Ο πρώτος ξένος ηγέτης με τον οποίο επέλεξε να συναντηθεί ο Γιώργος Α. Παπανδρέου, αμέσως μετά την ανάληψη των νέων καθηκόντων του, ήταν ο Τούρκος ομόλογός του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (προς τούτο δε μετέβη στην Κωνσταντινούπολη) κι αυτή η κίνησή του, αν και από ορισμένους σχολιάσθηκε δυσμενώς, έδειχνε τη σαφή πρόθεσή του να υπάρξει μια νέα εκκίνηση στις, ούτως ή άλλως, βαλτωμένες σχέσεις Ελλάδος – Τουρκίας.
Ακολούθησε μια επιστολή του Ρ. Τ. Ερντογάν στον Ελληνα πρωθυπουργό, επιστολή με την οποία ο ισχυρός ανήρ της Τουρκίας έθετε όλα – κατά την παγία τουρκική στάση και θέση – τα ζητήματα που η Άγκυρα θεωρεί ως διαφορές με την Αθήνα, με κυρίαρχο αυτό της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη (μειονότητα την οποία η γείτων επιμένει, παραβιάζοντας εν προκειμένω τη συνθήκη της Λωζάνης, να ονοματίζει «τουρκική») και δη στην βάση της αμοιβαιότητας.
Η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να καθυστερήσει την απάντησή της στην επιστολή αυτή, το ίδιο δε διάστημα η ηγεσία της γείτονος συνέχιζε να παίζει το γνωστό «παιχνίδι» των παραβιάσεων και των παραβάσεων στο Αιγαίο, καθόριζε την ανελαστική στάση του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ στο Κυπριακό (όπου η απαισιοδοξία για την έκβαση των συνομιλιών Χριστόφια – Ταλάτ είναι πλέον εμφανής) ενώ αποκαλύψεις στον τουρκικό Τύπο έδειχναν πως το τουρκικό «βαθύ κράτος» (στη συνεχή σύγκρουσή του με τον κ. Ερντογάν) απεργαζόταν σκοτεινά σχέδια εις βάρος της Ελλάδος.
Προ 15μέρου, ο Τούρκος πρωθυπουργός συναντήθηκε (με αίτημά του) με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, στο Αμπού Ντάμπι και έσπευσε να προαναγγείλει την επιθυμία του να επισκεφθεί συντόμως την Αθήνα.
Ο δε πρωθυπουργός Γιώργος Α. Παπανδρέου έστειλε την απαντητική του επιστολή στον Ρ. Τ. Ερντογάν ζητώντας πλήρη και ανοιχτό πολιτικό διάλογο για όλα τα προβλήματα που έχει προκαλέσει η Άγκυρα στο Αιγαίο, ενώ τον προσκάλεσε στην Αθήνα.
Η επιστολή αυτή δεν δόθηκε πλήρης στη δημοσιότητα (και αυτό ενόχλησε τη μείζονα αντιπολίτευση – ο Α. Σαμαράς ζήτησε να γνωστοποιηθούν και οι δύο επιστολές) και από αυτήν προκύπτει πως ο Γιώργος Α. Παπανδρέου επιδιώκει την «ολική επαναφορά» της πολιτικής των κυβερνήσεων Σημίτη και της δικής του υπουργίας στο Υπουργείο των Εξωτερικών, με συνολική πολιτική και στρατιωτική διαπραγμάτευση ανάμεσα στις δύο χώρες, όπως εκτιμούν οι περισσότεροι αναλυτές.
Ο πρωθυπουργός προτείνει μάλιστα στον κ. Ερντογάν «να αναζωογονηθούν οι διερευνητικές επαφές», η δε διαδικασία αυτή «να έχει ημερομηνία λήξης, σε προσυμφωνημένο χρόνο που μένει να καθοριστεί» και σε περίπτωση «αδυναμίας επίτευξης συμφωνημένης λύσης», οι δύο χώρες «να απευθυνθούν από κοινού στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες του Δικαίου της Θάλασσας» (σ.σ. η Τουρκία δεν έχει υπογράψει τη συμφωνία για το Δίκαιο της Θάλασσας).
