Μέχρι το 1980, όπως είναι γνωστό, τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος ήταν έννοιες που δεν απασχολούσαν σοβαρά ούτε τις κυβερνήσεις ούτε άλλους θεσμικούς οικονομικούς παράγοντες του τόπου μας. Οι εκκρεμότητες τακτοποιούνταν από έτος σε έτος και οι κυριότερες προσπάθειες στρέφονταν στην εξυγίανση του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών. Τα δάνεια λιγοστά και μόνον για εκτέλεση παραγωγικών έργων. Το πρώτο σημαντικό για την Ελλάδα δημόσιο χρέος εμφανίζεται το 1981, μόλις ξεπερνώντας τα 600 δισεκατομμύρια δρχ. (κάτι ολιγότερο από 2 δισεκατομμύρια ευρώ). Από το 1981 και μετά τα πράγματα αλλάζουν. Παρά τις εισροές των άφθονων χρηματοδοτήσεων των ευρωπαϊκών πλαισίων στήριξης προς την οικονομία μας, το δημόσιο χρέος δεκαπλασιάζεται στα τέλη της δεκαετίας του ’80, χωρίς να ανησυχεί κανείς και χωρίς να λαμβάνονται κάποια στοιχειώδη μέτρα για τον περιορισμό της αυξητικής τάσης αυτού. Με την πάροδο του χρόνου το χρέος γιγαντώνεται, κάπως προστίθενται σ’ αυτό και οι τόκοι των πρώτων δανείων, με αποτέλεσμα να δανειζόμαστε για να πληρώνουμε τα τοκοχρεωλύσια και μόνον, για να εξυπηρετούμε δηλαδή το χρέος και όχι για να αναπτύσσουμε την οικονομία μας. Έτσι ξεπεράσαμε σήμερα τα 300 δισ. ευρώ χρέος, ένα ποσό που για πολλές δεκαετίες θα μας τρομάζει, θα συνθλίβει κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια, θα μας είναι ένας μόνιμος βρόχος στο λαιμό μας, που θα καταπνίγει την ανάσα μας. Το γεγονός ότι πολλές χώρες είναι φορτωμένες με τεράστια δημόσια χρέη, χωρίς να ανησυχούν σοβαρά, δεν πρέπει να μας παρηγορεί, γιατί, τηρουμένων των αναλογιών, οι χώρες αυτές έχουν ισχυρότερες οικονομίες και μπορούν ευκολότερα να απαλλαγούν από τον βραχνά αυτόν της σύγχρονης παθογένειας των οικονομιών.
Στη χώρα μας, όπου οργιάζει η παραπληροφόρηση, οι ιθύνοντες αυτού του τόπου και τα ΜΜΕ δεν κάθισαν ποτέ να ενημερώσουν υπεύθυνα τον λαό και να του εξηγήσουν, ποια είναι τα αίτια της υπερχρέωσης της οικονομίας μας. Ακολουθούν την πεπατημένη, ρίχνοντας το βάρος της κακοδαιμονίας μας ο ένας προς τον άλλο για ευνόητους λόγους. Καλλιεργήθηκε τέτοιο κλίμα, που ο πολύς ο κόσμος πίστεψε ότι τα κρατικά ταμεία ήταν γεμάτα και κάποια νύχτα μπήκαν κλέφτες σ’ αυτά, σήκωσαν όλα τα χρήματα και εξαφανίστηκαν ή κυκλοφορούν ανάμεσά μας χωρίς αίσθημα ενοχής και χωρίς ίχνος εντροπής. Ακόμα και στο εξωτερικό σχημάτισαν την πεποίθηση αυτή και γι’ αυτό οι ξένοι ερωτούν με απορία τους υπουργούς μας: «Καλά, δεν πιάσατε κανέναν για να τον βάλετε φυλακή;». Και οι δικοί μας απαντούν: «Συγκροτήσαμε εξεταστικές επιτροπές στη Βουλή και ψάχνουμε να βρούμε αυτόν που θα πληρώσει τον λογαριασμό»! Εν τω μεταξύ ο λαός φωνάζει «φέρτε πίσω τα κλεμμένα» και δεν είναι διατιθεμένος να πληρώσει τα σπασμένα των άλλων. Ποιος όμως τελικά θα πληρώσει;
