Του Φίλιππου Ζάχαρη (phil.zaharis@gmail.com)
Σύνδεσμος Ημερησίων Περιφερειακών Εφημερίδων
Η εγκληματικότητα έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις στην Ελλάδα, μια χώρα που εδώ και καιρό μαστίζεται από σοβαρή οικονομική κρίση. Και αντί οι υπεύθυνοι να δουν τα αίτια που γεννούν τη διάπραξη ληστειών και φόνων για ασήμαντα χρηματικά ποσά, δημιουργούν ομάδες τύπου Δέλτα που το μόνο που κάνουν – και είναι σίγουρο – είναι όχι να αποτρέπουν τη βία (γιατί δεν μειώθηκαν από τότε που δημιουργήθηκαν) αλλά να προσθέτουν και άλλα φαινόμενα συμπλοκών με θύματα ανυποψίαστους πολίτες που βρίσκονται ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Η κάθε ομάδα Δέλτα που φιλοδοξεί να επιτηρεί περιοχές των πόλεων και να προλαμβάνει το έγκλημα, το μόνο που επιτυγχάνει τελικά είναι να αποτελεί έναν ακόμη κινητό στόχο των κάθε λογής παραβατικών. Η βία, ειδικά στους δρόμους της πρωτεύουσας, δεν πρόκειται να εκλείψει με τις πεζές ή μη περιπολίες αστυνομικών, με λίγα λόγια βοηθούσης της καταστολής. Η βία είναι συνυφασμένη με την κοινωνική αδικία και την ανισότητα που συμβάλλουν αποφασιστικά στην όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και κατ’ επέκταση στην καταφυγή στο έγκλημα. Και οι εποχές για την Ελλάδα είναι από τραγικές μέχρι οδυνηρές. Πολλοί μιλούν και δη αθυρόστομα για εισαγόμενο έγκλημα και ληστείες προερχόμενες αποκλειστικά και μόνο από «αλλοδαπούς», Κηρύττουν ανενδοίαστα την εκδίωξή τους και την γκετοποίησή τους, προκειμένου ο έλεγχος να είναι πιο αποτελεσματικός. Το κακό είναι ότι την άποψη αυτή ενστερνίζεται και ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού, που κρατά εχθρική στάση απέναντι στους ξένους. Η επίσημη Πολιτεία σχεδόν κωφεύει και πολλά ΜΜΕ συγκροτούν ρατσιστικό λόγο. Έχει λοιπόν κανείς να αντιμετωπίσει τη δυσπιστία ενός τμήματος του κόσμου απέναντι στους μετανάστες, αλλά ταυτόχρονα και την επικίνδυνη ακροβασία του κράτους που πελαγοδρομεί στη διαχωριστική γραμμή της ανέχειας, ανεκτικότητας ή ανοχής με την παραβατικότητα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια φιλομεταναστευτική πολιτική αλλά μονάχα πειραματισμό λόγω έλλειψης συγκροτημένης πολιτικής. Το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα έχει πλέον υπερβεί τα εσκαμμένα και η Πολιτεία δεν δείχνει αποφασισμένη να το αντιμετωπίσει. Ενώ γνωρίζει, από τη μία, τις αιτίες που το δημιουργούν, αδυνατεί, από την άλλη, να συγκροτήσει τους κατάλληλους μηχανισμούς εξάλειψής του. Αυτό είναι βέβαια άμεσα εξαρτώμενο από την άσκηση των πολιτικών αλλά και τη μη προληπτική παρέμβαση στους χώρους εκδήλωσής του, από τη μη διαθεσιμότητα, με λίγα λόγια, της Πολιτείας να παρέμβει στο κακό εν τη γενέσει του. Η απουσία της Πολιτείας στην Εκπαίδευση και την Παιδεία, η μη συμφιλιωτική παρότρυνση απέναντι στο «ξένο» στοιχείο που ήδη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του πληθυσμού και προσφέρει πολλά στην ελληνική οικονομία, τα τεράστια κενά στην οικονομία αλλά και οι κάθε είδους ανισότητες που εξακολουθούν να αποτελούν το σύμβολο