Ο Γιώργος Παπανδρέου αναφέρει, μεταξύ άλλων, και τα σημεία της τουρκικής συμπεριφοράς που ενοχλούν την Ελλάδα (το τουρκικό casus belli, δηλαδή την αμφισβήτηση του δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια, τις υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών πάνω από ελληνικά νησιά, που παραπέμπει στις «γκρίζες ζώνες» και στο εύρος του ελληνικού εναέριου χώρου στα 10 ναυτικά μίλια, και τις ερευνητικές δραστηριότητες στην υφαλοκρηπίδα, που παραπέμπει στο εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων).
Ο πρωθυπουργός είναι απολύτως σαφής στο θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας: «Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης ούτε να αντιμετωπιστούν με όρους αμοιβαιότητας», τονίζει.
Η ελληνική πρόσκληση στον Ρ. Τ. Ερντογάν έρχεται σε μια στιγμή κατά την οποία η Τουρκία ακολουθεί μια άκρως πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, με εμφανή «νεοθωμανικά στοιχεία», τα οποία της προσδίδουν εικόνα «περιφερειακής υπερδυνάμεως», σε αντίθεση με τη δυσμενή θέση της Ελλάδος την τρέχουσα περίοδο, ιδιαίτερα λόγω του δεινού δημοσιονομικού της προβλήματος.
Βεβαίως, συνεχίζουν να υπάρχουν τα προβλήματα στις σχέσεις του Ρ. Τ. Ερντογάν με το τουρκικό «βαθύ κράτος», όπως και οι δυσχέρειες στις σχέσεις της Τουρκίας με άλλες, πλην της Ελλάδος, γειτονικές της χώρας (Ισραήλ).
Δεν είναι, παρά ταύτα, λίγοι εκείνοι που λένε πως ο Ρ. Τ. Ερντογάν και κυρίως ο εξωκοινοβουλευτικός Υπουργός του επί των Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, με τη σπουδή που έχουν δείξει για τις σχέσεις Ελλάδος – Τουρκίας, αποσκοπούν στο να σημειώσουν μία «επιτυχία» στην εξωτερική πολιτική της γείτονος, καθώς μάλιστα προβάλλουν τη χώρα τους ως τόπο συναντήσεως πολιτισμών, ως παράγοντα ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή (με έμφαση στην Ανατολική Μεσόγειο) αλλά και «ανεκτικότητας» απέναντι στις «συνήθειες» των γειτονικών χωρών.
Από πλευράς του, ο Γιώργος Α. Παπανδρέου και ο (θεωρούμενος ως βέβαιος Υπουργός του επί των Εξωτερικών) Δημήτρης Δρούτσας επείγονται να παρουσιάσουν κινητικότητα και «πρωτοβουλίες», ώστε να μην επισκιαστεί πλήρως η Ελλάδα από την Τουρκία, όχι μόνο στην περιοχή, αλλά και απέναντι στην Ουάσιγκτον, στην οποία προσβλέπει να επισκεφθεί ο πρωθυπουργός.
Ο Δ. Δρούτσας συνομίλησε την Πέμπτη στο Λονδίνο με τον Αχμέτ Νταβούτογλου και σήμερα μεταβαίνει στην Ουάσινγκτον για διαβουλεύσεις με την Χίλαρι Κλίντον, ο δε Αμερικανός πρώην πρόεδρος Μπιλ Κλίντον συναντήθηκε στο Νταβός με το Γιώργο Α. Παπανδρέου και του τόνισε ότι μπορεί να υπολογίζει (γενικώς) στη βοήθειά του.
Οι μέχρι στιγμής εκφρασθείσες καλές προθέσεις προοιωνίζονται ίσως μια καλύτερη συνέχεια, πλην, όμως, είναι τόσο ασφυκτικό το πλαίσιο εντός του οποίου θα ξεκινήσει (όπως ελπίζεται) ένας νέος γύρος διαπραγματεύσεων Αθηνών – Αγκύρας (πλαίσιο όπως διαμορφώνεται από τις εσωτερικές και τις εξωτερικές συνθήκες και για τις δύο χώρες) που είναι προτιμότερο να κρατάει κανείς μικρό καλάθι.
Άλλωστε, από την έκφραση καλών προθέσεων έχουμε χορτάσει χρόνια τώρα.