Όπως αποδεικνύεται από τη διεθνή πρακτική, διαφθορά υπάρχει σ’ όλον τον κόσμο. Στη χώρα μας όμως παραϋπάρχει. Πλήρη περί τούτου γνώση έχει ο λαός. Όλοι γνωρίζουν από τις ερχόμενες κάθε μέρα στο φως περιπτώσεις, σε ποιους κυρίως χώρους «ανθεί» η σήψη και η διαφθορά. Όλοι έχουν κατά νου τους, ότι αν δεν βάλουν το χέρι στην τσέπη τους τίποτε το ευνοϊκό δεν πρέπει να περιμένουν. Ακόμα και για νομιμότατα αιτήματα τίποτα δεν προχωράει, αν δεν επικολληθεί στην αίτηση το γρηγορόσημο! Αυτά είναι γνωστά και απογοητευτικά, καθώς δεν φαίνεται καμιά σοβαρή προσπάθεια πάταξης του αισχρού αυτού φαινομένου. Όμως η διαφθορά αυτή γίνεται με χρήματα των ιδιωτών και δεν αφορά στο δημόσιο χρήμα, που ψάχνουμε όλοι να βρούμε, ποιος το έφαγε και φθάσαμε σήμερα στο χείλος του γκρεμού και στην έσχατη απελπισία. Ένα ποσόν από το δημόσιο χρήμα θα φαγώθηκε ασφαλώς από κάποιους πολιτικούς και μη, που «διευκόλυναν» με το αζημίωτο φυσικά την κατάρτιση συμβάσεων προμηθειών και εκτέλεσης έργων. Δεν μπορεί όμως το ποσό αυτό να είναι τέτοιο που να τίναξε στα δυσθεώρητα ύψη το δημόσιο χρέος, το οποίο μαζί με τα δημοσιονομικά ελλείμματα τροφοδοτήθηκε κυρίως από το γεγονός της εγκληματικής δυσαναλογίας μεταξύ εισπράξεων και δαπανών και της προκλητικότατης σπατάλης. Πάντοτε δηλαδή ελλειμματικά τα έσοδα συνεπεία ανυπαρξίας καταλλήλου και αποδοτικού μηχανισμού είσπραξης των φόρων, με αποτέλεσμα να χάνονται δισεκατομμύρια ευρώ κατ’ έτος από τη φοροδιαφυγή, αλλά και όργιο σπατάλης από το άλλο μέρος, που διεύρυνε συνεχώς τη διαφορά μεταξύ εσόδων – εξόδων. Έτσι βρήκαμε τον εύκολο τρόπο του δανεισμού για κάλυψη δυστυχώς της κατανάλωσης που μας οδήγησε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και της αναξιοπιστίας.
Πώς λοιπόν να ισοσκελίσουμε τους προϋπολογισμούς μας και πώς να περισσεύσουν χρήματα για ανάπτυξη και κοινωνική πολιτική, όταν ξοδεύουμε για εξοπλισμούς δυσανάλογα προς την αντοχή μας ποσά, όταν διεξάγουμε τους πιο πολυτελείς Ολυμπιακούς Αγώνες, που έγιναν ποτέ, όταν ξοδεύουμε για φάρμακα και περίθαλψη τέσσερις φορές επάνω από το κανονικό, όταν αμείβουμε με παχυλότατες αποζημιώσεις χιλιάδες μέλη επιτροπών και συμβούλους, που δεν χρειάζονται, όταν καταβάλλουμε σε κάποιες κατηγορίες υπαλλήλων αστρονομικά ποσά για εφάπαξ, όταν χορηγούμε συντάξεις σε πρόσφυγες χωρίς τη μεταφορά των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων, όταν απλόχερα δίνουμε συντάξεις σε ομογενείς και άλλους πριν καλά – καλά πατήσουν το πόδι τους στην Ελλάδα, καθώς και αμέτρητες συντάξεις σε αναπήρους «μαϊμούδες», όταν επιδοτούμε χιλιάδες ιδρύματα και συλλόγους για να κόβουν μια πίτα κάθε νέο έτος, όταν διαθέτουμε εκατοντάδες χιλιάδες εισιτήρια κοινωνικού τουρισμού, χωρίς να έχουμε εξασφαλίσει τη σιγουριά των πόρων, όταν καταβάλλουμε τεράστια ποσά για επιδόματα της πλάκας και για υπερωρίες που δεν γίνονται, όταν… , όταν και όλα αυτά με δανεικά; Δανεικά παίρνουν για παραγωγικές επενδύσεις και όχι για κατανάλωση. Φθάσαμε στο σημείο να δανειζόμαστε για την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων και όχι για την προκοπή του τόπου μας. Τώρα ας ψάξουμε όλοι μαζί να βρούμε τον πληρωτή του λογαριασμού. Θα τον βρούμε άραγε, ώστε να κάνουμε μετά την αρχή για περισυλλογή και νοικοκύρεμα; Σαν απίθανο φαίνεται.
* Ο δρ. Ι. Παπαδημόπουλος είναι δικηγόρος, πρώην βουλευτής της ΝΔ