της παραβατικής αντιπαράθεσης με το κράτος, τα κυκλώματα προστασίας και διακίνησης ναρκωτικών που δρουν κάτω από τη μύτη ή σε κάποιες των περιπτώσεων ακόμη και με τις «ευλογίες» των αστυνομικών αρχών, δημιουργούν ένα εφιαλτικό σκηνικό που επάνω του στοιχειοθετείται η όποια εκδήλωση βίας που ξεκινά από τη ληστεία και καταλήγει στο έγκλημα. Μιλάμε για μια Ελλάδα λοιπόν που πέρα από τις άλλες της αρνητικές επιδόσεις, πρωταγωνιστεί στην παραβατικότητα, τις ληστείες και την διάπραξη εγκλημάτων από οικονομικούς λόγους. Το πρόβλημα αυτό, όσο περνά ο καιρός μεγιστοποιείται και προσλαμβάνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Η Πολιτεία επιλέγει την καταστολή και όποιον πάρει ο χάρος. Μη κάνοντας διακρίσεις αναφορικά με τα κίνητρα των ληστειών, με στόχο απλά και μόνο να παρουσιαστεί «έργο» από το αρμόδιο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, οι Αρχές αντιμετωπίζουν ολοένα και πιο βίαια την παραβατικότητα, που με τη σειρά της γεννά νέες μορφές βίαιης δράσης προκειμένου να διαφύγει του στενού αστυνομικού κλοιού, που θα το τονίσω για άλλη μια φορά, φέρεται αυταρχικά κατά δικαίων και αδίκων. Θα απορήσει βέβαια κανείς για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί τελικά – αν όχι με αυτό τον τρόπο - η παραβατικότητα. Αντερωτώ: ποια τα ως τώρα αποτελέσματα από την ύπαρξη εντατικών αστυνομικών περιπολιών; Μήπως περιορίστηκε το ποσοστό ληστειών ή καταπολεμήθηκε αποτελεσματικά το ναρκεμπόριο και η σωματεμπορία; Μήπως στόχος είναι μονάχα η παρουσίαση κάποιων θετικών ποσοστών σε παράνομες ενέργειες που ούτως ή άλλως θα αποτύγχαναν λόγω της απειρίας των δραστών; Πόσο τελικά διορθώθηκε η κατάσταση όταν στους δρόμους όχι απλά γίνεται εμπόριο ναρκωτικών αλλά η σάρκα ξεπουλιέται ακόμη και με δέκα ευρώ σε συνοικίες που απέχουν μόλις μερικά μέτρα από το «ιστορικό» κέντρο της πρωτεύουσας; Μήπως σε τελική ανάλυση, το ανεξέλεγκτο παρεμπόριο χτυπήθηκε στο ξεκίνημά του ή οι όποιες μικροληστείες περιορίστηκαν από την επιδεικτική εμφάνιση ομάδων τύπου Δέλτα; Σε καμία περίπτωση. Η βία συνεχίζει να κάνει την εμφάνισή της είτε με τη μορφή κλοπών, είτε ενδοοικογενειακά, είτε ακόμη και στους αθλητικούς χώρους, που τώρα τελευταία έχουν γίνει θέατρο οπαδικών επιχειρήσεων. Το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη δεν θα έπρεπε λοιπόν να λέει πολλά γιατί αυτή η βία παρουσιάζει έξαρση. Ούτε να κομπάζει ότι κατέστειλε δύο ή τρεις ενέργειες για το θεαθήναι. Η εγκληματικότητα και η παραβατικότητα στην Ελλάδα δεν αντιμετωπίζονται με ολοένα και μεγαλύτερη καταστολή που έχει συνήθως αποδέκτες συγκεκριμένους ιδεολογικούς χώρους. Είναι ζήτημα κοινωνικού σχεδιασμού και προληπτικής ικανότητας της Πολιτείας. Κοινώς, μέχρι να οπλίσεις το χέρι του αστυνομικού, θα πρέπει πρώτα να τον έχεις μάθει να μην το χρησιμοποιεί. Σε διαφορετική περίπτωση, τα αποτελέσματα θα εξακολουθούν να είναι οδυνηρά και κανείς δεν θα μπορεί να μιλά για τιθάσευση της παραβατικότητας. Που έχει άγραφους κανόνες και νόμους απέναντι σε μια Πολιτεία που αδυνατεί να τους συλλάβει.