Πριν από καιρό έλαβα αφιέρωση βιβλίου από τον κ. Νικόλαο Κ. Μπλαντή, αγαπητό και επιστήθιο φίλο συσπουδαστή μου στην Παιδ/κή Ακαδημία Λάρισας, με τίτλο «Κονισκός Τρικάλων».
Δυστυχώς εκείνες τις ημέρες, λόγοι υγείας μου, δεν μου επέτρεψαν να ασχοληθώ με τη μελέτη του και επεξεργασία του, πολύ περισσότερο με το να γράψω κάτι για την παρουσία του.
Διαβάζοντας σήμερα, ή βαθαίνοντας στο σοβαρό, περιεκτικό και μεγάλης αξίας περιεχόμενό του, μένω έκπληκτος από την υπομονή και επιμονή που χαρακτηρίζει το συγγραφέα, ο οποίος κατόρθωσε να περιμαζέψει όλον αυτόν τον πολιτιστικό θησαυρό του χωριού του και να τον τακτοποιήσει με αξιέπαινη σειρά και τάξη. Ιδιαίτερα με εξέπληξε βαθύτατα η απλότητα έκφρασης και η γλωσσική ροή, πάνω σ’ όλη αυτή την ιστορική διαδρομή, για τα γεγονότα στο χωριό του τον Κονισκό, έδρα του Δήμου Τυμφαίων, με όλα τα ήθη και έθιμα, και τις παραδόσεις, τα οποία αποτελούν ορυχείο ανεξάντλητο πολιτιστικής κληρονομιάς για τους μεταγενεστέρους.
Το πόνημα αυτού του φίλου μου, περιέχει ιστορικό και λαογραφικό θησαυρό, πίστη στην παράδοση, ήθη και έθιμα, την πολιτιστική κουλτούρα των κατοίκων αλλά και τον πολιτισμό και τον τρόπο ζωής τους. Με όλα αυτά ο συγγραφέας δικαιώνει το ρόλο του για τη συγγραφή της ιστορικοκοινωνιογραφικής μελέτης και έρευνας, όπως επισημαίνει και ο ίδιος, η οποία είναι άξια συγχαριτηρίων για να επιβραβευθούν οι κόποι του.
Το περιεχόμενο του βιβλίου τούτου φέρει την προσωπική σφραγίδα του Νικ. Κ. Μπλαντή, που χρόνια κουράστηκε να συλλέξει όλους αυτούς τους θησαυρούς από πηγές, που ίσως δεν εξυπηρετούσαν το σκοπό του, από διηγήσεις γεροντοτέρων, σκόρπια μηνύματα και ενθυμίσεις, τους οποίους γνώρισε, συναναστράφηκε και έζησε από την παιδική του ηλικία, μέχρι σήμερα.
Σε όλη αυτή τη διαδρομή αντιμετώπισε μεγάλη δυσκολία γιατί, όπως λέγει και ο ίδιος, το χωριό του βρίσκεται καλυμμένο στα δένδρα του βουνού και παραμένει άγνωστο, πάντα σιωπηλό και ήσυχο να συνεχίζει τη ζωή του. Φιλοξένησε και φιλοξενεί φάρες ανθρώπων στην αγκαλιά του αλλά καμιά μελέτη δεν έχει γίνει γνωστή για τη ζωή του.
Επιφυλακτικός από ταπείνωση παρουσιάζεται ο συγγραφέας για όσα επιχειρεί και γράφει με «μίτο» την παράδοση και τις πληροφορίες των παλαιοτέρων. Πιστεύει πώς η πληροφόρηση όσο προσεκτική και αν είναι, δεν είναι πλήρης, γιατί η αχλύ των ημερών και ο κορνιαχτός των αιώνων, κάνουν πολύ δύσκολη την έρευνα. Αποτολμάει όμως με την πεποίθηση ότι θέτει τη βάση να περισωθούν πολλά και με την ελπίδα να γίνουν αυτά αφορμή για νέα δημιουργία σε μελλοντικό ερευνητή.
