύχη τους, χωρίς κεντρικό έλεγχο και καθοδήγηση, χωρίς αξιολόγηση και καταγραφή του κόστους σε πραγματικό χρόνο, τα νοσοκομεία του ΕΣΥ βρέθηκαν πολύ γρήγορα να αναπτύσσονται ημι- αυτόνομα και χωρίς συντονισμό ανάλογα με την παρέμβαση τοπικών πολιτικών παραγόντων και συγκυριών και έρμαια μικροσυμφερόντων, εσωτερικών συγκρούσεων και ανταγωνισμών και υπό τη διοίκηση, πολύ συχνά, εντελώς ανεπαρκών διοικήσεων. Ενδεικτικές είναι οι γνωστές από τον Τύπο τεράστιες αποκλίσεις κόστους υλικών από μονάδα σε μονάδα και οι, γνωστές επίσης στο κοινό, αποκλίσεις στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, οι οποίες δεν οφείλονται δυστυχώς μόνο στην έλλειψη προσωπικού και υποδομών , όπου συνήθως αποδίδονται, όσο κυρίως στη λειτουργία των νοσοκομείων και των κέντρων υγείας χωρίς έλεγχο, εκπαίδευση και ουσιαστική αξιολόγηση. Αν και η βελτίωση των κτιριακών υποδομών και του εξοπλισμού υπήρξε πολύ σημαντική, ιδίως στην περιφέρεια, η διοικητική και λειτουργική αφασία δεν επέτρεψε ούτε την ορθολογική τους αξιοποίηση ούτε την αναβάθμιση που θα όφειλε κανείς να περιμένει με βάση τα τεράστια ποσά που απορρόφησε και εξακολουθεί να απορροφά το ΕΣΥ. Υπάρχουν σήμερα στο Δημόσιο Σύστημα εξαιρετικοί επιστήμονες και υποδομές και μηχανήματα πρώτης γραμμής. Το τελικό προϊόν όμως – οι παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας – είναι δυστυχώς φτωχό και άνισο καθώς η κακοδιαχείριση δρα διαλυτικά αδρανοποιώντας επενδύσεις δισεκατομμυρίων και αποκαρδιώνοντας το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό.
Σε όλα τα συστήματα υγείας του προηγμένου κόσμου οι ανάγκες σε εφημερεύοντες προκύπτουν από αλγόριθμους που καθορίζονται με βάση τη βαθμίδα και το μέγεθος της νοσηλευτικής μονάδας, το κλινικό φορτίο και τον όγκο και την ποιότητα του παραγόμενου έργου σε συνδυασμό πάντα με τον παράγοντα του κόστους. Στο Ελληνικό Εθνικό Σύστημα Υγείας και μέσα στο πλαίσιο της κακοδιαχείρισης που περιγράψαμε πιο πάνω, ο αριθμός των εφημερευόντων αποτελεί πολύ συχνά αυθαίρετη απόφαση, ανεξάρτητη από τα παραπάνω κριτήρια και έχει οδηγήσει με τα χρόνια και σε ένα σύστημα άνισο, αλλοπρόσαλλο και άδικο, το οποίο κατορθώνει να είναι και σπάταλο και αναποτελεσματικό. Μπορεί κανείς να βρει έτσι περισσότερους εφημερεύοντες σε ένα Κέντρο Υγείας από όσους διαθέτει η, συνήθως υπερχειλίζουσα, παθολογική κλινική του οικείου νομαρχιακού νοσοκομείου και επίσης αποκλίσεις στις αποδοχές μεταξύ ομοιοβάθμων ιατρών – ακόμη και μέσα στην ιδία νοσηλευτική μονάδα- και μάλιστα , όχι κατ’ ανάγκη σε αντιστοίχιση με το κλινικό φορτίο του καθενός.
Πάγια θέση του συνδικαλιστικού κινήματος αλλά και διακηρυγμένη θέση του κυβερνώντος κόμματος υπήρξε η διαμόρφωση ενός νέου, δίκαιου και ρεαλιστικού εφημεριακού προτύπου. Οι περικοπές των προϋπολογισμών των εφημεριών έκαναν κατά τη γνώμη μου την έναρξη της σχετικής συζήτησης πιο επίκαιρη και επιτακτική παρά ποτέ. Ο εξορθολογισμός των εφημεριών και η αναδιάρθρωση του συστήματος θα μπορούσε ενδεχομένως να επιφέρει μεγαλύτερες οικονομίες κλίμακας από αυτές των επιχειρούμενων περικοπών και ταυτόχρονα θα ελαχιστοποιούσε τις αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία των νοσοκομείων. Ακόμη και η κατανομή των περικοπών εισοδήματος θα ήταν έτσι αναλογικότερη και δικαιότερη.
Δυστυχώς η ηγεσία του υπουργείου Υγείας επέλεξε την «εύκολη» λύση της οριζόντιας περικοπής των προϋπολογισμών χωρίς κανένα κριτήριο, χωρίς να βασιστεί σε μια στοιχειώδη έστω καταγραφή των εφημεριών ανά μονάδα και περιφέρεια και χωρίς να σκοτιστεί καθόλου για τις επιπτώσεις που θα είχε αυτό στη λειτουργία των μεγάλων και κρίσιμων μονάδων του συστήματος. Για τη δικαιότερη κατανομή των περικοπών του εισοδήματος των γιατρών φυσικά δεν έχουμε ψευδαισθήσεις: ουδεμία έγνοια!
