Ο βαθύς στοχαστής που παρομοίασε το κεφάλαιο με το ποδήλατο δικαιώνεται για την παρομοίωσή του. Το ποδήλατο πρέπει να κινείται διαρκώς για να μη χαθεί η ισορροπία και το κεφάλαιο πρέπει να βρίσκεται σε κίνηση διαρκώς: σωρευτικά και επεκτατικά. Αυτή είναι η «φύση» του και αυτή ορίζει τον «νόμο» της κίνησής του: η συνεχής επιταχυνόμενη μεγέθυνση.
Τα τελευταία 30 χρόνια, όμως, κάτι άλλαξε. Είναι η ταχύτητα της κίνησης του κεφαλαίου που μεγάλωσε και το διάνυσμά της, που έγινε πια παγκόσμιο. Πριν τριάντα χρόνια οι όποιες μεταβολές έδιναν έναν χρόνο εξοικείωσης, αναπροσαρμογής και αναδιάταξης. Φαινόταν προσιτή η αποδοχή της αλλαγής. Σήμερα, αυτό έγινε δύσκολο, αν όχι αδύνατο για πολλούς. Περνώντας, με πολύ γρήγορους ρυθμούς από τις «οικονομίες της αγοράς» στις «κοινωνίες της αγοράς», πιέζοντας τις όποιες «κοινωνίες πολιτών», ο ποδηλάτης πιέζεται, αγκομαχάει πλέον.
Το άτομο-ποδηλάτης κινείται σε ανταγωνιστικό περιβάλλον. Πάντα προς τα «πάνω» και προς τα «εμπρός». Χωρίς στάση, χωρίς μια ανάσα. Με τη γλώσσα έξω, ασθμαίνοντας, τρέχει να αποκτήσει το «συγκριτικό πλεονέκτημα» για να αποκτήσει ισχύ επιβίωσης. Να προλάβει τον διπλανό και να αντιπαρατεθεί στον απέναντι. Δυο πράγματα τον δυναμώνουν. Τον ντοπάρει ο φόβος και η ανασφάλεια, ενώ το κυνήγι του κέρδους δρα σαν αναβολικό. Δεν είναι μόνος, και οι άλλοι ποδηλάτες το ίδιο κάνουν, όλοι, μικροί και μεγάλοι. Από νηπιακή ηλικία, εξ απαλών ονύχων...
Ξεκίνησε αυτό το σημείωμα με την σκέψη σε έναν νέο άνθρωπο... overqualified, «υπερπροσοντούχο» στα νεοελληνικά. Διαλέξτε όποιον όρο προτιμάτε: ο αγγλικός φαίνεται πιο οικείος πλέον... ο ελληνικός καθιερώνεται γρήγορα. Και οι δυο αναφέρονται στον ίδιο νέο άνθρωπο, της «διπλανής πόρτας», αυτόν που με αδιάκοπη προσπάθεια, από τα μικράτα του, υπερβάλλει εαυτόν. Αυτόν που, με ομολογημένο ή ανομολόγητο άγχος, προσπαθεί να αποκτήσει τα «συγκριτικά πλεονεκτήματα». Αυτόν που, με ορθοπεταλιά, προετοιμάζεται να πλειοδοτήσει σε προσόντα και να μειοδοτήσει σε απαιτήσεις εργασιακής ανταμοιβής. Αν διακρίνεται η φιγούρα του «απασχολήσιμου» είναι σωστό.
Στην «κοινωνία της αγοράς» ο overqualified (με το συμπάθιο, αλλά το αγγλικό με... διευκολύνει να κατανοήσω αυτό που ακόμα ξενίζει), ο overqualified, λοιπόν, με το που καβαλάει το ποδηλατάκι με τρεις τροχούς, ή με τους δυο-πίσω βοηθητικούς, αρχίζει την άσκηση για το ποδήλατο της ζωής του. Οι «αυξημένες απαιτήσεις» της ζωής και η «απόκτηση δεξιοτήτων» καθορίζουν: σχολικά μαθήματα, εξωσχολικά συμπληρώματα, φροντιστήρια πολυποίκιλα, (ως και «σωσίβια επιβίωσης» διαφημίζονται για τους υποψηφίους των πανελλαδικών...), γλώσσες σωρηδόν, γυμναστήρια και χόμπι, όλα σε ρυθμούς και εντάσεις... ορθοπεταλιάς.
