Πώς να δουλέψεις με τέτοιον καιρό; Την ερώτηση απηύθυνα στον εαυτό μου. Μια αυθόρμητη και ειλικρινής αναγνώριση, της θαυμάσιας ανοιξιάτικης μέρας.
Πώς να δουλέψεις και γιατί; Κυλά ο χρόνος σαν νεράκι. Περνούν τα όμορφα νιάτα. Τα χρόνια της μέσης ηλικίας. Γρήγορα επέρχεται το γήρας. Κι εσύ αλόγιστα σπαταλάς το χρόνο, σε έωλες προσπάθειες. Δουλειά, διορισμός προαγωγή... Να υπερκεράσουμε το συνάδελφο, τον αντίπαλο, τον ανώτερό μας, για λίγα ψωροσειρίτια και λίγους παράδες παραπάνω. Άντε και πέτυχες κάτι. Και τι έγινε; Ανοίγεις άλλους ορίζοντες, που κι αυτοί με τη σειρά τους θα φέρουν άγχη και πιέσεις. Ένα σκαλοπάτι είναι στην απατηλή σκάλα της επιτυχίας.
Μεγάλο κίνητρο το πόστο. Και πιο μεγάλο τα μπικικίνια. Ν’ ανεβούμε, να κατακτήσουμε χρήμα. Πολύ χρήμα. Κι ο χρόνος να κυλά, δόλιος. Επώδυνα και ανεπιστρεπτί. Ώσπου να ξυπνήσουμε μια μέρα και να πούμε. Έ, και τι έγινε;
Όσο είναι χειμώνας με τις μικρές και σκοτεινές του μέρες, το πράγμα αλλάζει. Όλα τα σκεπάζει το γκρίζο, το παγερό. Πέφτεις κι εσύ στο δόκανο της δουλειάς.
Στο σπίτι, στο γραφείο, στο χώρο δουλειάς. Μη έχοντας κάτι άλλο καλύτερο να κάνεις, ρίχνεσαι στη δουλειά.
Το περιβάλλον στενό, κλειστό με τους ίδιους ανθρώπους τα ίδια λόγια, τις ίδιες συμπεριφορές. Σκύβεις και προσπαθείς. Κι όπως οι περισσότεροι άνθρωποι είναι λαχανιασμένοι κυνηγοί, κάθε μορφής ασήμαντης αλλά και απατηλής ευτυχίας, αναγκαστικά παρασύρεσαι κι εσύ. Τρέχεις, γατζώνεσαι, αρπάζεις και αρπάζεσαι. Θαρρείς πώς κρατάς την ευτυχία. Απλώς αναλίσκεσαι. Φθείρεσαι, χάνεις.
Αλλά για δές ο χειμώνας κύλησε. Η παγωνιά στους δρόμους και στις καρδιές έλιωσε. Άλλη μια μέρα ξημέρωσε. Όλα καινούργια, δροσερά, φωτεινά. Να, από το παράθυρο γλίστρησε κιόλας η πρώτη γελαστή ακτίνα. Από τις χαραμάδες μπουκάρει δροσερό το αεράκι.
Η Άνοιξη φωτίζει τα πάντα. Αλλάζει τα πάντα. Δίνει μυρωδιά στα λουλούδια. Κουρντίζει τις φωνούλες των πουλιών, που χαλούν τον κόσμο με τα κελαηδήματά τους.
Κάνει τις καρδούλες των νέων να πάλλουν δυνατά, ηδονικά. Ακονίζει κάθε αίσθησή μας. Φουντώνει τα κέφια μας. Διεγείρει βιοχημικές αντιδράσεις. Αλλάζει το STATUS μας. Κάνει τον άνθρωπο κι αναρωτιέται. Μωρέ τι θέλεις και τυραννιέσαι; Γιατί αφήνεις άγχη και στρες να σε σακατεύουν; Τι ζητάς απ’ τη ζωή; Δεν τα παρατάς; Οι στιγμές γλιστρούν και χάνονται. Σάβανο με τσέπες δεν υπάρχει. Ποιος παραμένει πλούσιος ή φτωχός, βασιλιάς ή στρατιώτης, δίκαιος ή αμαρτωλός! Φύγε μακριά από την ψυχοφθόρα πόλη κι έλα στο θαυμαστό πανηγύρι της φύσης. Έλα να δεις πίνακες άφθαστου μεγαλείου, καμωμένους από το θαυμαστό χρωστήρα της φύσης. Έλα να δεις πιτσιλωτά κατσικάκια, να κρέμονται στα βράχια.
Διάστικτες πασχαλίτσες, ράθυμα σκαθάρια και έντρομες σαύρες. Όλα αυτά είναι Άνοιξη.
Τρέξε στη θάλασσα να σε τυφλώσει τ’ αστραφτερό της θάμβος. Κάτσε στο λιτό ταβερνάκι, με τη λαδόκολλα και το γαλακτερό ουζάκι, συνοδευμένο με τη ρυτιδωμένη θρούμπα, κι άσε να σε λούζει ο ήλιος. Βουνά, λαγγάδια, δάση και νησιά, σε περιμένουν.
Αλλά τι συμβαίνει; Δεν μπορείς; Σε κρατούν η δόξα, η προβολή, το χρήμα, η διάκριση; Κόλλησες στο «πρέπει» στο «είναι ανάγκη;»; Έ, τότε πέρνα φυλακισμένος στα δεινά, που μόνος σου δημιούργησες.
Πολύ καλά τα λες, με διέκοψε ο φίλος μου, ατενίζοντας αφηρημένος από το μισάνοιχτο παράθυρο, μια λουρίδα γαλάζιου ουρανού. Η προτροπή σου είναι ανεδαφική. Μπορεί η ζωή να έχει θεσπέσιες στιγμές και ομορφιές αλλά έχει και τις αδήριτες ανάγκες της. Αυτές, που σε βάζουν στο ζυγό της καθημερινής βιοπάλης. Βλέπεις όλοι οι άνθρωποι δεν μπορούν να πορεύονται με τα τζιτζίκια. Δίκαιο είχε ο Αίσωπος, που δικαίωσε και τα μυρμήγκια.
Αυτά είπε ο φίλος μου και διέκοψε τη φλυαρία μου.