Η πρόχειρη, απρογραμμάτιστη και εντελώς αυθαίρετη μέθοδος περικοπών που επιλέχθηκε κατάφερε ταυτόχρονα και το παράλογο και άδικο σύστημα εφημεριών που περιγράψαμε να αφήσει ανέγγιχτο και τις μεγάλες νοσοκομειακές μονάδες να απειλεί με διάλυση αλλά και τους νοσοκομειακούς γιατρούς να εξοργίσει.
Αν και γνώριζε το υπουργείο από πολύ νωρίς τις νέες πιστώσεις, άφησε τεχνηέντως να παρέλθει το πρώτο δίμηνο του έτους πριν αποφασίσει – εν μέσω κινητοποιήσεων ήδη- να ζητήσει από τους γιατρούς των νοσοκομείων αναδρομικά πλέον ‘εξορθολογισμό’ των εφημεριών ,να κάνουν δηλαδή οι ίδιοι αυτό που θα όφειλε να κάνει το ίδιο!!! Έκτοτε η υπουργός παραμένει αμέτοχη, παρακολουθώντας το ΕΣΥ να βυθίζεται σε μια πρωτοφανή κρίση και τα νοσοκομεία να αναστέλλουν σταδιακά τις λειτουργίες τους εξαιτίας των κινητοποιήσεων. Κορωνίδα της προχειρότητας και της αδιαφορίας αποτέλεσε η προσπάθεια αυταρχικής επιβολής των νέων προϋπολογισμών. Με εγκύκλιό του το υπουργείο υποχρέωσε τις διοικήσεις των νοσοκομείων να απορρίψουν και να αναπέμψουν στους διευθυντές τα προγράμματα εφημεριών του Απριλίου χωρίς να λάβει την παραμικρή μέριμνα για την εύρυθμη λειτουργία των νοσοκομείων. Δημιουργήθηκε έτσι η παγκόσμια πρωτοτυπία να λειτουργούν νοσοκομεία 700 κλινών σαν το Πανεπιστημιακό χωρίς εφημερεύοντες !!! Ήδη από τις πρώτες μέρες του μήνα το ΠΓΝΛ λειτουργεί χάρη στην επιλογή των γιατρών του να καλύψουν εθελοντικά το νοσοκομείο, χωρίς αμοιβή και χωρίς προοπτική λύσης του οξύτατου προβλήματος που δημιουργείται. Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί ανάγκασε τους διευθυντές των Κλινικών να αποφασίσουν για λόγους που σχετίζονται με την ασφάλεια των ασθενών και την τήρηση της στοιχειώδους ιατρικής δεοντολογίας την αναστολή της λειτουργίας του Νοσοκομείου μέχρις ότου να γίνει δυνατή η κατάρτιση ασφαλών προγραμμάτων εφημέρευσης.
Καθώς η κρίση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας βαθαίνει χωρίς να διαφαίνεται δυστυχώς από πουθενά προοπτική εκτόνωσης, γίνεται φανερό ότι χρειάζεται άμεση δραστική και εκ βάθρων μεταρρύθμιση του παραπαίοντος σήμερα ΕΣΥ. Μέσα από τις αλλεπάλληλες κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων οι νοσοκομειακοί γιατροί έχουν συνειδητοποιήσει πως κρίσεις σαν τη σημερινή θα επαναλαμβάνονται διαρκώς καταστρέφοντας οριστικά το σύστημα αν δεν υπάρξει άμεση δραστική παρέμβαση. Περισσότερο από ποτέ, οι κινητοποιήσεις παίρνουν σήμερα χαρακτήρα διεκδίκησης πάγιων και βιώσιμων θεσμικών λύσεων. Παρά τις επώδυνες περικοπές εισοδήματος η αγωνία των περισσότερων από μας οφείλεται στις αποκαρδιωτικές συνθήκες εργασίας και στη συνεχή αναταραχή και επικεντρώνεται πρωτίστως στο θολό και αβέβαιο μέλλον του ΕΣΥ. Μετά από μια δεκαετία αδιαφορίας, αδράνειας και υπεκφυγών ο χρόνος τελειώνει μαζί με τα χρήματα.
Δυστυχώς είναι πλέον εντελώς ξεκάθαρο πως η σημερινή ηγεσία του υπουργείου ούτε θέλει ούτε μπορεί να επωμιστεί αυτό το έργο. Συστηματικά απούσα από το προσκήνιο προσπαθεί να παραμείνει στη σκιά, αρνούμενη να ανοίξει τη συζήτηση, πολύ δε περισσότερο τα μέτωπα που προϋποθέτει μια τέτοια μεταρρύθμιση. Καθώς τα περιθώρια στενεύουν διαρκώς πολύ φοβάμαι πως αρνούμενη η τρέχουσα ηγεσία του Υπουργείου το ρόλο του μεταρρυθμιστή, μοιραία αναλαμβάνει τον ρόλο του νεκροθάφτη του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Στο βαθμό που μπορούμε, προσπαθούμε σήμερα να οδηγήσουμε τη συζήτηση στην ουσία του προβλήματος. Γνωρίζουμε πως οι κινητοποιήσεις των τελευταίων εβδομάδων -όπως και η αναστολή λειτουργίας του ΠΓΝΛ- είναι επώδυνες για τους πολίτες της Θεσσαλίας . Το ίδιο επώδυνες είναι και για μας. Δεν έχουμε όμως την πολυτέλεια της επιλογής. Δεν απομένει άλλος δρόμος.