Σε περιόδους κρίσης ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος της διανόησης. Τίθεται, όμως, το ερώτημα, αν υφίσταται σήμερα και πώς λειτουργεί η διανόηση. Αν εξαιρέσει κανείς τους αποκαλούμενους οργανικούς διανοούμενους, αυτούς, δηλαδή, που στελεχώνουν τα οικονομικά, κοινωνικά, επιστημονικά, ερευνητικά, τεχνολογικά κ.λπ., ιδρύματα και οι οποίοι αποτελούν ουσιαστικά μέρος του συστήματος, ο υποκειμενικά και αντικειμενικά ανεξάρτητος διανοούμενος, ο οποίος λειτουργεί έξω και μακριά από τη λογική της εξουσίας, απαλλαγμένος από τις όποιες κομματικές, πολιτικές και γενικά ιδεολογικές παρωπίδες, αποτελεί είδος υπό εξαφάνιση.
Οι διανοούμενοι στην εποχή μας, αν και είναι η κατεξοχήν κοινωνική ομάδα που με το κριτικό της πνεύμα θα μπορούσε να προωθήσει μια συζήτηση με αντικείμενο τις ριζικές αλλαγές που χαρακτηρίζουν τις κοινωνίες μας, δεν είναι πλέον σε θέση να δώσει «αισιόδοξα μηνύματα». Οι πιέσεις επαγγελματισμού, τεχνοκρατίας και επιστημονισμού υπονομεύουν και απειλούν να καταστρέψουν το ρόλο του διανοούμενου, καθώς ο εξειδικευμένος αδυνατεί να αναστοχαστεί γύρω από τη γνώση, της οποίας δεν κατέχει παρά μόνον ένα τμήμα της, όπως επίσης είναι ανήμπορος να προσεγγίσει κριτικά την κοινωνική διάσταση της ειδικότητάς του.
Σπάνια οι διανοούμενοι της εποχής μας υπερασπίζονται την ιδέα μιας βαθιάς πολιτικής αλλαγής. Κι ενώ συνεχίζουν, κατά καιρούς, να επισημαίνουν τα κακώς έχοντα των κοινωνιών μας, έχουν προ πολλού εγκαταλείψει το «αίτημα της χειραφέτησης», τουτέστιν την άσκηση ουσιαστικής κριτικής στις επικρατούσες γνώμες και απόψεις.
Πρώτιστο καθήκον της διανόησης είναι να καταγγέλλουν τον αφερέγγυο πολιτικό λόγο και να αναλύουν, με πειστικό τρόπο, τις δραστηριότητες των κομμάτων και των κυβερνήσεων, αποκαλύπτοντας στο λαό τα πραγματικά κίνητρα των αποφάσεων τους καθώς και τις προθέσεις τους. Αν και στόχος της διανόησης θα πρέπει να είναι η αποκάλυψη της αλήθειας και η καταγγελία του ψέματος, συχνά οι διανοούμενοι ενισχύουν με τη στάση τους την εμφάνιση και επικράτηση στο χώρο της πολιτικής απόψεων που υπηρετούν τις πλέον σκοτεινές επιδιώξεις του κατεστημένου. Η στάση τους αυτή, άκρως χρησιμοθηρική, νομιμοποιεί την εκάστοτε εξουσία, συμβάλλοντας έτσι αποφασιστικά στον ιδεολογικό αποπροσανατολισμό των πολιτών, τους οποίους και καθιστά έρμαια πολιτικών αντιλήψεων και επιλογών, κάθετα αντίθετων με τα ζωτικά τους συμφέροντα.
