«Βαριοπούλα» είναι κωδική ονομασία μιας στρατιωτικής συνωμοσίας, του 2003, η εξέλιξη της οποίας, θα προκαλούσε θερμό επεισόδιο, καταρρίπτοντας τουρκικό αεροσκάφος στο Αιγαίο με τρόπον ώστε να φαινόταν ότι το κατέγραψε η Ελλάδα και στην αναταραχή, που θα επακολουθούσε στο εσωτερικό της Τουρκίας, οι στρατιωτικοί θα έβρισκαν έτσι την ευκαιρία να ανέτρεπαν την κυβέρνηση Ερντογάν, ως ανίκανη και αδύναμη, να προστατέψει τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας τους. Μέχρι στιγμής κατηγορίες για εμπλοκή στο σχέδιο αυτό, έχουν απαγγελθεί επισήμως σε 33 στρατιωτικούς και έχουν προφυλακισθεί δύο Στρατηγοί ε.α. (πρώην Αρχηγός της τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας – Διοικητής των Ειδικών Δυνάμεων).
Παρά τη διαφαινομένη σχετική ηρεμία και του συμβιβασμού, που έχει επέλθει με τον ισορροπητή αρχηγό των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων (ΤΕΔ), Στρατηγό Μπασμούγ, όλα παραμένουν ρευστά, παρότι φαίνεται να βγαίνει νικητής στο σημείο ο Ερντογάν. Εν τούτοις όμως, οι στρατιωτικοί, που θεωρούν τους εαυτούς τους θεματοφύλακες, της παρακαταθήκης, των αρχών και αξιών του Κεμάλ Ατατούρκ, ιδρυτού της σύγχρονης Τουρκίας, δεν φαίνεται να τα βάζουν κάτω και αυτή, η εσωτερική διαπάλη και διαμάχη, για το ποιος έχει και ασκεί την εξουσία, θα διαρκέσει πολύ ακόμα και θα πάει πολύ μακριά, με άγνωστες προς το παρόν προβλέψεις.
Το 1960 με στρατιωτικό πραξικόπημα, που ηγήθη ο Στρατηγός Γκιουρσέλ, συνελήφθησαν και καταδικάσθηκαν για εσχάτη προδοσία ως εχθροί του Κεμαλισμού και απαγχονίσθηκαν, ο Πρωθυπουργός Ατνάν Μεντερές και δύο υπουργοί. Το 1970 με ιδιότυπο πραξικόπημα, που πραγματοποίησε ο στρατός προειδοποίησε γραπτώς με σημείωμα, τον Πρωθυπουργό Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, να παραιτηθεί πράγμα, που ασμένως έπραξε. Το 1980 πάλι με στρατιωτικό πραξικόπημα, που ηγήθη η χούντα του Στρατηγού Εβρέν, ανέτρεψε την κυβέρνηση Ετσεβίτ και πέρασε μέσα σε τρία χρόνια κάπου 800 αναγκαστικούς νόμους και υιοθέτησε ένα αυταρχικό σύνταγμα, που ισχύει και σήμερα με το οποίο λειτουργεί μια κατ’ επίφαση Δημοκρατία. Το 1997 οι ένστολοι πασάδες (Στρατηγοί), έβγαλαν μια βόλτα τα τανκς στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και ο Ισλαμιστής Πρωθυπουργός, πνευματικός πατέρας του Ερντογάν, Νεχμεντίν Ερμπακάν, έλαβε το μήνυμα και παραιτήθηκε.
Στην Τουρκία παράλληλα με την κυβέρνηση (Υπουργικό Συμβούλιο) λειτουργεί και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, στο οποίο συμμετέχουν μετά ψήφου εκτός του Πρωθυπουργού και βασικών υπουργών και οι αρχηγοί των Επιτελείων, των ΤΕ και της Στρατοχωροφυλακής. Συνέρχεται μια φορά τον μήνα υπό την προεδρία του προέδρου της Δημοκρατίας και υπαγορεύει στην κυβέρνηση, τις πολιτικές, που πρόκειται να ακολουθήσει, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, σε μείζονα και κρίσιμα σημεία και ιδιαίτερα, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.
Καθοριστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Τουρκίας, έχει και το Συνταγματικό Δικαστήριο, που αποτελείται από 13 μέλη, που ορίζονται απευθείας με απόφαση του εκάστοτε προέδρου της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα τα σημερινά, να ανήκουν όλα στο βαθύ Κεμαλικό κράτος και με τις παρεμβάσεις του, δημιουργεί σοβαρά εμπόδια, στο νομοθετικό έργο της κυβέρνησης, ακυρώνοντας νόμους, που δεν είναι συμβατοί και βατοί με τις παρακαταθήκες του Κεμάλ Ατατούρκ. Ακύρωσε το νόμο, που επέτρεπε την είσοδο με μαντίλα των φοιτητριών στα Πανεπιστήμια. Πρόσφατα έθεσε εκτός νόμου ένα φιλοκουρδικό κόμμα. Μέχρι τώρα έχει διαλύσει 35 κόμματα. Το 2008 με μία ψήφο διαφορά, γλίτωσε τη διάλυση και το κυβερνών κόμμα της Δικαιοσύνης και ανάπτυξης, του Πρωθυπουργού Ρετζίπ – Ερντογάν, ο οποίος αντιδρώντας γι’ αυτό, δήλωσε ότι, στην Τουρκία υπάρχει νεκροταφείο κομμάτων.
Όπως βλέπουμε πάνω από την κυβέρνηση λειτουργούν θεσμοθετημένα τα δύο αυτά όργανα (Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας – Συνταγματικό Δικαστήριο), τα οποία στην ουσία κυβερνούν, εκ του παρασκηνίου την Τουρκία. Η λαϊκή κυριαρχία και ότι η εξουσία πηγάζει από το λαό και λειτουργεί υπέρ αυτού, δεν φαίνεται να ισχύουν, για τη χώρα αυτή. Θεματοφύλακας της τουρκικής πολιτικής, ήταν και φαίνεται να παραμένει ακόμα, δεν ξέρουμε όμως έως πότε ο τουρκικός στρατός.
Αυτή τη στιγμή ο Ερντογάν, βλέπει ότι έχει τη λαϊκή υποστήριξη, διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να επιφέρει όλες εκείνες τις μεταρρυθμίσεις, που έχει ανάγκη η Τουρκία και προχωρά, πολύ προσεκτικά σε μια ήπια σύγκρουση, με το βαθύ κράτος, τροποποιώντας το χουντικό σύνταγμα ώστε, να περιέλθει η εξουσία στα χέρια του λαοπρόβλητου Πρωθυπουργού και όχι σε αυτά των πασάδων (Στρατηγών), που δεν τους ανήκει και προσπαθούν με νύχια και με δόντια, να κρατήσουν τα κεκτημένα, τα οποία δεν είναι λίγα. Αυτή τη φορά όμως βλέπουν ότι δεν υπάρχουν οι συγκυρίες να κατεβάσουν τα τανκς στους δρόμους των πόλεων, γιατί απέναντί τους δεν είναι ο Ερμπακάν, αλλά ένας πετυχημένος Πρωθυπουργός, που φιλοδοξεί η ιστορία να τον βάλει δίπλα στον Ατατούρκ και ως εκ τούτου δεν έχουν, παρά αργά ή γρήγορα να υποχωρήσουν και να συμβιβασθούν με την πραγματικότητα.
Ένα παραμφερές με αυτό της «Βαριοπούλας» σχέδιο, με κωδική ονομασία «Προμηθέας», για να γνωρίζουν οι νεώτεροι, ίσχυσε για τη χώρα μας τη δεκαετία του 1960, το οποίο σκοπό και αποστολή είχε την προστασία και την αποκατάσταση της δημόσιας τάξης, σε περίπτωση, που αυτή θα διασαλεύετο, από εσωτερικούς κινδύνους, δηλαδή κομμουνιστική εξέγερση. Εάν λειτουργούσε και υπήρχε τότε πραγματική Δημοκρατία στη χώρα μας, όπως το ίδιο συμβαίνει τώρα και στην Τουρκία, τέτοιο σχέδιο, δεν θα ήταν δυνατόν ποτέ, να εκπονηθεί, πολύ δε περισσότερο να εφαρμοσθεί. Αυτό εκμεταλλεύθηκαν την εποχή εκείνη (21-4-1967) οι Συνταγματάρχες και κατέλαβαν πραξικοπηματικά την εξουσία στην Πατρίδα μας, έγιναν κύριοι της όλης κατάστασης και δυστυχώς και της χώρας μας, με τα γνωστά σε όλους μας, καταστροφικά αποτελέσματα γι’ αυτή και τελικά, τη νύφη την πλήρωσε η μαρτυρική διχοτομημένη και ακρωτηριασμένη Κύπρος.
Αξιολογώντας τώρα την εσωτερική κατάσταση της Τουρκίας, βλέπουμε σήμερα να βρίσκεται εκεί, που ήταν η χώρα μας τη δεκαετία του 1960, όπως ήταν τα γεγονότα της αποστασίας (15 Ιουλίου 1965) και τη συνταγματική εκτροπή του τέως Βασιλιά Κωνσταντίνου και στη συνέχεια την επέμβαση των Συνταγματαρχών την 21-4-1967 και ένεκα τούτου την επτάχρονη δικτατορία, που έληξε με μια δεύτερη Μικρασιατική καταστροφή, αυτή τη φορά της Κύπρου.