Στην «κοινωνία της αγοράς» οι... ποδηλατικές διαδρομές είναι προκαθορισμένες. Επαγγελματική σταδιοδρομία «χαλαρή» δεν νοείται. Όπως δεν θα νοείται πλέον (οσονούπω...) αγρότης χωρίς laptop. Όπως είναι αδιανόητο γιατρός χωρίς δυο-τρία μεταπτυχιακά... Αν ξεκαβαλήσεις το ποδήλατο, κουρασμένος ή ανήμπορος, μένεις «πίσω». Αμείλικτο, αλλά μόνο προς τα «εμπρός και γρήγορα» υπάρχει κίνηση. Όπισθεν το ποδήλατο δεν διαθέτει. Και η στάση για λίγο, με επιτόπια ισορροπία, για λίγο εξισορροπητικό στοχασμό είναι δύσκολη... Ούτε την προβλέπει μια «δια βίου» ταχύρυθμη εκπαίδευση...
Διασχίζοντας το διάστημα από το απρόσωπο δυναμικό «κεφάλαιο» μέχρι τον δυναμισμό που απαιτεί από τον «ποδηλάτη» είναι εύκολο να παγιδευτεί κανείς σε μια θέση μοιρολατρίας: του αναπόφευκτου, δηλαδή, ετεροκαθορισμού του, της αδυσώπητης νομοτέλειας που επιβάλει το «σύστημα». Λάθος! Είναι σαν να αφήνεις το τιμόνι του ποδήλατου... Πέφτεις! Εκτός από λίγους, που το επιχειρούν διασκεδάζοντας, κι αυτοί για λίγο... Δεν είναι υπόδειξη, αλλά διαπίστωση: μοιάζει με καταναγκασμό το «ποδήλατο», είναι καταναγκασμός, αλλά το τιμόνι του ένας το κρατά, και με δική του ευθύνη! Μόνος, ναι!
Εξίσου αποπροσανατολιστική μπορεί να γίνει και η σύντροφος-νοσταλγία. Αυτή που, φιλτράροντας το παρελθόν, μπορεί να απαλύνει το παρόν και τις αινιγματικές δυσκολίες του. Γιατί είναι δύσκολες, όχι όμως και μάταιες οι συγκρίσεις ανάμεσα σε καταστάσεις που ζήσαμε μ» αυτές που ζούμε τώρα. Ή, μ’ αυτές που αφουγκραζόμαστε να έρχονται. Εκείνο που διεκδικεί μια τέτοια νηφάλια αναδρομική θέαση, σαν διαπίστωση, είναι ότι ο «ποδηλάτης» δεν συναγωνίζεται, αλλά ανταγωνίζεται. Ο διαγωνισμός συχνά γίνεται και διαγκωνισμός. Και εκείνη η «ευγενής άμιλλα», για την οποία κόπιαζαν οι γονείς και οι δάσκαλοί μας να μας τη μάθουν, αντικαταστάθηκε από το «ο κερδισμένος τα παίρνει όλα». Ο καθένας μόνος του, μόνο για τον εαυτό του. Όποιος δεν κάνει ορθοπεταλιά ανήκει στους «losers», αυτούς που χάνουν. Το μάθαμε κι» αυτό...Αλήθεια εκείνη η συμβολική της ουσίας λέξη, το «solidarnac», η «αλληλεγγύη» πού χάθηκε;-«Τι κάνει το παιδί;» ρώτησα μια καλή φίλη.
-«Ποδήλατο...» μου λέει.
-«Δηλαδή;»
-«...Ε, να, πήρε στο σπίτι ένα στατικό ποδήλατο, ξέρεις απ’ αυτά των γυμναστηρίων, προσφορά ήταν, ρύθμισε το κάθισμα και τα πεντάλ, και γράφει χιλιόμετρα κάθε μέρα...Βλέπει και τηλεόραση...».
Μου τα είπε όλα γρήγορα, με μια ανάσα, σαν να μη ήθελε να μιλήσει.
-«Δεν κατάλαβα...» της λέω.
-«Είναι άνεργος! Στέλνει χαρτιά παντού, κάθε μέρα, και του απαντούν ευγενικά: overqualified...».
(Όσοι έζησαν την εμπειρία του «ποδηλάτη», καβάλα στο ποδήλατο ή δίπλα του, έχουν τη μαρτυρία τους. Και όσοι τη ζουν τώρα ας μη νιώθουν ότι είναι οι πρώτοι, ούτε...μόνοι τους).
xatzis@hotmail.com