Είμαι της γνώμης πώς τέτοιες προσπάθειες συνεισφέρουν αποτελεσματικά στη διατήρηση αγαθών που κρύβει η ελληνική παράδοση, η ιστορία μας και ο πολιτισμός μας. Διακατέχουν τα αγαθά αυτά ξεχωριστή θέση για όλους μας. Γιατί πηγάζουν από τη ζωή μας, τις ρίζες και τα ριζώματά μας. Αποτελούν θεμέλια ράτσας αλλά και φυλής. Αυτά βεβαιώνουν την παρουσία μας και την ταυτότητά μας.
Πρέπει να μιλούμε με αξιοπρέπεια, σεβασμό και τιμή για παράδοση και ιστορία. Πρέπει να είναι αναγκαία αρετή για τον καθένα μας. Γιατί οι μνήμες κρύβουν ιστορία λαού. Ο λαός επάνω τους κτίζει την ταυτότητά του. Γιατί πολιτισμός είναι η πίστη μας, η ιστορία μας και η παράδοσή μας, και δεν παζαρεύεται ούτε πουλιέται. Λαός που θα αδιαφορήσει είναι καταδικασμένος να χαθεί.
Ο φίλος μου, Νίκος δικαιολογείται να κάνει τη σκέψη ότι όλα αυτά, αν δεν γραφούν και δεν δημοσιευθούν, θα χάσουν την αξία τους και θα λησμονηθούν, όσα τυχόν περάσουν άγραφα στους νεότερους. Θα περάσουν στη σφαίρα του μύθου και κανένας πιά δεν θα πιστεύει, γιατί όλο και θα μακραίνει το παρελθόν τους. Έτσι θα μένει μια αμυδρή ανάμνηση, ένα παραμύθι, ότι κάποτε υπήρξε ένα χωριό με το όνομα «Κονισκός», έδρα του Δήμου Τυμφαίων.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν μια πικρή αλήθεια. Τα χωριά μας φθίνουν συνεχώς και οι χωρικοί μας χάνονται. Περπατάς στους δρόμους χωριού διαβαίνοντας τις γειτονιές και δεν βλέπεις πουθενά παιδιά. Δεν συναντάς νέους ανθρώπους παρά μόνον υπερήλικες και αυτοί λιγοστοί. Στις κορυφές, στα πλάγια και τα λιβάδια δεν βόσκουν πια τα κοπάδια ούτε κατηφορίζουν αγέλες από το βουνό. Θέλεις να μιλήσεις, να πεις καλησπέρα, να φωνάξεις κάποιον αλλά δεν υπάρχει κανείς εδώ ούτε και από τους συνομηλίκους σου. Οι αυλές και τα σπίτια είναι κλειστά και αμπαρωμένα. Οι αλάνες χορταριασμένες. Το σχολείο κλειστό, χωρίς δασκάλους, αποτελεί πλέον μουσείο.
Χάνεται η ζωή στο χωριό. Τη ρουφάει η αστυφιλία. Οι συνάνθρωποί μας εγκαταλείπουν τον παράδεισο και κλείνονται στο διαμέρισμα της πόλης. Συνεχώς απομακρύνονται μεταξύ τους και θα έρθει καιρός που δεν θα γνωρίζουν τη ράτσα τους.
Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να πούμε και για την καλαίσθητη έκδοση του βιβλίου και να εξάρουμε τη γλαφυρότητα γραφής με την οποία ο συγγραφέας παραθέτει όλα τα στοιχεία της έρευνάς του.
Φίλε Νίκο, σ’ ευχαριστώ για την αφιέρωση του βιβλίου σου και για τα καλά σου λόγια και τη μακρόχρονη φιλία μας. Δέξου και συ από μένα τα θερμά μου συγχαρητήρια σαν επιβράβευση των μακρόχρονων κόπων σου.
Γεώργιος Β. Νταφούλης
Συν/χος δάσκαλος