Σε αντίθεση με το παρελθόν, ο τύπος του στρατευμένου διανοούμενου τείνει να εκλείψει. Στην εποχή μας, ο κάποτε «στρατευμένος» διανοούμενος έχει εκχωρήσει προ πολλού τη θέση του σε ανθρώπους που έλκονται αποκλειστικά και μόνον από τις υλικές και συμβολικές αμοιβές των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία και υπηρετούν. Η έννοια της ηθικής δεν αποτελεί πλέον σημείο αναφοράς των μονόλογων που βιώνουμε καθημερινά στις τηλεοράσεις μας. Εκείνο, όμως που κάνει τον υπεύθυνο διανοούμενο να ξεχωρίζει από το διανοουμενίσκο, είναι η πολιτική του στράτευση, με την ευρύτερη σημασία του όρου, στην υπηρεσία της αλήθειας, ορμώμενος από ηθικά και μόνον κίνητρα, Στρατευμένος, ωστόσο, διανοούμενος δεν σημαίνει υποταγμένος σε κάποια κέντρα εξουσίας ή ιδεολογικά ευνουχισμένος, φερέφωνο της όποιας κομματικής νομενκλατούρας.
Καθήκον, λοιπόν, της διανόησης είναι η υπενθύμιση και υποστήριξη «οικουμενικών αξιών», σε μια εποχή που η εμπορευματοποίηση των πάντων στο όνομα του χρήματος απειλεί τη συνοχή των κοινωνιών μας. Είναι καιρός η υπόσταση του διανοούμενου να συνδεθεί με την έννοια της αρετής με τη σωκρατική σημασία του όρου. Η επίκληση και μόνον της ηθικής δεν αρκεί για να καθοδηγήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά. Θα «πρέπει να μετουσιωθεί σε καντιανής μορφής «κατηγορική προσταγή», να αποκτήσει, δηλαδή, καθολική μορφή, γιατί αλλιώς εκπίπτει σε ηθικολογία προς το «θεαθήναι τοις ανθρώποις» και με την έννοια αυτή υπηρετεί αποκλειστικά και μόνον ατομικούς σκοπούς.
Δεν λείπουν στην κοινωνία μας και εκείνοι οι «διανοούμενοι» που καλλιεργούν συνειδητά ή ασυνείδητα το σύνδρομο της κατωτερότητας του Έλληνα σε αντιπαράθεση με άλλους λαούς της Δύσης, μεμψιμοιρώντας αδιάλειπτα σε βάρος του λαού μας. Η μόνη επιτρεπτή και αποδοτική σύγκριση είναι αυτή με τους ίδιους τους εαυτούς μας, με αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε ως Έλληνες, αν είχαμε γνώση και επίγνωση της ιστορίας, της πολιτιστικής προσφοράς και των δημοκρατικών αγώνων του λαού μας, ο οποίος ολοένα και περισσότερο παραπαίει μεταξύ εγωκεντρικής ομφαλοσκόπησης και εσωτερικευμένης μειονεξίας.
Αντιμέτωπη με την κρίση θεσμών και αξιών, η διανόηση της χώρας μας, αντί να στηλιτεύσει τα φαινόμενα παρακμής και πάνω απ' όλα να καταγγείλει την απαξίωση του κλιτικού λόγου που χαρακτηρίζει δυστυχώς την πολιτική ζωή του τόπου, ενδιαφέρεται περισσότερα για την επωνυμία και ως εκ τούτου για την αυτοπροβολή της μέσα από τα ΜΜΕ, εκφέροντας γνώμη επί παντός επιστητού και αδιαφορώντας επιδεικτικά για το μέλλον του λαού μας. Για την κατάσταση αυτή, ιδιαίτερη ευθύνη φέρουν και οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, καθώς ουκ ολίγοι αλληθωρίζουν συστηματικά προς την εξουσία, την οποία και αντιμετωπίζουν με δέος. αυτοπεριορίζοντας την πνευματική τους ελευθερία που αποτελεί σήμα κατατεθέν της συνεπούς διανόησης διαχρονικά, ευτελίζοντας έτσι τον τίτλο του ακαδημαϊκού δασκάλου στη συνείδηση των πολιτών.
*Ο Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης